Ο πρώην μπασκετμπολίστας του Πανιωνίου, Πολ Σίρλεϊ, έγραψε ένα εύληπτο και λίγο... πικραμένο άρθρο στην Wall Street Journal όπου μιλά για αρκετά από τα κακώς κείμενα στη χώρα μας....
Οι φίλαθλοι του Πανιωνίου θα θυμούνται τον Πολ Σίρλεϊ. Ήταν ένας 23χρονος, θηριώδης λευκός (με ύψος 2,08 μ.) που είχε βοηθήσει πολύ την ομάδα στην πορεία της ως τα προημιτελικά του Σαπόρτα, την σεζόν 2001-2002. Ήταν πριν 10 ακριβώς χρόνια και ήταν η πρώτη σεζόν επαγγελματικού μπάσκετ για τον Αμερικανό. Έκτοτε έπαιξε στο ΝΒΑ (Atlanta Hawks, Chicago Bulls, Phoenix Suns), στην Ασία και, κυρίως, στην Ισπανία, όπου κι έκλεισε το 2008 την καριέρα του, στην Ουνικάχα Μάλαγα.
Εκτός από ταλαντούχος σέντερ φορ, ο Σίρλεϊ ήταν πάντοτε ένας πολυδιάστατος νους με πολλαπλά ενδιαφέροντα, μεταξύ των οποίων και το γράψιμο. Όσο έπαιζε στον Suns, το blog του ήταν ένα από τα πιο διάσημα αθλητικά «ημερολόγια» στον κόσμο, ενώ την πρότελευταία του αγωνιστική σεζόν έγραψε κι ένα βιβλίο, που απέσπασε πολύ καλές κριτικές. Ουκ ολίγες φορές έχει αρθρογραφήσει και σε σημαντικές εφημερίδες της πατρίδας του.
Στο τελευταίο του κείμενο για την Wall Street Journal, μάλιστα, θυμήθηκε το πέρασμά του από την Ελλάδα και την γλυκόπικρη γεύση που του έμεινε, όταν την άφησε πίσω. Διηγείται την περιπέτειά του με την οικονομική ασυνέπεια της τότε ομάδας του, του Πανιώνιου, απέναντί του και κάνει ένα μετρημένο σχόλιο για το τι πιστεύει ότι πάει (πολύ) στραβά στην Ελλάδα. Και μπορεί η περίπτωση Σίρλεϊ να είχε να κάνει με τα κακά οικονομικά του Πανιωνίου την δεδομένη στιγμή και να μην ισχύει για όλες τις συνεργασίες που είχαν οι ξένοι με τους Έλληνες στην ιστορία, ωστόσο διαβάζοντάς την, όλοι μας θα εντοπίσουμε στοιχεία που έχουμε μάθει να προσπερνάμε μ' ένα «έλα μωρέ, έτσι γίνεται στην Ελλάδα», αντί να μας ενοχλούν και να αγωνιζόμαστε για να τα διορθώσουμε. Στοιχεία, που –ούτε λίγο ούτε πολύ- κι ακόμη κι αν δεν θέλουμε να συμφωνήσουμε με τον Αμερικανό πρώην μπασκετμπολίστα, φέρουν τεράστια ευθύνη για το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Το άρθρο στην WSJ
Αλλά ας δούμε πώς τα περιγράφει ο ίδιος στο κείμενό του για την μεγάλη οικονομική εφημερίδα:
«Η ελληνική λέξη "αύριο" σημαίνει αύριο, αλλά η εμπειρία μου λέει ότι περισσότερο σημαίνει "ίσως κάποια μέρα". Tην άκουγα συνεχώς τον ένα χρόνο που έπαιξα μπάσκετ για τον Πανιώνιο. Ιδιαίτερα όταν αναφερόταν στο πότε θα εισέπραττα το μισθό μου».
«Ο κόσμος ήταν φιλικός, το φαγητό φανταστικό και η χαλαρή διάθεση των Ελλήνων απέναντι στα πάντα έμοιαζε τέλεια. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, μέχρι που έμαθα ότι η χαλαρότητα στην ελληνική καθημερινότητα είχε να κάνει και με το πώς με πληρώνει η ομάδα μου».
«Όταν τον Ιανουάριο του 2002 ο Πανιώνιος άρχισε να μου βάζει τα μισά λεφτά στον λογαριασμό μου, συμβουλεύτηκα τον ατζέντη μου και μού είπε ότι ο νόμος κατά του ασυνεπή εργοδότη αρχίζει να έχει ισχύ μόνο έπειτα από 3 μήνες καθυστερήσεων στις πληρωμές. Την άνοιξη, χτύπησε η πόρτα του διαμερίσματός μου και ο σπιτονοικοκύρης μου μού είπε ότι το επόμενο πρωί θα πρέπει να του έχω αφήσει το σπίτι, γιατί δεν του είχαν πληρώσει το νοίκι επί 4 μήνες. Όταν τηλεφώνησα πανικοβλημένος, ως 23χρονος άβγαλτος ξένος, την ομάδα, μού είπαν ότι ο σπιτονοικοκύρης δεν μπορούσε να τους κάνει τίποτε αν δεν περάσουν πρώτα 6 μήνες. Ο μάνατζερ της ομάδας, μάλιστα, γελώντας μου είπε ότι, στην ουσία ήμασταν και 2 μήνες ακόμη καλυμμένοι».
«Στο τέλος της σεζόν είχα λάβει τα 52.000 από τα 105.000 δολάρια του συμβολαίου μου. Ο ατζέντης μου ήλθε στην Αθήνα για να βρούμε μια λύση, αλλά μην έχοντας άλλη εναλλακτική, κάναμε μήνυση. Κερδίσαμε. Η ομάδα έκανε έφεση. Ξανακερδίσαμε. Και μετά περιμέναμε...»
«Ένα χρόνο αργότερα, ο Πανιώνιος χρεοκόπησε και άλλαξε το όνομά του, αλλά δεν είχε καμία υποχρέωση να με πληρώσει πια. Μετά από λίγο καιρό, η ομάδα ξαναέγινε "Πανιώνιος"».
«Σύμφωνα με την εμπειρία μου –έπαιξα και σε άλλες ευρωπαϊκές ομάδες- η Ελλάδα είναι μια μοναδική περίπτωση. Ακόμη και πριν 10 χρόνια, όλοι οι Έλληνες που γνώριζα μού έλεγαν ότι το σύστημα ήταν τόσο σάπιο, που δεν άξιζε να πασχίζεις μόνος σου. Φίλοι μου δεν δίσταζαν να μού πουν ότι δεν πληρώνουν τους φόρους τους ή ότι δεν δουλεύουν όλες τις ώρες που βρίσκονται στο γραφείο. Κι αν κάποιος τους κατηγορούσαν γι' αυτό, σήκωναν τα χέρια ψηλά κι απλά απαντούσαν: "καλά, από αύριο"».
«Η πραγματική αλλαγή για την Ελλάδα δεν θα έλθει μέχρις ότου οποιοσδήποτε κάνει μια δουλειά με την Ελλάδα (είτε μιλάμε για ένα μπασκετμπολίστα, είτε για το ίδιο το ΔΝΤ) να είναι σίγουρος ότι μπορεί να βασιστεί στον ελληνικό νόμο για προστασία».
«Ξανασκεπτόμενος όσα έζησα τώρα, ακόμη θα πω ότι η Ελλάδα είναι ένα υπέροχο μέρος και οι πολίτες της ζεστοί, ευγενικοί και ευφυείς. Και είμαι σίγουρος ότι το συλλογικό τους "αύριο" όντως κάποια στιγμή θα έλθει».
πηγη
Οι φίλαθλοι του Πανιωνίου θα θυμούνται τον Πολ Σίρλεϊ. Ήταν ένας 23χρονος, θηριώδης λευκός (με ύψος 2,08 μ.) που είχε βοηθήσει πολύ την ομάδα στην πορεία της ως τα προημιτελικά του Σαπόρτα, την σεζόν 2001-2002. Ήταν πριν 10 ακριβώς χρόνια και ήταν η πρώτη σεζόν επαγγελματικού μπάσκετ για τον Αμερικανό. Έκτοτε έπαιξε στο ΝΒΑ (Atlanta Hawks, Chicago Bulls, Phoenix Suns), στην Ασία και, κυρίως, στην Ισπανία, όπου κι έκλεισε το 2008 την καριέρα του, στην Ουνικάχα Μάλαγα.
Εκτός από ταλαντούχος σέντερ φορ, ο Σίρλεϊ ήταν πάντοτε ένας πολυδιάστατος νους με πολλαπλά ενδιαφέροντα, μεταξύ των οποίων και το γράψιμο. Όσο έπαιζε στον Suns, το blog του ήταν ένα από τα πιο διάσημα αθλητικά «ημερολόγια» στον κόσμο, ενώ την πρότελευταία του αγωνιστική σεζόν έγραψε κι ένα βιβλίο, που απέσπασε πολύ καλές κριτικές. Ουκ ολίγες φορές έχει αρθρογραφήσει και σε σημαντικές εφημερίδες της πατρίδας του.
Στο τελευταίο του κείμενο για την Wall Street Journal, μάλιστα, θυμήθηκε το πέρασμά του από την Ελλάδα και την γλυκόπικρη γεύση που του έμεινε, όταν την άφησε πίσω. Διηγείται την περιπέτειά του με την οικονομική ασυνέπεια της τότε ομάδας του, του Πανιώνιου, απέναντί του και κάνει ένα μετρημένο σχόλιο για το τι πιστεύει ότι πάει (πολύ) στραβά στην Ελλάδα. Και μπορεί η περίπτωση Σίρλεϊ να είχε να κάνει με τα κακά οικονομικά του Πανιωνίου την δεδομένη στιγμή και να μην ισχύει για όλες τις συνεργασίες που είχαν οι ξένοι με τους Έλληνες στην ιστορία, ωστόσο διαβάζοντάς την, όλοι μας θα εντοπίσουμε στοιχεία που έχουμε μάθει να προσπερνάμε μ' ένα «έλα μωρέ, έτσι γίνεται στην Ελλάδα», αντί να μας ενοχλούν και να αγωνιζόμαστε για να τα διορθώσουμε. Στοιχεία, που –ούτε λίγο ούτε πολύ- κι ακόμη κι αν δεν θέλουμε να συμφωνήσουμε με τον Αμερικανό πρώην μπασκετμπολίστα, φέρουν τεράστια ευθύνη για το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Το άρθρο στην WSJ
Αλλά ας δούμε πώς τα περιγράφει ο ίδιος στο κείμενό του για την μεγάλη οικονομική εφημερίδα:
«Η ελληνική λέξη "αύριο" σημαίνει αύριο, αλλά η εμπειρία μου λέει ότι περισσότερο σημαίνει "ίσως κάποια μέρα". Tην άκουγα συνεχώς τον ένα χρόνο που έπαιξα μπάσκετ για τον Πανιώνιο. Ιδιαίτερα όταν αναφερόταν στο πότε θα εισέπραττα το μισθό μου».
«Ο κόσμος ήταν φιλικός, το φαγητό φανταστικό και η χαλαρή διάθεση των Ελλήνων απέναντι στα πάντα έμοιαζε τέλεια. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, μέχρι που έμαθα ότι η χαλαρότητα στην ελληνική καθημερινότητα είχε να κάνει και με το πώς με πληρώνει η ομάδα μου».
«Όταν τον Ιανουάριο του 2002 ο Πανιώνιος άρχισε να μου βάζει τα μισά λεφτά στον λογαριασμό μου, συμβουλεύτηκα τον ατζέντη μου και μού είπε ότι ο νόμος κατά του ασυνεπή εργοδότη αρχίζει να έχει ισχύ μόνο έπειτα από 3 μήνες καθυστερήσεων στις πληρωμές. Την άνοιξη, χτύπησε η πόρτα του διαμερίσματός μου και ο σπιτονοικοκύρης μου μού είπε ότι το επόμενο πρωί θα πρέπει να του έχω αφήσει το σπίτι, γιατί δεν του είχαν πληρώσει το νοίκι επί 4 μήνες. Όταν τηλεφώνησα πανικοβλημένος, ως 23χρονος άβγαλτος ξένος, την ομάδα, μού είπαν ότι ο σπιτονοικοκύρης δεν μπορούσε να τους κάνει τίποτε αν δεν περάσουν πρώτα 6 μήνες. Ο μάνατζερ της ομάδας, μάλιστα, γελώντας μου είπε ότι, στην ουσία ήμασταν και 2 μήνες ακόμη καλυμμένοι».
«Στο τέλος της σεζόν είχα λάβει τα 52.000 από τα 105.000 δολάρια του συμβολαίου μου. Ο ατζέντης μου ήλθε στην Αθήνα για να βρούμε μια λύση, αλλά μην έχοντας άλλη εναλλακτική, κάναμε μήνυση. Κερδίσαμε. Η ομάδα έκανε έφεση. Ξανακερδίσαμε. Και μετά περιμέναμε...»
«Ένα χρόνο αργότερα, ο Πανιώνιος χρεοκόπησε και άλλαξε το όνομά του, αλλά δεν είχε καμία υποχρέωση να με πληρώσει πια. Μετά από λίγο καιρό, η ομάδα ξαναέγινε "Πανιώνιος"».
«Σύμφωνα με την εμπειρία μου –έπαιξα και σε άλλες ευρωπαϊκές ομάδες- η Ελλάδα είναι μια μοναδική περίπτωση. Ακόμη και πριν 10 χρόνια, όλοι οι Έλληνες που γνώριζα μού έλεγαν ότι το σύστημα ήταν τόσο σάπιο, που δεν άξιζε να πασχίζεις μόνος σου. Φίλοι μου δεν δίσταζαν να μού πουν ότι δεν πληρώνουν τους φόρους τους ή ότι δεν δουλεύουν όλες τις ώρες που βρίσκονται στο γραφείο. Κι αν κάποιος τους κατηγορούσαν γι' αυτό, σήκωναν τα χέρια ψηλά κι απλά απαντούσαν: "καλά, από αύριο"».
«Η πραγματική αλλαγή για την Ελλάδα δεν θα έλθει μέχρις ότου οποιοσδήποτε κάνει μια δουλειά με την Ελλάδα (είτε μιλάμε για ένα μπασκετμπολίστα, είτε για το ίδιο το ΔΝΤ) να είναι σίγουρος ότι μπορεί να βασιστεί στον ελληνικό νόμο για προστασία».
«Ξανασκεπτόμενος όσα έζησα τώρα, ακόμη θα πω ότι η Ελλάδα είναι ένα υπέροχο μέρος και οι πολίτες της ζεστοί, ευγενικοί και ευφυείς. Και είμαι σίγουρος ότι το συλλογικό τους "αύριο" όντως κάποια στιγμή θα έλθει».
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου