Γράφει ο Mohamed El-Erian
The Financial Times
Μετά από παρατεταμένες διαβουλεύσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι επιτεύχθηκε συμφωνία για το νέο πρόγραμμα προσαρμογής. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι μια θαρραλέα...
και φιλόδοξη συμφωνία, που περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα λιτότητας, σημαντική επίσημη χρηματοδότηση και ανακούφιση στο χρέος από τους ιδιώτες πιστωτές. Όμως η διαδικασία με την οποία επιτεύχθηκε αφήνει δυσοίωνα σημάδια. Υπάρχουν ανησυχητικά πολλές πιθανότητες να έχει αυτή η συμφωνία την ίδια τύχη με τις προηγούμενές της, δηλαδή να καταρρεύσει μέσα σε λίγους μήνες. Το ότι δείχνουν ατελείωτες οι ελληνικές διαπραγματεύσεις, οφείλεται σε δύο παράγοντες οι οποίοι και απειλούν να τις εκτροχιάσουν, πριν προλάβουν να υλοποιηθούν τα πλεονεκτήματά τους. Πρώτον, δεν είναι ποτέ εύκολο να επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα σε παράγοντες που έχουν εντελώς διαφορετική αντίληψη για το πρόβλημα και την λύση του. Αυτό ισχύει ειδικά για την Ελλάδα, όπου και τα τρία μέρη των συνομιλιών (κυβέρνηση, επίσημοι πιστωτές και ιδιώτες πιστωτές) νιώθουν ότι ήδη τους ζητούνται να κάνουν πάρα πολλά, χωρίς να βλέπουν ουσιαστική ή δυνητική ανταμοιβή για τις θυσίες τους. Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν υποχρεωθεί σε πολλούς κύκλους μέτρων λιτότητας τα δύο τελευταία χρόνια. Όμως κάθε σημαντικός δείκτης για την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας έχει επιδεινωθεί. Είναι μια θλιβερή πραγματικότητα που σχετίζεται και με τις προοπτικές των νέων προγραμμάτων προσαρμογής. Μέσα σε αυτή την περίοδο, οι επίσημοι πιστωτές έχουν δώσει χρήμα στην Ελλάδα. Οι πολιτικοί της ευρωζώνης έχουν αντιμετωπίσει αρκετές εσωτερικές αντιδράσεις, κυρίως στην Γερμανία. Εχουν επίσης διακινδυνεύσει την ενότητα και την αξιοπιστία της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Ολη αυτή η επίσημη στήριξη όμως δεν έχει βελτιώσει τις μακροχρόνιες προοπτικές της Ελλάδας και, αντί να προσελκύσει φρέσκια ιδιωτική χρηματοδότηση, έχει δώσει την δυνατότητα σε ορισμένους ιδιώτες πιστωτές να εξαργυρώσουν στην λήξη την επένδυσή τους, χωρίς ζημιά στο κεφάλαιο. Εν τω μεταξύ, όσοι έχουν ακόμη ελληνικά ομόλογα παραπονιούνται ότι κάθε φορά που συμφωνούν σε ένα «κούρεμα», αρχίζοντας από το 21% τον Οκτώβριο, οι άλλες πλευρές μετακινούν τον στόχο. Ο δεύτερος παράγοντας που περιπλέκει την διαδικασία είναι ότι κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν φέρει αρκετή ευθύνη για το πρόγραμμα προσαρμογής. Κι αυτό το πρόβλημα θα βγει και πάλι στην επιφάνεια. Η ιστορία των κρίσεων χρεών, δείχνει ότι η απουσία «ιδιοκτησίας» μεταφράζεται σε έλλειψη πειθούς. Ως εκ τούτου, τα ενδιαφερόμενα μέρη δυσκολεύονται να «πουλήσουν» την συμφωνία στους υποστηρικτές τους. Γι’αυτό και πολύ συχνά οι συμφωνίες καταρρέουν αφού παρουσιαστούν στα πολλά μέρη που καλούνται να τις εφαρμόσουν. Η αδύναμη «ιδιοκτησία» επίσης υπονομεύει τις πολλές διορθώσεις που χρειάζονται κατά την διάρκεια ενός προγράμματος προσαρμογής. Μόνο η απόλυτη ευφυΐα ή η απίστευτη τύχη θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα τέλεια σχεδιασμένο για την Ελλάδα. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο, με δεδομένη την ρευστή κατάσταση στην Ελλάδα και την παγκόσμια οικονομία, αυτά που θα συμφωνηθούν να υποστούν κάποιες μετατροπές στην εφαρμογή τους. Χωρίς την πειθώ, αυτές οι διορθώσεις θα είναι μια ευκαιρία για να εγκαταλειφθεί η ατελής συμφωνία, αντί να προσαρμοστεί και να βελτιωθεί. Υποπτεύομαι ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν βαθιά μέσα τους ότι, αυτή η τελευταία συμφωνία, όσο γενναία κι αν είναι, θα κρατήσει μόνο λίγους μήνες, στην καλύτερη περίπτωση. Όμως κανένας δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για αλλαγή πορείας σε αυτό το στάδιο, φοβούμενοι όλοι ότι θα τους επιρριφθεί η ευθύνη για ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και ίσως έξοδο από την ευρωζώνη. Οπότε, αν και καλοδεχόμαστε την πρόσφατη συμφωνία για την Ελλάδα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, δυστυχώς, έχει λίγες ελπίδες να θέσει την χώρα στον δρόμο της υψηλής ανάπτυξης, της καλύτερης απασχόλησης και της δημοσιονομικής σταθερότητας. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, κάνει μικρή πρόοδο στην προώθηση της ανάπτυξης, αφήνει την χώρα με υπερβολικό μεσοπρόθεσμο δανειακό βάρος και δύσκολα θα προσελκύσει νέες εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, που είναι απαραίτητες για επενδύσεις στην παραγωγή και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό που η Ελλάδα χρειάζεται, βεβαίως, είναι μια οικονομική, δημοσιονομική και θεσμική αναδιοργάνωση. Τέτοια επανεκκίνηση δεν είναι εύκολη. Και είναι ριψοκίνδυνη. Όμως μέχρι να γίνει, θα κυριαρχούν επανειλημμένοι γύροι συνομιλιών, καθώς και αποτυχημένες συμφωνίες και εκατέρωθεν επιρρίψεις ευθυνών. Φοβούμαι ότι τα πράγματα δεν τελειώνουν σε αυτή η συμφωνία. Μέσα σε λίγους μήνες, τα ενδιαφερόμενα μέρη πιθανότητα θα επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ η Ελλάδα θα συνεχίζει να κρέμεται πάνω από την άβυσσο.
Πηγη
The Financial Times
Μετά από παρατεταμένες διαβουλεύσεις, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι επιτεύχθηκε συμφωνία για το νέο πρόγραμμα προσαρμογής. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι μια θαρραλέα...
και φιλόδοξη συμφωνία, που περιλαμβάνει πρόσθετα μέτρα λιτότητας, σημαντική επίσημη χρηματοδότηση και ανακούφιση στο χρέος από τους ιδιώτες πιστωτές. Όμως η διαδικασία με την οποία επιτεύχθηκε αφήνει δυσοίωνα σημάδια. Υπάρχουν ανησυχητικά πολλές πιθανότητες να έχει αυτή η συμφωνία την ίδια τύχη με τις προηγούμενές της, δηλαδή να καταρρεύσει μέσα σε λίγους μήνες. Το ότι δείχνουν ατελείωτες οι ελληνικές διαπραγματεύσεις, οφείλεται σε δύο παράγοντες οι οποίοι και απειλούν να τις εκτροχιάσουν, πριν προλάβουν να υλοποιηθούν τα πλεονεκτήματά τους. Πρώτον, δεν είναι ποτέ εύκολο να επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα σε παράγοντες που έχουν εντελώς διαφορετική αντίληψη για το πρόβλημα και την λύση του. Αυτό ισχύει ειδικά για την Ελλάδα, όπου και τα τρία μέρη των συνομιλιών (κυβέρνηση, επίσημοι πιστωτές και ιδιώτες πιστωτές) νιώθουν ότι ήδη τους ζητούνται να κάνουν πάρα πολλά, χωρίς να βλέπουν ουσιαστική ή δυνητική ανταμοιβή για τις θυσίες τους. Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν υποχρεωθεί σε πολλούς κύκλους μέτρων λιτότητας τα δύο τελευταία χρόνια. Όμως κάθε σημαντικός δείκτης για την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση της χώρας έχει επιδεινωθεί. Είναι μια θλιβερή πραγματικότητα που σχετίζεται και με τις προοπτικές των νέων προγραμμάτων προσαρμογής. Μέσα σε αυτή την περίοδο, οι επίσημοι πιστωτές έχουν δώσει χρήμα στην Ελλάδα. Οι πολιτικοί της ευρωζώνης έχουν αντιμετωπίσει αρκετές εσωτερικές αντιδράσεις, κυρίως στην Γερμανία. Εχουν επίσης διακινδυνεύσει την ενότητα και την αξιοπιστία της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Ολη αυτή η επίσημη στήριξη όμως δεν έχει βελτιώσει τις μακροχρόνιες προοπτικές της Ελλάδας και, αντί να προσελκύσει φρέσκια ιδιωτική χρηματοδότηση, έχει δώσει την δυνατότητα σε ορισμένους ιδιώτες πιστωτές να εξαργυρώσουν στην λήξη την επένδυσή τους, χωρίς ζημιά στο κεφάλαιο. Εν τω μεταξύ, όσοι έχουν ακόμη ελληνικά ομόλογα παραπονιούνται ότι κάθε φορά που συμφωνούν σε ένα «κούρεμα», αρχίζοντας από το 21% τον Οκτώβριο, οι άλλες πλευρές μετακινούν τον στόχο. Ο δεύτερος παράγοντας που περιπλέκει την διαδικασία είναι ότι κανένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν φέρει αρκετή ευθύνη για το πρόγραμμα προσαρμογής. Κι αυτό το πρόβλημα θα βγει και πάλι στην επιφάνεια. Η ιστορία των κρίσεων χρεών, δείχνει ότι η απουσία «ιδιοκτησίας» μεταφράζεται σε έλλειψη πειθούς. Ως εκ τούτου, τα ενδιαφερόμενα μέρη δυσκολεύονται να «πουλήσουν» την συμφωνία στους υποστηρικτές τους. Γι’αυτό και πολύ συχνά οι συμφωνίες καταρρέουν αφού παρουσιαστούν στα πολλά μέρη που καλούνται να τις εφαρμόσουν. Η αδύναμη «ιδιοκτησία» επίσης υπονομεύει τις πολλές διορθώσεις που χρειάζονται κατά την διάρκεια ενός προγράμματος προσαρμογής. Μόνο η απόλυτη ευφυΐα ή η απίστευτη τύχη θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα τέλεια σχεδιασμένο για την Ελλάδα. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο, με δεδομένη την ρευστή κατάσταση στην Ελλάδα και την παγκόσμια οικονομία, αυτά που θα συμφωνηθούν να υποστούν κάποιες μετατροπές στην εφαρμογή τους. Χωρίς την πειθώ, αυτές οι διορθώσεις θα είναι μια ευκαιρία για να εγκαταλειφθεί η ατελής συμφωνία, αντί να προσαρμοστεί και να βελτιωθεί. Υποπτεύομαι ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν βαθιά μέσα τους ότι, αυτή η τελευταία συμφωνία, όσο γενναία κι αν είναι, θα κρατήσει μόνο λίγους μήνες, στην καλύτερη περίπτωση. Όμως κανένας δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για αλλαγή πορείας σε αυτό το στάδιο, φοβούμενοι όλοι ότι θα τους επιρριφθεί η ευθύνη για ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και ίσως έξοδο από την ευρωζώνη. Οπότε, αν και καλοδεχόμαστε την πρόσφατη συμφωνία για την Ελλάδα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, δυστυχώς, έχει λίγες ελπίδες να θέσει την χώρα στον δρόμο της υψηλής ανάπτυξης, της καλύτερης απασχόλησης και της δημοσιονομικής σταθερότητας. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, κάνει μικρή πρόοδο στην προώθηση της ανάπτυξης, αφήνει την χώρα με υπερβολικό μεσοπρόθεσμο δανειακό βάρος και δύσκολα θα προσελκύσει νέες εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, που είναι απαραίτητες για επενδύσεις στην παραγωγή και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Αυτό που η Ελλάδα χρειάζεται, βεβαίως, είναι μια οικονομική, δημοσιονομική και θεσμική αναδιοργάνωση. Τέτοια επανεκκίνηση δεν είναι εύκολη. Και είναι ριψοκίνδυνη. Όμως μέχρι να γίνει, θα κυριαρχούν επανειλημμένοι γύροι συνομιλιών, καθώς και αποτυχημένες συμφωνίες και εκατέρωθεν επιρρίψεις ευθυνών. Φοβούμαι ότι τα πράγματα δεν τελειώνουν σε αυτή η συμφωνία. Μέσα σε λίγους μήνες, τα ενδιαφερόμενα μέρη πιθανότητα θα επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ η Ελλάδα θα συνεχίζει να κρέμεται πάνω από την άβυσσο.
Πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου