«Μήτε φασιστής μήτε μπολσεβίκος... Είμαι μόνος.»
Ο Ουναμούνο στον Καζαντζάκη
Φανταστείτε ότι βρίσκεστε στην εποχή του μεσοπολέμου -στα 1930, ας πούμε. Αφού περάσατε λίγους μποέμικους μήνες στο Παρίσι, παρέα με τους σουρεαλιστές στα στενά της Μονμάρτης, και ήπιατε μερικά ποτά με τον...
Τζόις, το Στραβίνσκι και τον Πικάσο, αποφασίζετε να ακολουθήσετε τον καλύτερο σας φίλο, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στην Ισπανία.
Ο Έρνεστ στη διαδρομή σας μιλάει για το «νέο μυθιστόρημα». Δωρικό, χωρίς επίθετα και καλλωπιστικά στοιχεία, στιβαρό κι απέριττο. Εσείς του λέτε ότι προτιμάτε την οργιώδη γραφή του Χένρι Μίλλερ, αλλά ο Γιάνκης φίλος σας στραβώνει τα μούτρα.
«Αυτό δεν είναι γραφή, είναι παραλήρημα», λέει περιφρονητικά.
Στη Μαδρίτη παρακολουθείτε με φρίκη μια ταυρομαχία. Ο Έρνεστ είναι ενθουσιασμένος με τους ταυρομάχους, αλλά εσείς δεν αντέχετε τις άνισες και άσκοπες μάχες. Τον αποχαιρετάτε, του λέτε ότι δε θα πάτε μαζί του στο Κιλιμάντζαρο, για σαφάρι, και περιπλανιέστε στην ενδοχώρα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Κάποια μέρα βρίσκεστε στη Σαλαμάνκα και κάθεστε να πιείτε λίγο αψέντι σε ένα καφέ. Βγάζετε από το σακίδιο σας τα Προσωκρατικά Θραύσματα, για να διαβάσετε κάτι από το «σκοτεινό» Ηράκλειτο. Πριν το ανοίξετε βλέπετε να σας πλησιάζουν ένας ξερακιανός και ευθυτενής γέροντας, με φροϋδικό μουσάκι, μαζί με έναν σαραντάρη, που με το φαρδύ του μέτωπο και το μουστάκι του σας θυμίζει αναμφίβολα τον Νίτσε.
Ο γέροντας αρχίζει να μιλάει αρχαία ελληνικά και κάθεται δίπλα σας. Καταλαβαίνετε ότι ξέρει απ’ έξω όλα τα θραύσματα του Ηράκλειτου. Σας συστήνεται. Λέγεται Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Επάγγελμα; Ουμανιστής. Και γελάει.
Ο άλλος είναι Έλληνας. Λέγεται Νίκος Καζαντζάκης και είναι συγγραφέας.
«Ίσως έχετε διαβάσει κάποιο γραπτό μου με τα ψευδώνυμα μου: Κάρμας Νιρβαμής ή Πέτρος Ψηλορείτης», σας λέει.
Υποκρίνεστε ότι τον έχετε ακουστά για να μην τον πικράνετε. Μετά τον Τζόις και το Χέμινγουεϊ, σας φαίνεται πολύ αστείος αυτός ο Έλληνας που θέλει να παριστάνει το συγγραφέα.
Ο Ουναμούνο σας μιλάει αρκετή ώρα για τον Ηράκλειτο. Κάποια στιγμή σηκώνεται για να πάει στην τουαλέτα.
«Μόλις γύρισε από την εξορία», σας λέει ο Καζαντζάκης.
«Εξορία; Για ποιο λόγο;» ρωτάτε.
«Έκανε δηλώσεις ενάντια στον Πρίμο ντε Ριβέρα.»
Ο συγγραφέας σας εξηγεί ότι ο Ριβέρα ήταν δικτάτορας της Ισπανίας μέχρι πρότινος. Και σας μιλάει για την επιστροφή του εξόριστου.
Ο Ουναμούνο ήταν καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και πρύτανης για δεκατρία χρόνια στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Οι αντιχουντικές δηλώσεις του χάρισαν έξι χρόνια εξορίας άνευ αποδοχών. Τη μέρα που γύρισε οι εναπομείναντες καθηγητές και οι φοιτητές που ζούσαν με το θρύλο του αδάμαστου φιλόσοφου, καθηγητή και συγγραφέα είχαν οργανώσει μια διόλου σεμνή γιορτή. Περίμεναν να ακούσουν έναν από τους φλογερούς του λόγους, κάτι σαν την επιστολή που τον έστειλε στον Ατλαντικό.
Εκείνος ανέβηκε στην εξέδρα και περίμενε υπομονετικά να σταματήσουν τα χειροκροτήματα, οι ζητωκραυγές και τα αντιφασιστικά συνθήματα. Μόλις έγινε ησυχία ήπιε λίγο νερό και ξεκίνησε λέγοντας:
«Ντεθίαμος αγέρ...» (Λέγαμε χθες...)
Και ξεκίνησε να μιλάει για τον Πλάτωνα και την αθανασία της ψυχής. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από την τελευταία του παράδοση. Σαν να μην είχε περάσει έξι χρόνια στην εξορία.
Ο Ουναμούνο γυρνάει από την τουαλέτα εκστασιασμένος.
«Το είδα πάλι», λέει πριν καν να κάτσει. «Ο Κιχώτης και ο Πάντσα, είναι παντού.»
Και σας διηγείται μια κωμική σκηνή που διαδραματίστηκε έξω από τις τουαλέτες, με δύο Ισπανούς που έμοιαζαν να είναι μετεμψύχωση των ηρώων του Θερβάντες.
Ο Καζαντζάκης σας αναφέρει ότι το βιβλίο του Ουναμούνο, «Η ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, κατά το Μιγκέλ Θερβάντες», θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Ισπανικής σκέψης.
Συνεχίζετε τη συζήτηση ώσπου κάποια στιγμή ο Ουναμούνο λέει, χωρίς να
αστειεύεται: «Μην ανησυχείτε, εγώ θα υπάρχω για πάντα.»
«Εννοείτε το έργο σας;» τον ρωτάτε.
«Όχι. Εγώ. Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ο Βάσκος γεννηθείς εν Μπιλμπάο, ο άνθρωπος με σάρκα και οστά.»
Από τη συζήτηση έχετε καταλάβει ότι ο Ουναμούνο δεν είναι φανατικός χριστιανός ούτε και βουδιστής. Πως θα υπάρχει για πάντα αν δεν πιστεύει στο θεό; Τον ρωτάτε.
«Θα υπάρχω επειδή το θέλω», σας απαντάει. «Η βούληση μου είναι ισχυρότερη από το θάνατο.»
Ο Ουναμούνο είναι σίγουρος γι’ αυτό που λέει. Ο Καζαντζάκης τον κοιτάζει με θαυμασμό. Εσείς βρίσκετε μια πρόφαση για να αποχωρήσετε.
Λίγα χρόνια μετά βρίσκεστε στην Αθήνα. Είναι τα χρόνια της Κατοχής. Την προηγούμενη μέρα ήταν η κηδεία του Παλαμά. Κλάψατε όταν μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες τραγουδήσατε τον Εθνικό Ύμνο πάνω από τον τάφο, ενώ σας σημάδευαν τα σαστισμένα πολυβόλα των ναζήδων. Μοιράζεστε ένα πιάτο φαΐ με το Σικελιανό όταν σας αναφέρει τον Καζαντζάκη . Βρίσκεται στην Αίγινα και παλεύει με τον Όμηρο.
«Δεν ήρθε ούτε στην κηδεία του Ποιητή», σας λέει με πίκρα ο Σικελιανός.
Αποφασίζετε να πάτε στην Αίγινα για να τον συναντήσετε. Εκείνος σας υποδέχεται ψυχρά. Τον διακόπτετε από το έργο του και δεν κρύβει τη δυσαρέσκεια του. Παρ’ όλ’ αυτά ζητάει από τη γυναίκα του, την Ελένη, να φτιάξει δυο καφέδες. Κάποια στιγμή τον ρωτάτε για τον Ουναμούνο. Ο Καζαντζάκης ανάβει την πίπα του και ο καπνός σκοτεινιάζει για λίγο τα μάτια του.
Στις αρχές του Ισπανικού Εμφυλίου ο Ουναμούνο ήταν πάλι πρύτανης στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Οι φαλαγγίτες του Φράνκο είχαν καταλάβει την πόλη και σύντομα θα καταστρέφανε όλη τη χώρα.
Ο εθνικιστής στρατηγός Millan Astray είχε αναγκάσει τους καθηγητές και τους φοιτητές να παρευρεθούν σε μια ομιλία του στο πανεπιστήμιο. Αγαπημένο σύνθημα του στρατηγού ήταν το «Viva la muerte» (Ζήτω ο θάνατος). Όταν τέλειωσε την ομιλία του οι φαλαγγίτες άρχισαν να φωνάζουν το προαναφερθέν σύνθημα, αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη είδαν τον Ουναμούνο να παίρνει τη θέση του στο βάθρο για να μιλήσει.
«Μόλις τώρα άκουσα», ξεκίνησε να λέει ο γερο-πρύτανης, «μια νεκρόφιλη και δίχως νόημα κραυγή. Ας το πούμε απερίφραστα: Ο στρατηγός είναι ανάπηρος πολέμου. Το ίδιο ήταν και ο Θερβάντες... Δυστυχώς σήμερα στην Ισπανία υπάρχουν πολλοί ανάπηροι. Και σύντομα θα υπάρξουν περισσότεροι... Ένας ανάπηρος, χωρίς την πνευματική μεγαλοσύνη του Θερβάντες, είναι σίγουρο πως θα προσπαθήσει να βρει κακόβουλη ανακούφιση, προκαλώντας παντού γύρω του την παραμόρφωση.»
Τότε ο στρατηγός και οι φαλαγγίτες άρχισαν να φωνάζουν: “Abajo la inteligencia” (Κάτω η διανόηση). Ο Ουναμούνο συνέχισε απτόητος:
«Εδώ είναι ναός του πνεύματος κι εγώ είμαι αρχιερέας του. Εσείς είσαστε αυτοί που βεβηλώνουν τον ιερό τόπο... Θα κερδίσετε, γιατί έχετε μεγάλη και απάνθρωπη δύναμη. Δε θα πείσετε όμως. Γιατί για να πείσετε χρειάζεστε πειθώ. Και για να έχετε πειθώ πρέπει να έχετε και κάτι άλλο, που σας λείπει: Λογική και δίκιο... Είναι ανώφελο να σας παρακαλέσω να σκεφτείτε την Ισπανία... Τελείωσα.»
Ο Ουναμούνο κατέβηκε από το βάθρο ευθυτενής, όπως ήταν πάντα. Ο στρατηγός ούρλιαζε και οι φαλαγγίτες συνέλαβαν τον πρύτανη. Καθώς περνούσε ανάμεσα από τους καθηγητές και τους μαθητές του εκείνοι έκλαιγαν και έσκυβαν το κεφάλι προς ένδειξη σεβασμού. Τα χείλη τους ψιθύριζαν: «Άξιος» και «Δάσκαλε!».
Ο Ουναμούνο καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Λίγους μήνες μετά έσβησε...
«Πέθανε;» λέτε τότε εσείς στον Καζαντζάκη που σας διηγήθηκε την ιστορία.
«Δεν πεθαίνει το δίκιο», σας απαντάει αυτός και σας διώχνει για να συνεχίσει το δικό του αγώνα, να γράψει για κάποιον άλλο χορευτή της αθανασίας.
(Διαβάστε: Τα έργα του Ουναμούνο, δίνοντας προτεραιότητα στο «Τραγικό αίσθημα της ζωής».
Το «Ταξιδεύοντας: Ισπανία», του Καζαντζάκη όπου θα ανταμώσετε με τον Γκρέκο και τον Ουναμούνο.
Το «Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας», του Έριχ Φρομ, απ’ όπου ο Γελωτοποιός αντέγραψε την τελευταία ομιλία του Ουναμούνο.)
πηγη
Ο Ουναμούνο στον Καζαντζάκη
Φανταστείτε ότι βρίσκεστε στην εποχή του μεσοπολέμου -στα 1930, ας πούμε. Αφού περάσατε λίγους μποέμικους μήνες στο Παρίσι, παρέα με τους σουρεαλιστές στα στενά της Μονμάρτης, και ήπιατε μερικά ποτά με τον...
Τζόις, το Στραβίνσκι και τον Πικάσο, αποφασίζετε να ακολουθήσετε τον καλύτερο σας φίλο, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στην Ισπανία.
Ο Έρνεστ στη διαδρομή σας μιλάει για το «νέο μυθιστόρημα». Δωρικό, χωρίς επίθετα και καλλωπιστικά στοιχεία, στιβαρό κι απέριττο. Εσείς του λέτε ότι προτιμάτε την οργιώδη γραφή του Χένρι Μίλλερ, αλλά ο Γιάνκης φίλος σας στραβώνει τα μούτρα.
«Αυτό δεν είναι γραφή, είναι παραλήρημα», λέει περιφρονητικά.
Στη Μαδρίτη παρακολουθείτε με φρίκη μια ταυρομαχία. Ο Έρνεστ είναι ενθουσιασμένος με τους ταυρομάχους, αλλά εσείς δεν αντέχετε τις άνισες και άσκοπες μάχες. Τον αποχαιρετάτε, του λέτε ότι δε θα πάτε μαζί του στο Κιλιμάντζαρο, για σαφάρι, και περιπλανιέστε στην ενδοχώρα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Κάποια μέρα βρίσκεστε στη Σαλαμάνκα και κάθεστε να πιείτε λίγο αψέντι σε ένα καφέ. Βγάζετε από το σακίδιο σας τα Προσωκρατικά Θραύσματα, για να διαβάσετε κάτι από το «σκοτεινό» Ηράκλειτο. Πριν το ανοίξετε βλέπετε να σας πλησιάζουν ένας ξερακιανός και ευθυτενής γέροντας, με φροϋδικό μουσάκι, μαζί με έναν σαραντάρη, που με το φαρδύ του μέτωπο και το μουστάκι του σας θυμίζει αναμφίβολα τον Νίτσε.
Ο γέροντας αρχίζει να μιλάει αρχαία ελληνικά και κάθεται δίπλα σας. Καταλαβαίνετε ότι ξέρει απ’ έξω όλα τα θραύσματα του Ηράκλειτου. Σας συστήνεται. Λέγεται Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Επάγγελμα; Ουμανιστής. Και γελάει.
Ο άλλος είναι Έλληνας. Λέγεται Νίκος Καζαντζάκης και είναι συγγραφέας.
«Ίσως έχετε διαβάσει κάποιο γραπτό μου με τα ψευδώνυμα μου: Κάρμας Νιρβαμής ή Πέτρος Ψηλορείτης», σας λέει.
Υποκρίνεστε ότι τον έχετε ακουστά για να μην τον πικράνετε. Μετά τον Τζόις και το Χέμινγουεϊ, σας φαίνεται πολύ αστείος αυτός ο Έλληνας που θέλει να παριστάνει το συγγραφέα.
Ο Ουναμούνο σας μιλάει αρκετή ώρα για τον Ηράκλειτο. Κάποια στιγμή σηκώνεται για να πάει στην τουαλέτα.
«Μόλις γύρισε από την εξορία», σας λέει ο Καζαντζάκης.
«Εξορία; Για ποιο λόγο;» ρωτάτε.
«Έκανε δηλώσεις ενάντια στον Πρίμο ντε Ριβέρα.»
Ο συγγραφέας σας εξηγεί ότι ο Ριβέρα ήταν δικτάτορας της Ισπανίας μέχρι πρότινος. Και σας μιλάει για την επιστροφή του εξόριστου.
Ο Ουναμούνο ήταν καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και πρύτανης για δεκατρία χρόνια στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Οι αντιχουντικές δηλώσεις του χάρισαν έξι χρόνια εξορίας άνευ αποδοχών. Τη μέρα που γύρισε οι εναπομείναντες καθηγητές και οι φοιτητές που ζούσαν με το θρύλο του αδάμαστου φιλόσοφου, καθηγητή και συγγραφέα είχαν οργανώσει μια διόλου σεμνή γιορτή. Περίμεναν να ακούσουν έναν από τους φλογερούς του λόγους, κάτι σαν την επιστολή που τον έστειλε στον Ατλαντικό.
Εκείνος ανέβηκε στην εξέδρα και περίμενε υπομονετικά να σταματήσουν τα χειροκροτήματα, οι ζητωκραυγές και τα αντιφασιστικά συνθήματα. Μόλις έγινε ησυχία ήπιε λίγο νερό και ξεκίνησε λέγοντας:
«Ντεθίαμος αγέρ...» (Λέγαμε χθες...)
Και ξεκίνησε να μιλάει για τον Πλάτωνα και την αθανασία της ψυχής. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από την τελευταία του παράδοση. Σαν να μην είχε περάσει έξι χρόνια στην εξορία.
Ο Ουναμούνο γυρνάει από την τουαλέτα εκστασιασμένος.
«Το είδα πάλι», λέει πριν καν να κάτσει. «Ο Κιχώτης και ο Πάντσα, είναι παντού.»
Και σας διηγείται μια κωμική σκηνή που διαδραματίστηκε έξω από τις τουαλέτες, με δύο Ισπανούς που έμοιαζαν να είναι μετεμψύχωση των ηρώων του Θερβάντες.
Ο Καζαντζάκης σας αναφέρει ότι το βιβλίο του Ουναμούνο, «Η ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, κατά το Μιγκέλ Θερβάντες», θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Ισπανικής σκέψης.
Συνεχίζετε τη συζήτηση ώσπου κάποια στιγμή ο Ουναμούνο λέει, χωρίς να
αστειεύεται: «Μην ανησυχείτε, εγώ θα υπάρχω για πάντα.»
«Εννοείτε το έργο σας;» τον ρωτάτε.
«Όχι. Εγώ. Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ο Βάσκος γεννηθείς εν Μπιλμπάο, ο άνθρωπος με σάρκα και οστά.»
Από τη συζήτηση έχετε καταλάβει ότι ο Ουναμούνο δεν είναι φανατικός χριστιανός ούτε και βουδιστής. Πως θα υπάρχει για πάντα αν δεν πιστεύει στο θεό; Τον ρωτάτε.
«Θα υπάρχω επειδή το θέλω», σας απαντάει. «Η βούληση μου είναι ισχυρότερη από το θάνατο.»
Ο Ουναμούνο είναι σίγουρος γι’ αυτό που λέει. Ο Καζαντζάκης τον κοιτάζει με θαυμασμό. Εσείς βρίσκετε μια πρόφαση για να αποχωρήσετε.
Λίγα χρόνια μετά βρίσκεστε στην Αθήνα. Είναι τα χρόνια της Κατοχής. Την προηγούμενη μέρα ήταν η κηδεία του Παλαμά. Κλάψατε όταν μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες τραγουδήσατε τον Εθνικό Ύμνο πάνω από τον τάφο, ενώ σας σημάδευαν τα σαστισμένα πολυβόλα των ναζήδων. Μοιράζεστε ένα πιάτο φαΐ με το Σικελιανό όταν σας αναφέρει τον Καζαντζάκη . Βρίσκεται στην Αίγινα και παλεύει με τον Όμηρο.
«Δεν ήρθε ούτε στην κηδεία του Ποιητή», σας λέει με πίκρα ο Σικελιανός.
Αποφασίζετε να πάτε στην Αίγινα για να τον συναντήσετε. Εκείνος σας υποδέχεται ψυχρά. Τον διακόπτετε από το έργο του και δεν κρύβει τη δυσαρέσκεια του. Παρ’ όλ’ αυτά ζητάει από τη γυναίκα του, την Ελένη, να φτιάξει δυο καφέδες. Κάποια στιγμή τον ρωτάτε για τον Ουναμούνο. Ο Καζαντζάκης ανάβει την πίπα του και ο καπνός σκοτεινιάζει για λίγο τα μάτια του.
Στις αρχές του Ισπανικού Εμφυλίου ο Ουναμούνο ήταν πάλι πρύτανης στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Οι φαλαγγίτες του Φράνκο είχαν καταλάβει την πόλη και σύντομα θα καταστρέφανε όλη τη χώρα.
Ο εθνικιστής στρατηγός Millan Astray είχε αναγκάσει τους καθηγητές και τους φοιτητές να παρευρεθούν σε μια ομιλία του στο πανεπιστήμιο. Αγαπημένο σύνθημα του στρατηγού ήταν το «Viva la muerte» (Ζήτω ο θάνατος). Όταν τέλειωσε την ομιλία του οι φαλαγγίτες άρχισαν να φωνάζουν το προαναφερθέν σύνθημα, αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη είδαν τον Ουναμούνο να παίρνει τη θέση του στο βάθρο για να μιλήσει.
«Μόλις τώρα άκουσα», ξεκίνησε να λέει ο γερο-πρύτανης, «μια νεκρόφιλη και δίχως νόημα κραυγή. Ας το πούμε απερίφραστα: Ο στρατηγός είναι ανάπηρος πολέμου. Το ίδιο ήταν και ο Θερβάντες... Δυστυχώς σήμερα στην Ισπανία υπάρχουν πολλοί ανάπηροι. Και σύντομα θα υπάρξουν περισσότεροι... Ένας ανάπηρος, χωρίς την πνευματική μεγαλοσύνη του Θερβάντες, είναι σίγουρο πως θα προσπαθήσει να βρει κακόβουλη ανακούφιση, προκαλώντας παντού γύρω του την παραμόρφωση.»
Τότε ο στρατηγός και οι φαλαγγίτες άρχισαν να φωνάζουν: “Abajo la inteligencia” (Κάτω η διανόηση). Ο Ουναμούνο συνέχισε απτόητος:
«Εδώ είναι ναός του πνεύματος κι εγώ είμαι αρχιερέας του. Εσείς είσαστε αυτοί που βεβηλώνουν τον ιερό τόπο... Θα κερδίσετε, γιατί έχετε μεγάλη και απάνθρωπη δύναμη. Δε θα πείσετε όμως. Γιατί για να πείσετε χρειάζεστε πειθώ. Και για να έχετε πειθώ πρέπει να έχετε και κάτι άλλο, που σας λείπει: Λογική και δίκιο... Είναι ανώφελο να σας παρακαλέσω να σκεφτείτε την Ισπανία... Τελείωσα.»
Ο Ουναμούνο κατέβηκε από το βάθρο ευθυτενής, όπως ήταν πάντα. Ο στρατηγός ούρλιαζε και οι φαλαγγίτες συνέλαβαν τον πρύτανη. Καθώς περνούσε ανάμεσα από τους καθηγητές και τους μαθητές του εκείνοι έκλαιγαν και έσκυβαν το κεφάλι προς ένδειξη σεβασμού. Τα χείλη τους ψιθύριζαν: «Άξιος» και «Δάσκαλε!».
Ο Ουναμούνο καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Λίγους μήνες μετά έσβησε...
«Πέθανε;» λέτε τότε εσείς στον Καζαντζάκη που σας διηγήθηκε την ιστορία.
«Δεν πεθαίνει το δίκιο», σας απαντάει αυτός και σας διώχνει για να συνεχίσει το δικό του αγώνα, να γράψει για κάποιον άλλο χορευτή της αθανασίας.
(Διαβάστε: Τα έργα του Ουναμούνο, δίνοντας προτεραιότητα στο «Τραγικό αίσθημα της ζωής».
Το «Ταξιδεύοντας: Ισπανία», του Καζαντζάκη όπου θα ανταμώσετε με τον Γκρέκο και τον Ουναμούνο.
Το «Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας», του Έριχ Φρομ, απ’ όπου ο Γελωτοποιός αντέγραψε την τελευταία ομιλία του Ουναμούνο.)
πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου