Από τον Σπύρο Παπασπύρου
Όλα όσα συνέβησαν στην Κύπρο τον «Μαύρο Ιούλιο» του 1974, δεν ήταν απλά σκοτεινές συνωμοσίες και παρασκήνια και μάλιστα των τελευταίων ετών. Ήταν το τέλος (;) του χρονικού «ενός προαναγγελθέντος θανάτου», που άρχισε κάπου στις αρχές τις...
δεκαετίας του 1950. Όταν η Βρετανία, που κατείχε τότε την Κύπρο, «έβαλε στο παιγνίδι» και την Τουρκία. Τον μόνιμο «πειρατή» της περιοχής.
Οι ευθύνες της «επισήμου» Ελλάδος (των κυβερνήσεών της διαχρονικώς αλλά και μεμονωμένων πολιτικών ανδρών), όπως και των Κυπριακών κυβερνήσεων, για την εισβολή και την συνεχιζόμενη κατοχή είναι τεράστιες. Όσο και αν προσπαθούν να καλυφθούν πίσω από την πραξικοπηματική επιχείρηση ανατροπής του Μακαρίου από τον Ιωαννίδη, η οποία ήταν ΜΟΝΟ η αφορμή…. Δυστυχώς η πλευρά αυτή, η «συνωμοτική», μονοπωλεί συνήθως όσα γράφονται για τις (ηρωϊκές και συνάμα τραγικές για το Έθνος) ημέρες εκείνες.
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή. Αυτή της θυσίας των Αξιωματικών και Οπλιτών (Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων) που έπεσαν μαχόμενοι, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Η θυσία των οποίων, για άλλη μία φορά στην Ιστορία μας, ούτε δικαιώθηκε ούτε έγινε έστω σεβαστή από το επίσημο Ελληνικό Κράτος. Φανταστείτε ότι μόλις πριν ελάχιστα χρόνια, το Κράτος μας αναγνώρισε ότι το 1974 στην Κύπρο έγινε πόλεμος! Και αυτό, από μνησικακία κατά του Σώματος των Αξιωματικών. Για να μην τιμήσει αυτούς για τους οποίους έτρεφαν μίσος οι πολιτικοί. Και όταν απεφάσισε να αναγνωρίσει το γεγονός και να απονείμει «τιμητικές διακρίσεις» στους πολεμιστές της Κύπρου (ζώντες, φονευθέντες και αγνοουμένους), εξαίρεσε τους Αξιωματικούς. Με το πρόσχημα ότι υπηρέτησαν το Δικτατορικό Καθεστώς!
Θέλοντας να αποτίσω έναν ελαχιστότατο Φόρο Τιμής σ΄αυτούς τους Αξιωματικούς που δεν εφείσθησαν της ζωής τους και έπεσαν μαχόμενοι στον βωμό του καθήκοντος ή συλληφθέντες «αγνοούνται», θα αναφερθώ με λίγα λόγια σε τρεις, τους χαρακτηριστικότερους, από αυτούς, χωρίς επ΄ουδενί να έχω σκοπό να υποβαθμίσω την θυσία των υπολοίπων ηρώων.
Υποστράτηγος Τάσος Μάρκου: Ο Τάσος Μάρκου γεννήθηκε στο Παραλίμνι της Κύπρου, στις 18 Σεπτεμβρίου 1936. Τον Μάιο του 1955 και ενώ είχε αρχίσει ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου, ο Τάσος Μάρκου εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ.Α. και ρίχνεται με όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση και την Ένωση. Στις 18 Δεκεμβρίου 1955 η ομάδα του τραυματίζει σοβαρά, μετά από ενέδρα, δύο Άγγλους αξιωματικούς. Οι πληροφορίες των Άγγλων φέρουν τον Τάσο Μάρκου να εμπλέκεται στην ενέδρα και τον καταζητούν. Ο ίδιος όμως καταφέρνει μετά από αγωνιώδη προσπάθεια να διαφύγει και να φυγαδευτεί από την Οργάνωση, στις 5 Ιανουαρίου 1955, στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά, εισέρχεται στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Τον Νοέμβριο του 1958, εγκαταλείπει μυστικά την Σχολή και επιστρέφει στην Κύπρο. Συναντά τον επικεφαλής της ΠΕΚΑ Τάσσο Παπαδόπουλο (τον αείμνηστο μετέπειτα Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας) και αναλαμβάνει. με το ψευδώνυμο «Γκούρας», την διοίκηση του Τομέως της Κυθραίας. Τον Μάρτιο του 1959, ο Αγώνας τελειώνει και οι αντάρτες της ΕΟΚΑ κατεβαίνουν από τα βουνά. Ο Τάσος Μάρκου, επιστρέφει στην Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοιτά και, ως Ανθυπολοχαγός, τοποθετείται στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Το 1961, αποδέχεται πρόταση του Μακαρίου και κατατάσσεται στον νεοσυσταθέντα Κυπριακό Στρατό, με τον βαθμό του Λοχαγού. Λαμβάνει μέρος στις μάχες κατά την τουρκοκυπριακή ανταρσία, στις οποίες διακρίνεται τόσο για τον ηρωϊσμό του όσο και για τα ανθρωπιστικά του αισθήματα προς τους αμάχους Τουρκοκυπρίους.
Το 1971 προάγεται σε Ταγματάρχη και το 1973 τοποθετείται στο 12ο Τακτικό Συγκρότημα Κυθραίας. Στις 15 Ιουλίου 1974, όταν ξεκίνησε η επιχείρηση ανατροπής του Μακαρίου, ανέλαβε την άμυνα του Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου. Στις 20 Ιουλίου 1974, με την εκδήλωση της Τουρκικής εισβολής, με ελάχιστους Εφέδρους επιτίθεται και εξουδετερώνει τουρκικό θύλακα αλεξιπτωτιστών στο χωριό Χαμίτ Μάνδρες και στις 21 Ιουλίου ενισχύει με 100 άνδρες την άμυνα του Δικώμου. Την 23η Ιουλίου 1974, μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ανατίθεται στο Ταγματάρχη Τάσο Μάρκου η συγκρότηση της αμυντικής γραμμής από τη Μια Μηλιά προς τον Κουτσοβέντη. Από την 23η Ιουλίου μέχρι και τη 29η Ιουλίου 1974, συγκροτεί το 315 ΤΠ το οποίο απαρτίζεται από εφέδρους και στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες και κατασκευάζει οχυρωματικά έργα και ναρκοθετεί τη περιοχή. Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1974, με τον «Αττίλα 2», το Τάγμα του Τάσου Μάρκου δέχεται ανελέητο βομβαρδισμό από τη τουρκική αεροπορία. Η μάχη ήταν άνιση αλλά ο ήρωας Ταγματάρχης και οι άνδρες του αμύνονταν με πείσμα και ανδρεία του πατρίου εδάφους. Η άμυνα διασπάται από τα τουρκικά άρματα μάχης. Ο Tαγματάρχης Μάρκου, αφού εξασφάλισε την ομαλή αναδίπλωση των ανδρών του για να μην αποκοπούν, κατευθύνεται με δύο μόνο άνδρες προς την Κυθραία. Η τελευταία του επαφή μέσω ασυρμάτου με τον Διοικητή του, ήταν το απόγευμα της 15ης Αυγούστου. Έκτοτε αγνοείται. Αποτελεί σήμερα την ηρωϊκότερη μορφή μεταξύ των Ελλήνων Κυπρίων Αξιωματικών. Του απενεμήθη ο βαθμός του Υποστρατήγου και το όνομά του δόθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς.
Ταγματάρχης Γεώργιος Κατσάνης: Γεννημένος το 1934 στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, ο Κατσάνης εντάχθηκε στο τμήμα στίβου του «ΗΡΑΚΛΗ» το 1948. Το καλό του αγώνισμα ήταν τα 100 μέτρα αλλά διακρινόταν τόσο στα 200 μέτρα όσο και στο άλμα εις μήκος. Η ταχύτητα και η αλτικότητά του τον βοήθησαν στη νέα καριέρα που άρχισε στα 18 του, όταν εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων και κατετάγη στους Καταδρομείς. Το 1973, Ταγματάρχης πια, έλαβε μετάθεση στην Κύπρο και τοποθετήθηκε Διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς, με έδρα το Μπελλαπάις. Στις 20 Ιουλίου 1974 η 33 ΜΚ βρίσκεται στην Λευκωσία. Λαμβάνει διαταγή να κινηθεί αμέσως προς την περιοχή της Κυρήνειας. Καθ΄οδόν, η φάλαγγα προσβάλλεται από αέρος, με αρκετούς τραυματίες και σχεδόν το σύνολο των οχημάτων κατεστραμμένο. Παρ΄όλα αυτά η Μοίρα συνεχίζει πεζή, επιτίθεται κατά των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων, τους απωθεί και εκκαθαρίζει την περιοχή έως τις παρυφές του Αγίου Ιλαρίωνος. Στις 21 Ιουλίου, η Μοίρα προσπαθεί με επιθετικές ενέργειες, να καταλάβει την οχυρή περιοχή του Αγίου Ιλαρίωνος, ενώ οι Τούρκοι έχουν ενισχυθεί με νέους αλεξιπτωτιστές και εφόδια. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται αλλά αποκρούονται σθεναρώς. Κάποια στιγμή, ο Κατσάνης με μια διμοιρία επεχείρησε να επιτεθεί σε μια ομάδα Τούρκων, που είχαν διεισδύσει στην περιοχή. Κινούμενος όρθιος με το όπλο στο χέρι, εβλήθη κι έπεσε στο έδαφος. Στην συνέχεια «γαζώθηκε» από ριπές των Τούρκων. Οι Καταδρομείς του έδωσαν ομηρικές μάχες για να πάρουν το νεκρό του σώμα αλλά δεν τα κατάφεραν. Έμεινε για πάντα φρουρός του Πενταδάκτυλου. Ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στον ηρωϊσμό που επέδειξε ο παλιός αθλητής του, ο οποίος δεν δίστασε να δώσει τη ζωή του για τα ιδανικά της Πατρίδος, ο «ΗΡΑΚΛΗΣ» χάρισε το όνομά του στο κλειστό γυμναστήριο το οποίο χρησιμοποιεί ως έδρα η ομάδα του βόλεϊ.
Ταγματάρχης Σωτήριος Σταυριανάκος: Γεννήθηκε την 11η Ιανουαρίου του 1941 στο Σκουτάρι της Ανατολικής Μάνης. Κατετάγη στη Σχολή Ευελπίδων την 30η Σεπτεμβρίου του 1961 και αποφοίτησε στις 27 Ιουλίου 1965 ως Ανθυπολοχαγός Μηχανικού. Στις 16 Αυγούστου 1972, με τον βαθμό του Λοχαγού, τοποθετείται στην ΕΛΔΥΚ ως Διμοιρίτης της Διμοιρίας Μηχανικού. 16 Αυγούστου 1974, «ΑΤΙΛΑΣ 2». Ο Λοχαγός Σταυριανάκος με 30 στρατιώτες του, υπερασπίζουν το Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, που τότε βρισκόταν κοντά στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Οι τουρκικές επιθέσεις κατά του στρατοπέδου, ήσαν συνεχείς και σφοδρές αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ένας από αυτούς, ο Λοχίας Πλέσσας Διονύσιος, βλέποντας τις συνεχείς επιθέσεις του τουρκικού στρατού και τη συντριπτική υπεροχή των Τούρκων σε άρματα και πολυάριθμο πεζικό, απευθύνεται στο Λοχαγό του και έχει τη παρακάτω στιχομυθία (αφήγηση του ιδίου του Λοχία):
«Δε μου λες, κύριε Λοχαγέ εμείς εδώ οι λίγοι, τι κάνουμε; Τι παριστάνουμε; Τους 300 του Λεωνίδα; Γιατί όσο και να αντέξουμε, όσο και να κρατήσουμε, σε κάποια στιγμή θα πέσουμε».
Και αυτός του απάντησε:
«Άκουσε να σου πω Λοχία. Είμαστε Έλληνες Στρατιώτες, εδώ είναι Ελλάδα και είμαστε υποχρεωμένοι να πέσουμε μέχρι ενός. Τα άρματα θα περάσουν από πάνω μας».
Λίγο αργότερα, ο Σταυριανάκος σηκώνεται από την θέση μάχης του και κρατώντας το ατομικό του όπλο, επιτίθεται σε τουρκικό άρμα, το οποίο εισήλθε στην περίβολο, για να εξουδετερώσει τον πολυβολητή του. Όμως ένα βλήμα του άρματος, από κοντινή απόσταση, τον ρίχνει νεκρό. Οι στρατιώτες του καταφέρνουν μαχόμενοι να πάρουν το σώμα του. Ο Ταγματάρχης (μετά θάνατον) Σωτήρης Σταυριανάκος αναπαύεται από τότε στον «Τύμβο της Μακεδονίτισσας». Το όνομά του, δόθηκε στο σημερινό Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.
Αυτούς και άλλους πολλούς, θα είχε στο νου του ο Κωνσταντίνος Καβάφης, όταν έγραφε αυτούς τους στίχους:
Όλα όσα συνέβησαν στην Κύπρο τον «Μαύρο Ιούλιο» του 1974, δεν ήταν απλά σκοτεινές συνωμοσίες και παρασκήνια και μάλιστα των τελευταίων ετών. Ήταν το τέλος (;) του χρονικού «ενός προαναγγελθέντος θανάτου», που άρχισε κάπου στις αρχές τις...
δεκαετίας του 1950. Όταν η Βρετανία, που κατείχε τότε την Κύπρο, «έβαλε στο παιγνίδι» και την Τουρκία. Τον μόνιμο «πειρατή» της περιοχής.
Οι ευθύνες της «επισήμου» Ελλάδος (των κυβερνήσεών της διαχρονικώς αλλά και μεμονωμένων πολιτικών ανδρών), όπως και των Κυπριακών κυβερνήσεων, για την εισβολή και την συνεχιζόμενη κατοχή είναι τεράστιες. Όσο και αν προσπαθούν να καλυφθούν πίσω από την πραξικοπηματική επιχείρηση ανατροπής του Μακαρίου από τον Ιωαννίδη, η οποία ήταν ΜΟΝΟ η αφορμή…. Δυστυχώς η πλευρά αυτή, η «συνωμοτική», μονοπωλεί συνήθως όσα γράφονται για τις (ηρωϊκές και συνάμα τραγικές για το Έθνος) ημέρες εκείνες.
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή. Αυτή της θυσίας των Αξιωματικών και Οπλιτών (Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων) που έπεσαν μαχόμενοι, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Η θυσία των οποίων, για άλλη μία φορά στην Ιστορία μας, ούτε δικαιώθηκε ούτε έγινε έστω σεβαστή από το επίσημο Ελληνικό Κράτος. Φανταστείτε ότι μόλις πριν ελάχιστα χρόνια, το Κράτος μας αναγνώρισε ότι το 1974 στην Κύπρο έγινε πόλεμος! Και αυτό, από μνησικακία κατά του Σώματος των Αξιωματικών. Για να μην τιμήσει αυτούς για τους οποίους έτρεφαν μίσος οι πολιτικοί. Και όταν απεφάσισε να αναγνωρίσει το γεγονός και να απονείμει «τιμητικές διακρίσεις» στους πολεμιστές της Κύπρου (ζώντες, φονευθέντες και αγνοουμένους), εξαίρεσε τους Αξιωματικούς. Με το πρόσχημα ότι υπηρέτησαν το Δικτατορικό Καθεστώς!
Θέλοντας να αποτίσω έναν ελαχιστότατο Φόρο Τιμής σ΄αυτούς τους Αξιωματικούς που δεν εφείσθησαν της ζωής τους και έπεσαν μαχόμενοι στον βωμό του καθήκοντος ή συλληφθέντες «αγνοούνται», θα αναφερθώ με λίγα λόγια σε τρεις, τους χαρακτηριστικότερους, από αυτούς, χωρίς επ΄ουδενί να έχω σκοπό να υποβαθμίσω την θυσία των υπολοίπων ηρώων.
Υποστράτηγος Τάσος Μάρκου: Ο Τάσος Μάρκου γεννήθηκε στο Παραλίμνι της Κύπρου, στις 18 Σεπτεμβρίου 1936. Τον Μάιο του 1955 και ενώ είχε αρχίσει ο απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου, ο Τάσος Μάρκου εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ.Α. και ρίχνεται με όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση και την Ένωση. Στις 18 Δεκεμβρίου 1955 η ομάδα του τραυματίζει σοβαρά, μετά από ενέδρα, δύο Άγγλους αξιωματικούς. Οι πληροφορίες των Άγγλων φέρουν τον Τάσο Μάρκου να εμπλέκεται στην ενέδρα και τον καταζητούν. Ο ίδιος όμως καταφέρνει μετά από αγωνιώδη προσπάθεια να διαφύγει και να φυγαδευτεί από την Οργάνωση, στις 5 Ιανουαρίου 1955, στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά, εισέρχεται στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Τον Νοέμβριο του 1958, εγκαταλείπει μυστικά την Σχολή και επιστρέφει στην Κύπρο. Συναντά τον επικεφαλής της ΠΕΚΑ Τάσσο Παπαδόπουλο (τον αείμνηστο μετέπειτα Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας) και αναλαμβάνει. με το ψευδώνυμο «Γκούρας», την διοίκηση του Τομέως της Κυθραίας. Τον Μάρτιο του 1959, ο Αγώνας τελειώνει και οι αντάρτες της ΕΟΚΑ κατεβαίνουν από τα βουνά. Ο Τάσος Μάρκου, επιστρέφει στην Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοιτά και, ως Ανθυπολοχαγός, τοποθετείται στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Το 1961, αποδέχεται πρόταση του Μακαρίου και κατατάσσεται στον νεοσυσταθέντα Κυπριακό Στρατό, με τον βαθμό του Λοχαγού. Λαμβάνει μέρος στις μάχες κατά την τουρκοκυπριακή ανταρσία, στις οποίες διακρίνεται τόσο για τον ηρωϊσμό του όσο και για τα ανθρωπιστικά του αισθήματα προς τους αμάχους Τουρκοκυπρίους.
Το 1971 προάγεται σε Ταγματάρχη και το 1973 τοποθετείται στο 12ο Τακτικό Συγκρότημα Κυθραίας. Στις 15 Ιουλίου 1974, όταν ξεκίνησε η επιχείρηση ανατροπής του Μακαρίου, ανέλαβε την άμυνα του Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου. Στις 20 Ιουλίου 1974, με την εκδήλωση της Τουρκικής εισβολής, με ελάχιστους Εφέδρους επιτίθεται και εξουδετερώνει τουρκικό θύλακα αλεξιπτωτιστών στο χωριό Χαμίτ Μάνδρες και στις 21 Ιουλίου ενισχύει με 100 άνδρες την άμυνα του Δικώμου. Την 23η Ιουλίου 1974, μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ανατίθεται στο Ταγματάρχη Τάσο Μάρκου η συγκρότηση της αμυντικής γραμμής από τη Μια Μηλιά προς τον Κουτσοβέντη. Από την 23η Ιουλίου μέχρι και τη 29η Ιουλίου 1974, συγκροτεί το 315 ΤΠ το οποίο απαρτίζεται από εφέδρους και στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες και κατασκευάζει οχυρωματικά έργα και ναρκοθετεί τη περιοχή. Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 1974, με τον «Αττίλα 2», το Τάγμα του Τάσου Μάρκου δέχεται ανελέητο βομβαρδισμό από τη τουρκική αεροπορία. Η μάχη ήταν άνιση αλλά ο ήρωας Ταγματάρχης και οι άνδρες του αμύνονταν με πείσμα και ανδρεία του πατρίου εδάφους. Η άμυνα διασπάται από τα τουρκικά άρματα μάχης. Ο Tαγματάρχης Μάρκου, αφού εξασφάλισε την ομαλή αναδίπλωση των ανδρών του για να μην αποκοπούν, κατευθύνεται με δύο μόνο άνδρες προς την Κυθραία. Η τελευταία του επαφή μέσω ασυρμάτου με τον Διοικητή του, ήταν το απόγευμα της 15ης Αυγούστου. Έκτοτε αγνοείται. Αποτελεί σήμερα την ηρωϊκότερη μορφή μεταξύ των Ελλήνων Κυπρίων Αξιωματικών. Του απενεμήθη ο βαθμός του Υποστρατήγου και το όνομά του δόθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς.
Ταγματάρχης Γεώργιος Κατσάνης: Γεννημένος το 1934 στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, ο Κατσάνης εντάχθηκε στο τμήμα στίβου του «ΗΡΑΚΛΗ» το 1948. Το καλό του αγώνισμα ήταν τα 100 μέτρα αλλά διακρινόταν τόσο στα 200 μέτρα όσο και στο άλμα εις μήκος. Η ταχύτητα και η αλτικότητά του τον βοήθησαν στη νέα καριέρα που άρχισε στα 18 του, όταν εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων και κατετάγη στους Καταδρομείς. Το 1973, Ταγματάρχης πια, έλαβε μετάθεση στην Κύπρο και τοποθετήθηκε Διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς, με έδρα το Μπελλαπάις. Στις 20 Ιουλίου 1974 η 33 ΜΚ βρίσκεται στην Λευκωσία. Λαμβάνει διαταγή να κινηθεί αμέσως προς την περιοχή της Κυρήνειας. Καθ΄οδόν, η φάλαγγα προσβάλλεται από αέρος, με αρκετούς τραυματίες και σχεδόν το σύνολο των οχημάτων κατεστραμμένο. Παρ΄όλα αυτά η Μοίρα συνεχίζει πεζή, επιτίθεται κατά των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων, τους απωθεί και εκκαθαρίζει την περιοχή έως τις παρυφές του Αγίου Ιλαρίωνος. Στις 21 Ιουλίου, η Μοίρα προσπαθεί με επιθετικές ενέργειες, να καταλάβει την οχυρή περιοχή του Αγίου Ιλαρίωνος, ενώ οι Τούρκοι έχουν ενισχυθεί με νέους αλεξιπτωτιστές και εφόδια. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται αλλά αποκρούονται σθεναρώς. Κάποια στιγμή, ο Κατσάνης με μια διμοιρία επεχείρησε να επιτεθεί σε μια ομάδα Τούρκων, που είχαν διεισδύσει στην περιοχή. Κινούμενος όρθιος με το όπλο στο χέρι, εβλήθη κι έπεσε στο έδαφος. Στην συνέχεια «γαζώθηκε» από ριπές των Τούρκων. Οι Καταδρομείς του έδωσαν ομηρικές μάχες για να πάρουν το νεκρό του σώμα αλλά δεν τα κατάφεραν. Έμεινε για πάντα φρουρός του Πενταδάκτυλου. Ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στον ηρωϊσμό που επέδειξε ο παλιός αθλητής του, ο οποίος δεν δίστασε να δώσει τη ζωή του για τα ιδανικά της Πατρίδος, ο «ΗΡΑΚΛΗΣ» χάρισε το όνομά του στο κλειστό γυμναστήριο το οποίο χρησιμοποιεί ως έδρα η ομάδα του βόλεϊ.
Ταγματάρχης Σωτήριος Σταυριανάκος: Γεννήθηκε την 11η Ιανουαρίου του 1941 στο Σκουτάρι της Ανατολικής Μάνης. Κατετάγη στη Σχολή Ευελπίδων την 30η Σεπτεμβρίου του 1961 και αποφοίτησε στις 27 Ιουλίου 1965 ως Ανθυπολοχαγός Μηχανικού. Στις 16 Αυγούστου 1972, με τον βαθμό του Λοχαγού, τοποθετείται στην ΕΛΔΥΚ ως Διμοιρίτης της Διμοιρίας Μηχανικού. 16 Αυγούστου 1974, «ΑΤΙΛΑΣ 2». Ο Λοχαγός Σταυριανάκος με 30 στρατιώτες του, υπερασπίζουν το Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, που τότε βρισκόταν κοντά στο Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Οι τουρκικές επιθέσεις κατά του στρατοπέδου, ήσαν συνεχείς και σφοδρές αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ένας από αυτούς, ο Λοχίας Πλέσσας Διονύσιος, βλέποντας τις συνεχείς επιθέσεις του τουρκικού στρατού και τη συντριπτική υπεροχή των Τούρκων σε άρματα και πολυάριθμο πεζικό, απευθύνεται στο Λοχαγό του και έχει τη παρακάτω στιχομυθία (αφήγηση του ιδίου του Λοχία):
«Δε μου λες, κύριε Λοχαγέ εμείς εδώ οι λίγοι, τι κάνουμε; Τι παριστάνουμε; Τους 300 του Λεωνίδα; Γιατί όσο και να αντέξουμε, όσο και να κρατήσουμε, σε κάποια στιγμή θα πέσουμε».
Και αυτός του απάντησε:
«Άκουσε να σου πω Λοχία. Είμαστε Έλληνες Στρατιώτες, εδώ είναι Ελλάδα και είμαστε υποχρεωμένοι να πέσουμε μέχρι ενός. Τα άρματα θα περάσουν από πάνω μας».
Λίγο αργότερα, ο Σταυριανάκος σηκώνεται από την θέση μάχης του και κρατώντας το ατομικό του όπλο, επιτίθεται σε τουρκικό άρμα, το οποίο εισήλθε στην περίβολο, για να εξουδετερώσει τον πολυβολητή του. Όμως ένα βλήμα του άρματος, από κοντινή απόσταση, τον ρίχνει νεκρό. Οι στρατιώτες του καταφέρνουν μαχόμενοι να πάρουν το σώμα του. Ο Ταγματάρχης (μετά θάνατον) Σωτήρης Σταυριανάκος αναπαύεται από τότε στον «Τύμβο της Μακεδονίτισσας». Το όνομά του, δόθηκε στο σημερινό Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.
Αυτούς και άλλους πολλούς, θα είχε στο νου του ο Κωνσταντίνος Καβάφης, όταν έγραφε αυτούς τους στίχους:
«Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες,
δίκαιοι κ’ ίσιοι, σ ‘ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία,
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες, όσο μπορούνε,
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους,
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει,
όταν προβλέπουν ( και πολλοί προβλέπουν )
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
Κι’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε …»
ώρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες,
δίκαιοι κ’ ίσιοι, σ ‘ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία,
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες, όσο μπορούνε,
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους,
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει,
όταν προβλέπουν ( και πολλοί προβλέπουν )
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
Κι’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε …»
ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΗΡΩΕΣ, ΓΝΗΣΙΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ ,ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΤΑΓΜΕΝΟΙ ΝΑ ΦΥΛΑΤΟΥΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΧΡΕΙΑΣΘΕΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΤΟΥΝ
ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΠΛΕΟΝ ΠΟΛΛΟΊ ,ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑ ΞΕΝΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΓΝΩΣΤΟΣ ,ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΟΣΟΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΜΠΟΔΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΓΙ ΑΥΤΗΝ ΑΝ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ