Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Λίγο πριν την "μάχη" του Σεπτέμβρη...


  • Στη μητέρα των μαχών, ο σκοπός θα κρίνει το αποτέλεσμα

Πριν πιάσεις “τ’ άρματα”, σκέψου προσεκτικά τον λόγο που....... μπαίνεις στη μάχη:
  • Εάν μπεις στη μάχη για τα φράγκα, για την κονόμα, για “οικονομικά αιτήματα”, τότε είσαι ένα πορτοφόλι. Αναπόφευκτα θα σε αδειάσουν και θα σε πετάξουν στα σκουπίδια.
  • Εάν μπεις στη μάχη για την αλαζονεία, για τη “μαγκιά” και την φιγούρα, τότε θα έχεις την τύχη του Κόκορα. Τον αφήνουν στο κοτέτσι πλουμιστό, να νομίζει ότι είναι ο βασιλιάς και να κοκορεύεται μέχρι που μια ωραία πρωΐα, αντιλαμβάνεται ότι είναι απλώς η μακαρονάδα του αφεντικού.
  • Εάν μπεις στη μάχη για την Ιδέα, για το σύνολο, για την γέννα που έρχεται, για τη γενιά που έφυγε, αυτά δηλαδή που απαρτίζουν το Έθνος (=Γέννα), εάν μπεις στη μάχη με απόλυτη αυτογνωσία ότι μάχεσαι για να προσφέρεις και όχι για να πάρεις, με πίστη σε ένα κοινό και αγνό ιδεώδες, με ορθολογισμό ότι μάχεσαι για το δίκαιο, την Αλήθεια και όχι για το “ίδιον”, τότε έχεις πιάσει έναν αρχέγονο σφυγμό.
Τον σφυγμό που κάνει την ανατροπή, που κάνει τα αδύνατα δυνατά, που κάνει τα θαύματα. Την αιώνια αρχή που υποτάσσει το σαθρό και το άδικο. Το πρότυπο που έχει αποθεωθεί και τεκμηριωθεί ανά τους αιώνες, ενσαρκωμένο στον μαχητή που μπήκε ενάντια στην “λογική κατάληξη” με ενθουσιασμό (Εν Θεω Ουσία) γιατί ο σκοπός του ήταν Θείος. Αληθινός. Η ίδια η Αλήθεια.
Ας θυμηθούμε τον Κολοκοτρώνη. Προδομένος από το γένος του, από τους επίορκους του Έθνους του, τα χρηματισμένα “πατριωτάκια” που του στέρησαν μέχρι και τον γιό του τον πρωτότοκο. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν ο άνθρωπος που έφερε τη λευτεριά. ΕΝΑΣ άνθρωπος, ένας μαχητής αρκούσε για να Ενθουσιάσει τους ραγιάδες, ενάντια στον φόβο, την ηττοπάθεια, την υπεροπλία και υλική ισχύ των αδίκων, την προδοσία των ημετέρων. Τι ομοιότητες Θέε μου!!!
Δεν ήταν υπεράνθρωπος, έγινε απλώς αυτό για το οποίο πολεμούσε. Τι ήταν αυτό; Μα το είπε ο ίδιος ξεκάθαρα: “Για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία”
Βρε κάτι συμπτώσεις… Τι έλεγε ο Μέγας Αλέξανδρος πριν τη μάχη στην επίκληση που του έμαθε η Ορφική Ολυμπιάδα; “Ζευ Βασιλεύ και Γαία”
Μα και όταν η Θυσία ήταν αναπόφευκτη, ο Θανάσης (Αθάνατος) Διάκος: Πατέρα παντοδύναμε, ἄκουσες τὴν εὐχὴ μού• μου φύτεψες μέσ’ στὴν καρδιὰ ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα, ἔδωκες μία ἀχτίδα Σου ἀθέρα στὸ σπαθί μου καὶ μοῦ’ πές: Τώρα πέθανε γιὰ Μέ, γιὰ τὴν Πατρίδα.
Ο Μισόζωος εχθρός λοιπόν, δεν φοβάται ούτε τους συνδικαλιστές, ούτε τους “ξερόλες”. Φοβάται αυτούς τους τρελλούς, τους αδίστακτους. Γνωρίζει ότι δε μπορεί να τους αγοράσει. Δε μπορεί να τους “θαμπώσει”, δεν μπορεί να τους φοβίσει. Το κυριότερο, δε μπορεί ούτε να τους εξαπατήσει διότι απλούστατα γνωρίζουν την Αλήθεια.
Ζούμε την Αλήθεια ως υπέρτατη πράξη Ελευθερίας. Την λέμε ως πράξη επαναστατική, όπως είπε ο Όργουελ. Ούτε χίλιες Δραγώνες ούτε όλα τα ΜΜ”Ε” δεν θα μας ρίξουν στη λήθη. Γιατί είναι η αιώνια συνταγή Νίκης. Από τα χρονια του Διός, του Λεωνίδα, μέχρι σήμερα: …καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.

Χωρίς τους ήχους του μπαντονεόν
Υπέρλαμπρος ο Ηλιος των περσυνών Αλκυονίδων.
Σήμερα καθρεφτίζεται στα γυαλισμένα σπαθιά των Αρχαγγέλων,
αύριο θ’ ακτινοβολεί στο Λιτόχωρο, την Μονεμβάσια και τούς Παξούς,
μα στούς αιώνες θα φωτίζει, τις γρανιτένιες σας ψυχές.

Υπέρλαμπρος ο Ηλιος των ξεχασμένων αμπελώνων,
ο Ηλιος που σκάει τα τσόφλια των καρπών,
και κάνει τους χυμούς τους να ξεχύνονται στις άγιες καρδιές σας,
καί να ποτίζουν τα ιερά κορμιά σας.
ο Ηλιος που μεθάει τον κότσυφα και που τρελλαίνει τ’ αηδόνια.

Ολόλαμπρος ο Ηλιος του υπνώττοντος Φθινόπωρου,
περνάει απ’ τα μάτια σας και το πετσί σας,
φθάνει στις εσχατιές των άκρων σας, μα και του λογισμού σας,
ζεσταίνει Ακροπόλεις, Παλαμήδια, Τέμπη και Σαμαριά,
θωπεύει λάγνα κι ασύστολα, τις όπου γής προδομένες ψυχές,
από την Βασιλεύουσα, μέχρι τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ,
πλανεύει την Μεσόγειο, από τη Σμύρνη μέχρι το Γιβραλτάρ,
κι από τη Σαλονίκη μέχρι την λατρεμένη Αλεξάνδρεια.

Ολόλαμπρος ο Ηλιος του Μεσονυχτίου,
ήρθε και φώτισε τους ασυγκράτητους κέλητες των λογισμών σας,
και πρόδωσε τους ανομολόγητους χρησμούς, των φθηνών αφεντάδων,
των εξαγορασμένων τελάληδων και των επάργυρων κορυβάντων
μιάς άθλιας και γκροτέσκας κουστωδίας,
μιάς αργυρώνητης παρέας, που δεν έτυχε ν’ ακούσει τους ήχους του μπαντονεόν,
και μιάς καμαρίλας που επέπρωτο να πνιγεί μέσα στο ίδιο της το αίμα.

Υπέρλαμπρε κι αδυσώπητε Ηλιε των ξεχασμένων καλοκαιριών της νιότης μας,
παρακαλούμε σε θερμά, σ’ εκλιπαρούμε Ηλιε,
ξέχνα τις νύχτες των ιδρωμένων σεντονιών,
και της κραιπάλης τις μέρες,
ξέχνα καλέ μας Ηλιε, τον αλαζόνα, τον σοφό και τον πολιτικάντη,
και ζέστανε Ηλιε μου της πόρνης το αγνό κορμί
και του απελπισμένου τα ματωμένα χέρια.

ΥΓ: Αφιερώνεται,σ’όλους τους φίλους που μέσα απ‘ τις παγωμένες γραμμές μιάς οθόνης, κατάφεραν και μού 'στειλαν το φώς που καίει στις καρδιές τους. Ευχαριστώ και υποκλίνομαι.