Στη μελέτη των P. Cook και Y. Uchida: “Privatization and Economic Growth in Developing Countries” (Journal of Development Studies, Vol. 39, No 6, 2003, 121-154), αξιοποιούνται στοιχεία από 63 χώρες, για την περίοδο 1988-1997, ώστε να διερευνηθεί το κατά πόσο η...
πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων ευνοεί την ανάπτυξη. Επιπλέον, στη μελέτη των ίδιων “The Performance of Privatized Enterprises in Developing Countries” (Journal of Developing Studies, Vol. 44, No. 9, 2009, 1342-1353), εξετάζεται το κατά πόσο οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας αύξησαν την απόδοσή τους.
Αντίθετα από τον αστικό μύθο που θεωρεί δεδομένη την σχέση ιδιωτικοποιήσεων και ανάπτυξης, οι δύο συγγραφείς, στην πρώτη μελέτη τους, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν οδηγούν σε αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, ενώ στην δεύτερη, καταρρίπτοντας τον μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν αποτελεσματικότερα από τις κρατικές, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας απέτυχαν να αυξήσουν την απόδοσή τους. Στα ίδια συμπεράσματα, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων και ειδικότερα στην μελέτη της περίπτωσης των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων της Βρετανίας κατά την περίοδο της Thatcher, καταλήγει και η μελέτη J.A. Cay-D. J. Thompson “Privatization: A Policy in Search of a Rationale” (The Economic Journal, Vol. 76, No. 381, 1986, 19-32).
Αναφορικά με την παραγωγικότητα της εργασίας, η μελέτη των Brown, W. και Walsh, J. ‘Pay determination in Britain in the 1980s: the anatomy of decentralization’, (Oxford Review of Economic Policy 7, 1, 1991, 44-59), που συγκρίνει την παραγωγικότητα, πριν και μετά τις ιδιωτικοποιήσεις, αποδεικνύει ότι δεν συντελέστηκε ουδεμία αύξηση της παραγωγικότητας, παρά την απορρύθμιση και τον ενταφιασμό των εργασιακών δικαιωμάτων. Η χαμηλή παραγωγικότητα, αντίθετα, αποτελεί πλέον δομικό στοιχείο της βρετανικής οικονομίας.
Τα μακρο-οικονομικά αποτελέσματα της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Βρετανία, εκτός από την χαμηλή παραγωγικότητα, είναι η στασιμότητα του ρυθμού ανάπτυξης, που κινήθηκε στον μέσο κοινοτικό όρο, ο τριπλασιασμός της ανεργίας, η αύξηση των δημοσίων δαπανών λόγω της παρατεταμένης ύφεσης και της αύξησης των επιδομάτων, η εκτεταμένη αποβιομηχάνιση της χώρας και η διόγκωση του ελλείμματος.
Αναφορικά με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα, η μελέτη του J. Johnson. “The Economy under Mrs. Thatcher 1977-90”, (Penguin 1991), αποδεικνύει ότι το έλλειμμα, σε σχέση με τις δανειακές ανάγκες του δημοσίου, υπερδιπλασιάστηκε. Παρά το γεγονός ότι η εισροή κεφαλαίων από τις ιδιωτικοποιήσεις δημιούργησε μια πρόσκαιρη πλασματική εικόνα πλεονάσματος, και ο κρατικός προϋπολογισμός ελαφρύνθηκε από την μη καταβολή κονδυλίων για την επιχορήγηση των ελλειμματικών δημόσιων επιχειρήσεων, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα υπήρξαν καταστροφικά. Αυτό ήταν αποτέλεσμα, τόσο της απώλειας εσόδων από τις επικερδείς δημόσιες επιχειρήσεις, όσο και από τη μείωση εσόδων λόγω της χαμηλής κατανάλωσης, με την ταυτόχρονη αύξηση των επιδομάτων ανεργίας.
Αναφορικά με την διαχείριση των επιχειρήσεων και την αποτελεσματικότητα, οι προαναφερθείσες μελέτες και ένα πλήθος μελετών επιπλέον, καταρρίπτουν τους σχετικούς μύθους που προκρίνουν το γεγονός ότι η διαχείριση είναι πιο αποτελεσματική όταν είναι ιδιωτική, όπως και ότι η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών είναι βέλτιστη υπό ιδιωτικό καθεστώς. Αντίθετα, η διαχείριση εμφανίζει τα ίδια προβλήματα, ενώ οι προσφερόμενες υπηρεσίες είναι υποβαθμισμένες, λόγω του ότι ο ιδιώτης επιχειρηματίας αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να εγκλωβίσει επενδυτικά κεφάλαια στις επιχειρήσεις του. Τόσο η αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, όσο και η παραγωγική αποτελεσματικότητα, αποτελούν μύθο, αφού η αποτελεσματικότητα γενικά είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και όχι αποκλειστικά του ιδιοκτησιακού καθεστώτος (Kay-Thompson). Παράλληλα, η εξάλειψη της διαφθοράς υπό ιδιωτικό καθεστώς, είναι ένας άλλος μύθος, αφού η διαφθορά όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά αυξάνεται.
Ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, μια σκοτεινή υπόθεση.
Σε κείμενο συμβούλου του Ομίλου Eurobank EFG και καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιά στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής, διαβάζουμε: «Έτσι, οι ιδιωτικοποιήσεις: 1) Έχουν θετική επίπτωση στη συνολική εθνική παραγωγή και τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, κυρίως όταν συνοδεύονται από ευρύτατες συμπληρωματικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ο θεσμικός εκσυγχρονισμός, η ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών και η μείωση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους στην οικονομία. 2) Τείνουν να βελτιώνουν τη συνολική παραγωγικότητα της επιχείρησης. Ιδιαίτερα η βελτίωση φαίνεται να είναι μεγαλύτερη όταν οι μέτοχοι είναι ξένοι και λίγοι, παρά όταν είναι εγχώριοι και πολυάριθμοι. 3) Τείνουν να βελτιώνουν τα έσοδα και την κερδοφορία της επιχείρησης, ενώ τα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση είναι μικρότερα, αλλά θετικά».
Αυτές οι τρείς θέσεις, τις οποίες ασπάζεται η νεοφιλελεύθερη ελίτ στην Ελλάδα, αναμφισβήτητα, δεν συνάδουν με τα αποτελέσματα των έγκυρων ακαδημαϊκών μελετών. Πάραυτα, εμφανίζονται ως θέσφατα, δυνάμει του ότι εκστομίζονται από επαΐοντες τεχνοκράτες, η θέση των οποίων τους επιτρέπει να λειτουργούν ιδεολογικά, με τον πειστικό μανδύα της αντικειμενικότητας.
Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, ξεκινώντας από το 1990, από το Μητσοτάκη έως τον Σημίτη και τον ΓΑΠ, έχουν αποφέρει το συνολικό ποσό των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς βέβαια να προσθέσουν τίποτα στην ανάπτυξη. Αντίθετα, και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δημιούργησαν μονοπώλια και ολιγοπώλια, φαίνεται ότι λειτούργησαν ανασχετικά για την όποια ανάπτυξη. Η έλλειψη ερευνών για τη σχέση ιδιωτικοποιήσεων και ανάπτυξης στην Ελλάδα, δεν ακυρώνει το προφανές, ότι και εδώ, διαπιστώνονται τα ίδια αποτελέσματα. Οι ιδιωτικοποιήσεις συνέτειναν στην αποανάπτυξη της χώρας, στην αύξηση του ελλείμματος και του χρέους, στις μισθολογικές μειώσεις, στην αύξηση της ανεργίας και την παγίωση της ευέλικτης εργασίας. Αν μάλιστα εφαρμοσθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δις. ευρώ που προβλέπει το εγκεκριμένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο της τρόικα, σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης των επιχειρήσεων του δημοσίου, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα πέσουν δραματικά, ώστε η ύφεση θα προκαλέσει ολοσχερή ανθρωπιστική κρίση.
Η περίπτωση της Ολυμπιακής είναι χαρακτηριστική. Η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού και των ασφαλιστικών ταμείων για την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής έχει κινηθεί στα 2 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται το πολλαπλασιαστικό κόστος στα έσοδα από τον τουρισμό, που προήλθε από την μείωση και κατάργηση διεθνών προορισμών, ενώ οι δημοσιονομικές συνέπειες για το μέλλον είναι ακόμα μεγαλύτερες.
Η λογική των εκποιητών του δημοσίου είναι σχετικά απλή. Ο διορισμός κομματικών διοικήσεων απαξιώνει μια εταιρία του δημοσίου μέσω της λαφυραγώγησής της, και μετά, οι ίδιοι που απαξίωσαν την εταιρία, ισχυρίζονται ότι το δημόσιο είναι ανίκανο για τη διαχείρισή της. Αυτή η πατέντα, ώστε να ενοχοποιείται η αφηρημένη έννοια του δημοσίου, μέσω της αποπρωσοποποίησης των ευθυνών της κλεπτοκρατικής κομματοκρατίας, αποτελεί και τον κύριο μηχανισμό δημιουργίας συναίνεσης στο ξεπούλημα της χώρας. Η περίπτωση του ΟΤΕ είναι ανάλογη, ενώ η περίπτωση του ΟΣΕ, είναι κραυγαλέα ως προς το θράσος με το οποίο υποτιμάται η κοινή νοημοσύνη. Αντί να καταστρωθεί ένα σχέδιο ανασυγκρότησης του οργανισμού και απόδοσης ευθυνών στις διοικήσεις, προβάλλεται το λαϊκιστικό επιχείρημα της επιβάρυνσης του έλληνα πολίτη. Και ενώ αυτά τα ελλείμματα ισοσκελίζονται από τα κέρδη του ΟΠΑΠ, έχουν την πρόθεση να ξεπουλήσουν και τους δύο οργανισμούς..
Αναμφισβήτητα, το ενδιαφέρον των δανειστών για τις ιδιωτικοποιήσεις σχετίζεται με το ότι οι εργολάβοι των ιδιωτικοποιήσεων, έχουν να βγάλουν τεράστια κέρδη από το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, με εταιρίες όπως το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων, και η ΚΑΠΠΑ, στα πρότυπα της Τρόιχαντ, αφού «το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι αυτή την περίοδο το μεγαλύτερο στον κόσμο». Επιπλέον όμως, η ιδιωτικοποίηση του δημοσίου, εκτός από την οικονομική διάσταση, που ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο κερδοφορίας σε συνθήκες παγκόσμιας ύφεσης, έχει και συμβολική σημασία. Η εκποίηση της χώρας, θα επισφραγίσει την ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου λόγου στην Ελλάδα.
Ένα είναι σίγουρο, το κατά συνθήκη κλεπτοκρατικό πολιτικό σύστημα, θεωρεί ιδιοκτησία του τη δημόσια σφαίρα και προτίθεται να την ξεπουλήσει. Οι εκπρόσωποι της συγκυβέρνησης-που αποκαλύπτεται ως «Εταιρία Εκποιήσης του Έθνους»-, ισχυρίζονται μάλιστα, ότι δεν έχει σημασία αν οι κρατικές επιχειρήσεις θα ξεπουληθούν σε τιμές ευκαιρίας, κατά πολύ κατώτερες από την αξία τους, αρκεί να δοθεί ένα μήνυμα υπακοής στους δανειστές. Η λεγόμενη μάλιστα «εσωτερική υποτίμηση», δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εφεύρημα ώστε να υποτιμηθεί η αξία της δημόσιας περιουσίας, με αποτέλεσμα η «συμμορία του ευρώ», να την αγοράσει με ψίχουλα.
Αν δεν τους σταματήσουμε, είναι ικανοί να ξεπουλήσουν σε πακέτο τον ίδιο το θεσμό της «ελληνικής δημοκρατίας». Κράτος, έθνος, χώρα, κοινωνία, γλώσσα και ιστορία.
Σουλτάνης Γρ.
πηγη
πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων ευνοεί την ανάπτυξη. Επιπλέον, στη μελέτη των ίδιων “The Performance of Privatized Enterprises in Developing Countries” (Journal of Developing Studies, Vol. 44, No. 9, 2009, 1342-1353), εξετάζεται το κατά πόσο οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας αύξησαν την απόδοσή τους.
Αντίθετα από τον αστικό μύθο που θεωρεί δεδομένη την σχέση ιδιωτικοποιήσεων και ανάπτυξης, οι δύο συγγραφείς, στην πρώτη μελέτη τους, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν οδηγούν σε αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, ενώ στην δεύτερη, καταρρίπτοντας τον μύθο, σύμφωνα με τον οποίο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν αποτελεσματικότερα από τις κρατικές, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας απέτυχαν να αυξήσουν την απόδοσή τους. Στα ίδια συμπεράσματα, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων και ειδικότερα στην μελέτη της περίπτωσης των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων της Βρετανίας κατά την περίοδο της Thatcher, καταλήγει και η μελέτη J.A. Cay-D. J. Thompson “Privatization: A Policy in Search of a Rationale” (The Economic Journal, Vol. 76, No. 381, 1986, 19-32).
Αναφορικά με την παραγωγικότητα της εργασίας, η μελέτη των Brown, W. και Walsh, J. ‘Pay determination in Britain in the 1980s: the anatomy of decentralization’, (Oxford Review of Economic Policy 7, 1, 1991, 44-59), που συγκρίνει την παραγωγικότητα, πριν και μετά τις ιδιωτικοποιήσεις, αποδεικνύει ότι δεν συντελέστηκε ουδεμία αύξηση της παραγωγικότητας, παρά την απορρύθμιση και τον ενταφιασμό των εργασιακών δικαιωμάτων. Η χαμηλή παραγωγικότητα, αντίθετα, αποτελεί πλέον δομικό στοιχείο της βρετανικής οικονομίας.
Τα μακρο-οικονομικά αποτελέσματα της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Βρετανία, εκτός από την χαμηλή παραγωγικότητα, είναι η στασιμότητα του ρυθμού ανάπτυξης, που κινήθηκε στον μέσο κοινοτικό όρο, ο τριπλασιασμός της ανεργίας, η αύξηση των δημοσίων δαπανών λόγω της παρατεταμένης ύφεσης και της αύξησης των επιδομάτων, η εκτεταμένη αποβιομηχάνιση της χώρας και η διόγκωση του ελλείμματος.
Αναφορικά με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα, η μελέτη του J. Johnson. “The Economy under Mrs. Thatcher 1977-90”, (Penguin 1991), αποδεικνύει ότι το έλλειμμα, σε σχέση με τις δανειακές ανάγκες του δημοσίου, υπερδιπλασιάστηκε. Παρά το γεγονός ότι η εισροή κεφαλαίων από τις ιδιωτικοποιήσεις δημιούργησε μια πρόσκαιρη πλασματική εικόνα πλεονάσματος, και ο κρατικός προϋπολογισμός ελαφρύνθηκε από την μη καταβολή κονδυλίων για την επιχορήγηση των ελλειμματικών δημόσιων επιχειρήσεων, τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα υπήρξαν καταστροφικά. Αυτό ήταν αποτέλεσμα, τόσο της απώλειας εσόδων από τις επικερδείς δημόσιες επιχειρήσεις, όσο και από τη μείωση εσόδων λόγω της χαμηλής κατανάλωσης, με την ταυτόχρονη αύξηση των επιδομάτων ανεργίας.
Αναφορικά με την διαχείριση των επιχειρήσεων και την αποτελεσματικότητα, οι προαναφερθείσες μελέτες και ένα πλήθος μελετών επιπλέον, καταρρίπτουν τους σχετικούς μύθους που προκρίνουν το γεγονός ότι η διαχείριση είναι πιο αποτελεσματική όταν είναι ιδιωτική, όπως και ότι η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών είναι βέλτιστη υπό ιδιωτικό καθεστώς. Αντίθετα, η διαχείριση εμφανίζει τα ίδια προβλήματα, ενώ οι προσφερόμενες υπηρεσίες είναι υποβαθμισμένες, λόγω του ότι ο ιδιώτης επιχειρηματίας αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να εγκλωβίσει επενδυτικά κεφάλαια στις επιχειρήσεις του. Τόσο η αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων, όσο και η παραγωγική αποτελεσματικότητα, αποτελούν μύθο, αφού η αποτελεσματικότητα γενικά είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και όχι αποκλειστικά του ιδιοκτησιακού καθεστώτος (Kay-Thompson). Παράλληλα, η εξάλειψη της διαφθοράς υπό ιδιωτικό καθεστώς, είναι ένας άλλος μύθος, αφού η διαφθορά όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά αυξάνεται.
Ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, μια σκοτεινή υπόθεση.
Σε κείμενο συμβούλου του Ομίλου Eurobank EFG και καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιά στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής, διαβάζουμε: «Έτσι, οι ιδιωτικοποιήσεις: 1) Έχουν θετική επίπτωση στη συνολική εθνική παραγωγή και τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, κυρίως όταν συνοδεύονται από ευρύτατες συμπληρωματικές μεταρρυθμίσεις, όπως η ενίσχυση του ανταγωνισμού, ο θεσμικός εκσυγχρονισμός, η ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών και η μείωση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους στην οικονομία. 2) Τείνουν να βελτιώνουν τη συνολική παραγωγικότητα της επιχείρησης. Ιδιαίτερα η βελτίωση φαίνεται να είναι μεγαλύτερη όταν οι μέτοχοι είναι ξένοι και λίγοι, παρά όταν είναι εγχώριοι και πολυάριθμοι. 3) Τείνουν να βελτιώνουν τα έσοδα και την κερδοφορία της επιχείρησης, ενώ τα αποτελέσματα στην παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση είναι μικρότερα, αλλά θετικά».
Αυτές οι τρείς θέσεις, τις οποίες ασπάζεται η νεοφιλελεύθερη ελίτ στην Ελλάδα, αναμφισβήτητα, δεν συνάδουν με τα αποτελέσματα των έγκυρων ακαδημαϊκών μελετών. Πάραυτα, εμφανίζονται ως θέσφατα, δυνάμει του ότι εκστομίζονται από επαΐοντες τεχνοκράτες, η θέση των οποίων τους επιτρέπει να λειτουργούν ιδεολογικά, με τον πειστικό μανδύα της αντικειμενικότητας.
Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα, ξεκινώντας από το 1990, από το Μητσοτάκη έως τον Σημίτη και τον ΓΑΠ, έχουν αποφέρει το συνολικό ποσό των 24 δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς βέβαια να προσθέσουν τίποτα στην ανάπτυξη. Αντίθετα, και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δημιούργησαν μονοπώλια και ολιγοπώλια, φαίνεται ότι λειτούργησαν ανασχετικά για την όποια ανάπτυξη. Η έλλειψη ερευνών για τη σχέση ιδιωτικοποιήσεων και ανάπτυξης στην Ελλάδα, δεν ακυρώνει το προφανές, ότι και εδώ, διαπιστώνονται τα ίδια αποτελέσματα. Οι ιδιωτικοποιήσεις συνέτειναν στην αποανάπτυξη της χώρας, στην αύξηση του ελλείμματος και του χρέους, στις μισθολογικές μειώσεις, στην αύξηση της ανεργίας και την παγίωση της ευέλικτης εργασίας. Αν μάλιστα εφαρμοσθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δις. ευρώ που προβλέπει το εγκεκριμένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο της τρόικα, σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης των επιχειρήσεων του δημοσίου, οι ρυθμοί ανάπτυξης θα πέσουν δραματικά, ώστε η ύφεση θα προκαλέσει ολοσχερή ανθρωπιστική κρίση.
Η περίπτωση της Ολυμπιακής είναι χαρακτηριστική. Η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού και των ασφαλιστικών ταμείων για την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής έχει κινηθεί στα 2 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται το πολλαπλασιαστικό κόστος στα έσοδα από τον τουρισμό, που προήλθε από την μείωση και κατάργηση διεθνών προορισμών, ενώ οι δημοσιονομικές συνέπειες για το μέλλον είναι ακόμα μεγαλύτερες.
Η λογική των εκποιητών του δημοσίου είναι σχετικά απλή. Ο διορισμός κομματικών διοικήσεων απαξιώνει μια εταιρία του δημοσίου μέσω της λαφυραγώγησής της, και μετά, οι ίδιοι που απαξίωσαν την εταιρία, ισχυρίζονται ότι το δημόσιο είναι ανίκανο για τη διαχείρισή της. Αυτή η πατέντα, ώστε να ενοχοποιείται η αφηρημένη έννοια του δημοσίου, μέσω της αποπρωσοποποίησης των ευθυνών της κλεπτοκρατικής κομματοκρατίας, αποτελεί και τον κύριο μηχανισμό δημιουργίας συναίνεσης στο ξεπούλημα της χώρας. Η περίπτωση του ΟΤΕ είναι ανάλογη, ενώ η περίπτωση του ΟΣΕ, είναι κραυγαλέα ως προς το θράσος με το οποίο υποτιμάται η κοινή νοημοσύνη. Αντί να καταστρωθεί ένα σχέδιο ανασυγκρότησης του οργανισμού και απόδοσης ευθυνών στις διοικήσεις, προβάλλεται το λαϊκιστικό επιχείρημα της επιβάρυνσης του έλληνα πολίτη. Και ενώ αυτά τα ελλείμματα ισοσκελίζονται από τα κέρδη του ΟΠΑΠ, έχουν την πρόθεση να ξεπουλήσουν και τους δύο οργανισμούς..
Αναμφισβήτητα, το ενδιαφέρον των δανειστών για τις ιδιωτικοποιήσεις σχετίζεται με το ότι οι εργολάβοι των ιδιωτικοποιήσεων, έχουν να βγάλουν τεράστια κέρδη από το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, με εταιρίες όπως το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων, και η ΚΑΠΠΑ, στα πρότυπα της Τρόιχαντ, αφού «το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι αυτή την περίοδο το μεγαλύτερο στον κόσμο». Επιπλέον όμως, η ιδιωτικοποίηση του δημοσίου, εκτός από την οικονομική διάσταση, που ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο κερδοφορίας σε συνθήκες παγκόσμιας ύφεσης, έχει και συμβολική σημασία. Η εκποίηση της χώρας, θα επισφραγίσει την ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου λόγου στην Ελλάδα.
Ένα είναι σίγουρο, το κατά συνθήκη κλεπτοκρατικό πολιτικό σύστημα, θεωρεί ιδιοκτησία του τη δημόσια σφαίρα και προτίθεται να την ξεπουλήσει. Οι εκπρόσωποι της συγκυβέρνησης-που αποκαλύπτεται ως «Εταιρία Εκποιήσης του Έθνους»-, ισχυρίζονται μάλιστα, ότι δεν έχει σημασία αν οι κρατικές επιχειρήσεις θα ξεπουληθούν σε τιμές ευκαιρίας, κατά πολύ κατώτερες από την αξία τους, αρκεί να δοθεί ένα μήνυμα υπακοής στους δανειστές. Η λεγόμενη μάλιστα «εσωτερική υποτίμηση», δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εφεύρημα ώστε να υποτιμηθεί η αξία της δημόσιας περιουσίας, με αποτέλεσμα η «συμμορία του ευρώ», να την αγοράσει με ψίχουλα.
Αν δεν τους σταματήσουμε, είναι ικανοί να ξεπουλήσουν σε πακέτο τον ίδιο το θεσμό της «ελληνικής δημοκρατίας». Κράτος, έθνος, χώρα, κοινωνία, γλώσσα και ιστορία.
Σουλτάνης Γρ.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου