Το ΕΑΜ στόχευε στην προάσπιση της κοινωνίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής και στην αποτροπή επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικοκοινωνικού συστήματος μετά τη λήξη του πολέμου. Υπήρξε η αντιστασιακή οργάνωση που πρόσφερε τις πρακτικές, τους τρόπους, μέσα από τους οποίους η επιθυμία για αντίσταση, είτε αυτή πήγαζε από το πατριωτικό αίσθημα, είτε από την πολιτική τοποθέτηση, είτε από ψυχολογική ανάγκη, είτε από όλα... αυτά ταυτόχρονα, μετατράπηκε σε αντιστασιακή δράση. Η Αντίσταση δεν έσωσε μόνο τις ζωές πολλών ανθρώπων, αλλά παράλληλα τις άλλαξε, καθώς η αντιστασιακή εμπειρία μετέβαλε βαθειά ριζωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες.
Το αντιστασιακό κίνημα που αναπτύχθηκε τα χρόνια της Κατοχής στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρξε ένα πολύπτυχο πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο, το οποίο για να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί στο πεδίο αλληλεπίδρασης των νέων δεδομένων που επέφερε η ρήξη της στρατιωτικής κατοχής, με τα «κληροδοτήματα» των προπολεμικών πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών και τις προσδοκίες που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου για την μεταπολεμική περίοδο.
Στην Ελλάδα, το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε μετά τη στρατιωτική κατάληψη της χώρας (αναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά για το εξωτερικό, αδράνεια των πολιτικών που παρέμειναν στη χώρα, συνεργασία άλλων με τις αρχές κατοχής), η πλήρης αποδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού και η κατάρρευση της οικονομίας, λειτούργησαν ως επιταχυντές κοινωνικών διεργασιών που είχαν δρομολογηθεί ήδη από το Μεσοπόλεμο και κυρίως κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και είχαν οδηγήσει στην απαξίωση του προπολεμικού πολιτικού συστήματος στις συνειδήσεις σημαντικού τμήματος του ελληνικού λαού.
Το αντιστασιακό κίνημα που αναπτύχθηκε τα χρόνια της Κατοχής στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, υπήρξε ένα πολύπτυχο πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο, το οποίο για να γίνει πλήρως κατανοητό, πρέπει να εξεταστεί στο πεδίο αλληλεπίδρασης των νέων δεδομένων που επέφερε η ρήξη της στρατιωτικής κατοχής, με τα «κληροδοτήματα» των προπολεμικών πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών και τις προσδοκίες που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου για την μεταπολεμική περίοδο.
Στην Ελλάδα, το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε μετά τη στρατιωτική κατάληψη της χώρας (αναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης και του βασιλιά για το εξωτερικό, αδράνεια των πολιτικών που παρέμειναν στη χώρα, συνεργασία άλλων με τις αρχές κατοχής), η πλήρης αποδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού και η κατάρρευση της οικονομίας, λειτούργησαν ως επιταχυντές κοινωνικών διεργασιών που είχαν δρομολογηθεί ήδη από το Μεσοπόλεμο και κυρίως κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου και είχαν οδηγήσει στην απαξίωση του προπολεμικού πολιτικού συστήματος στις συνειδήσεις σημαντικού τμήματος του ελληνικού λαού.
Στα μη προνομιούχα κατώτερα κοινωνικά στρώματα του
Μεσοπολέμου προστέθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μεγάλα τμήματα των
μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία απώλεσαν την οικονομική και
κοινωνική τους βάση λόγω των συνεπειών της στρατιωτικής κατοχής. Μπορεί
λοιπόν η ρήξη της Κατοχής να προκάλεσε την αναδιάταξη του πολιτικού
σκηνικού, όπως αυτή εκφράστηκε με την αντικατάσταση των πολιτικών
κομμάτων από τις αντιστασιακές οργανώσεις ως φορέων πολιτικής έκφρασης,
ενσωμάτωσε όμως ταυτόχρονα τις συνέχειες, τα «κληροδοτήματα» του
Μεσοπολέμου, στη νέα πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που
βρίσκονταν υπό διαμόρφωση.
Ο Ναπολέον Ζέρβας μαζί με άλλα 3 ηγετικά στελέχη του ΕΔΕΣ
Με άλλα λόγια, το αντιστασιακό κίνημα που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υπήρξε ένα πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο που εξέφραζε ταυτόχρονα το πατριωτικό αίσθημα για την απελευθέρωση της χώρας και το πολιτικό αίτημα για την αποτροπή επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος μετά τη λήξη του πολέμου, όπως συνέβη και σε άλλες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες. Ο διττός αυτός χαρακτήρας του αντιστασιακού αγώνα αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις ιδρυτικές διακηρύξεις όχι μόνο του ΕΑΜ, αλλά και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων. Στο πρόγραμμα του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) γινόταν αναφορά στην προπολεμική «πλουτοκρατική ολιγαρχία» η οποία δεν οδήγησε την Ελλάδα σε «πρόοδο, πολιτισμό και δικαιοσύνη» αλλά αντίθετα «της έδωσε, σαν αποκορύφωμα, το [βασιλιά] Γεώργιο και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου».
Οι συντάκτες του προγράμματος υποστήριζαν ότι ο πόλεμος έδειξε τις «τεράστιες δυνάμεις που κλείνει μέσα του ο Ελληνικός λαός», και τον καλούσαν να πάρει τις τύχες στα χέρια του με στόχο την «εθνική, οικονομική, κοινωνική, πνευματική και πολιτική του απελευθέρωση».[1] Με ακόμη περισσότερο απαξιωτικούς όρους χαρακτηρίζονταν το προπολεμικό πολιτικό καθεστώς στο ιδρυτικό κείμενο της ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων), όπου στιγματίζονταν οι προπολεμικοί πολιτικοί ως «κατατριβόμενοι στην καφφενειακή μικροπολιτική, στην συναλλαγή, στην εξυπηρέτηση των ατομικών των συμφερόντων» και τονίζονταν η ανάγκη ανατροπής αυτής της κατάστασης μεταπολεμικά.[2] Για τη μεγάλη πλειοψηφία των αντιστασιακών οργανώσεων που αντικατέστησαν τα πολιτικά κόμματα, ως εκφραστές του ελληνικού λαού σε συνθήκες παρανομίας, ο πόλεμος και η στρατιωτική κατοχή, υπήρξαν ευκαιρίες μέσα από τις οποίες μπορούσε ο ελληνικός λαός να διεκδικήσει την εθνική αλλά και την κοινωνική του απελευθέρωση.
Το ΕΑΜ ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941. Υπήρξε ένας συνασπισμός αριστερών κομμάτων, μεταξύ των οποίων το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα της Αθήνας είχε αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα. Όπως και στις υπόλοιπες κατεχόμενες πόλεις της Ευρώπης, έτσι και στην Αθήνα, στόχος της Αντίστασης δεν ήταν η ένοπλη αντιπαράθεση με τον καλύτερα εξοπλισμένο, περισσότερο έμπειρο και σαφώς πολυπληθέστερο στρατό κατοχής, αλλά η προάσπιση της δοκιμαζόμενης κοινωνίας μέσα από την προσπάθεια ελαχιστοποίησης των αρνητικών συνεπειών της στρατιωτικής κατοχής. Σε μια ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους κατακτητές πόλη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα κύρια μέτωπα του πολέμου και με τον τρόμο των μαζικών αντιποίνων να απειλεί τον άμαχο πληθυσμό, η αντιστασιακή δράση μπορούσε να λάβει μόνο τη μορφή της πολιτικής διεκδίκησης.
Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Αθήνα, δεν υπήρξε αποτέλεσμα ενός «επί χάρτου» σχεδιασμού της ηγεσίας του. Ο χαρακτήρας της δράσης του και οι οργανωτικές του πρακτικές γνώρισαν σημαντικούς μετασχηματισμούς στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί στις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Έτσι, καθοριστικές για την ανάπτυξή του υπήρξαν οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές των αρχών κατοχής και των κυβερνήσεων που αυτές διόριζαν, οι επιπτώσεις που είχαν αυτές οι επιλογές αλλά και οι εξελίξεις στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου στις ζωές των Αθηναίων και η εμπειρία που αποκόμιζε το αντιστασιακό κίνημα από την ίδια τη δράση του.
Έτσι, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες, η ανάπτυξη των αντιστασιακών κινημάτων ακολούθησε ένα γενικό σχήμα: η παράταση της διάρκειας του πολέμου και οι πρώτες μεγάλες ήττες του Άξονα, οδήγησαν στην εντατικοποίηση των πιέσεων που ασκούσαν οι αρχές κατοχής στους κατεχόμενους λαούς. Οι πιέσεις αυτές με τη σειρά τους, έθεταν σε κίνδυνο όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, τόσο λόγω της επιδείνωσης της καθημερινότητας, όσο και μέσω της επιβολής του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης που μετέτρεψε εκατομμύρια ευρωπαίων πολιτών σε εργάτες των πολεμικών εργοστασίων του Ράιχ. Σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, με τις επίσημες κυβερνήσεις σε εξορία και με μεγάλα τμήματα των πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ελίτ να συνεργάζονται ανοικτά με τις δυνάμεις κατοχής, η ιδέα της Αντίστασης κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος στις συνειδήσεις των κατεχόμενων πληθυσμών.
Ο αγώνας της επιβίωσης ως αφετηρία για την ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος
Οι παραπάνω βασικοί παράγοντες διαμόρφωσαν τα κύρια στάδια ανάπτυξης και εκδήλωσης της εαμικής αντιστασιακής δράσης. Έτσι τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, που χαρακτηρίστηκε από την τραυματική εμπειρία του λιμού το χειμώνα 1941-1942, το νεοσύστατο ΕΑΜ προσανατολίστηκε στη συγκρότηση των οργανωτικών του πυρήνων και στην υποστήριξη του αγώνα του κατεχόμενου πληθυσμού να επιβιώσει. Στις αρχές Οκτωβρίου 1941, συγκροτήθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά οι πρώτες επιτροπές πόλεων του ΕΑΜ από τα κόμματα που το ίδρυσαν και από εκπροσώπους του Εργατικού ΕΑΜ (ΕΕΑΜ) και της νεολαίας. Η πρώτη Επιτροπή Πόλης του ΕΑΜ στην Αθήνα απαρτίζονταν από τον Στ. Βεόπουλο που αντιπροσώπευε το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, τον Δ. Μπενετάτο από το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος, τον Γ. Κοκκορέλη από την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, τον Σπ. Καλοδίκη από το ΕΕΑΜ και τον Θ. Χατζή από το ΚΚΕ.[3] Η οργανωτική δομή του ΕΑΜ στην Αθήνα αρθρώθηκε σε δύο επίπεδα, το χωροταξικό - με τη διαίρεση της πόλης σε βόρειο, ανατολικό, δυτικό, νότιο και κεντρικό τομέα - και το συνδικαλιστικό, με την οργανωτική διαίρεση ανά επαγγελματικό και εκπαιδευτικό κλάδο.
Στόχος του ΕΑΜ υπήρξε η δημιουργία ενός μαζικού αντιστασιακού κινήματος το οποίο θα περιλάμβανε το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αντιτάσσονταν στον κίνδυνο της παγκόσμιας κυριαρχίας του φασισμού. Η συγκρότηση αυτού του μαζικού κινήματος επιχειρήθηκε στο πεδίο της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συναίνεσης που εξασφάλιζε ο αγώνας για την απελευθέρωση με απώτερο στόχο, όπως αναγράφεται στο ιδρυτικό του ΕΑΜ, το «σχηματισμό προσωρινής κυβερνήσεως του ΕΑΜ αμέσως μετά την εκδίωξιν των ξένων κατακτητών, μοναδικός σκοπός της οποίας θα είναι η προκήρυξις εκλογών δια συντακτικήν εθνοσυνέλευσιν, με βάσιν την αναλογικήν ίνα ο λαός αποφανθή κυριαρχικώς επί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του».[4]
Ο μεγάλος λιμός της κατοχικής Ελλάδας
Την περίοδο αυτή που κυριαρχούσε ο τρόμος του θανάτου από την πείνα, ο λιμός στοίχισε τη ζωή σε 40 – 45 χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα, και το ΕΑΜ βρίσκονταν στα πρώτα στάδια ανάπτυξής του, έγιναν περισσότερο ορατά τα οργανωτικά κληροδοτήματα του προπολεμικού ΚΚΕ. Μπορεί λοιπόν το φθινόπωρο του 1941 το ΕΑΜ, όπως και οι υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, να αριθμούσε μερικές εκατοντάδες μέλη, αυτό όμως που το διαφοροποιούσε από αυτές και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στη συνέχεια, ήταν ότι οι κομμουνιστές που ενεργοποιήθηκαν στο πλαίσιό του ήταν φορείς της προπολεμικής εμπειρίας στην οργάνωση της παράνομης δράσης. Η εμπειρία αυτή υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για τη μαζικοποίηση του ΕΑΜ, καθώς, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, οι κομμουνιστές γνώριζαν καλά τις πρακτικές κινητοποίησης των μαζών και τους τρόπους οργάνωσης του αντιστασιακού αγώνα σε συνθήκες παρανομίας.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της Κατοχής, οι εαμικές οργανώσεις αναπτύχθηκαν στους μαζικούς χώρους (πανεπιστήμια, σχολεία, εργοστάσια), όπου το ΚΚΕ ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου είχε ισχυρές βάσεις, ως αντίγραφα των κομματικών του οργανώσεων σε μια συνδικαλιστική λογική οργάνωσης. Κύριος στόχος τους ήταν η αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος. Η βασική πρακτική που υιοθέτησαν οι εαμικές οργανώσεις για να εδραιωθούν στους μαζικούς χώρους, ήταν αυτή της ενσωμάτωσης των στρατηγικών επιβίωσης, που η αυτενέργεια των κατοίκων της πόλης δημιούργησε, στην αντιστασιακή δράση. Σε αυτή τη λογική, μέλη του ΕΑΜ ενεπλάκησαν στα πολυάριθμα δίκτυα προμήθειας και διανομής τροφίμων (εισήλθαν στις επιτροπές διαχείρισης συσσιτίων, στα διοικητικά συμβούλια προμηθευτικών συνεταιρισμών, στις επιτροπές οργάνωσης ομαδικών «εξορμήσεων» στην επαρχία προς εξεύρεση τροφίμων, στα δίκτυα κλοπής υλικών από τους εργάτες των επιταγμένων από το στρατό κατοχής παραγωγικών μονάδων) μετασχηματίζοντας την αυτοσχέδια δράση προς ατομικό όφελος σε συλλογική αντιστασιακή δράση.
Ταυτόχρονα συγκροτήθηκαν, κυρίως στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, επιτροπές διεκδίκησης τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, στο πρότυπο των εξωκομματικών οργανώσεων του Μεσοπολέμου, οργανώσεων δηλαδή που δημιουργούνταν με πρωτοβουλία και βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος και του ΕΑΜ, αλλά απαρτίζονταν κυρίως από άτομα που είχαν κύρος στις τοπικές κοινωνίες χωρίς να είναι απαραίτητα μέλη τους. Οι οργανώσεις αυτές υπήρξαν το πρόπλασμα των Λαϊκών Επιτροπών που τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής αποτέλεσαν φορείς της εαμικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, λειτουργώντας ως όργανα της εαμικής τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η ανάπτυξη του διεκδικητικού κινήματος
Η τραυματική εμπειρία του λιμού μείωνε στο ελάχιστο την αντιστασιακή διαθεσιμότητα του δοκιμαζόμενου πληθυσμού. Οι περιορισμένες ψυχικές και σωματικές δυνάμεις των κατοίκων της πόλης, αναλώνονταν εξολοκλήρου στην προσπάθεια για την ανεύρεση τροφής. Παράλληλα, το ίδιο χρονικό διάστημα το ΕΑΜ επιδίωκε τη συγκρότηση και εδραίωση των πρώτων αντιστασιακών του πυρήνων σε καθεστώς πλήρους παρανομίας, γεγονός που καθιστούσε πρώιμη κάθε σκέψη για μαζικές στρατολογήσεις. Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε σταδιακά από την άνοιξη και ιδιαίτερα από το καλοκαίρι του 1942, όταν η άφιξη της επισιτιστικής βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού οδήγησε στην ύφεση του λιμού, γεγονός που διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση του αντιστασιακού κινήματος σε ένα ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και δράσης.
Η ύπαρξη διατροφικού αποθέματος στην Αθήνα, μετέβαλε τη μορφή της αντιστασιακής δράσης, η οποία πλέον προσανατολίζονταν κυρίως προς τη διεκδίκηση της δίκαιης διανομής του, της διοχέτευσής του δηλαδή προς τα λαϊκά και μεσαία κοινωνικά στρώματα που δοκιμάστηκαν περισσότερο από το λιμό. Άλλωστε οι συνθήκες ήταν πρόσφορες. Η τραγική εμπειρία του λιμού έκανε από πολύ νωρίς κατανοητό στους κατοίκους της πόλης, ότι η πειθαρχία και η υπακοή στο νέο καθεστώς, ενείχε τους ίδιους αν όχι μεγαλύτερους κινδύνους για την επιβίωσή τους, απ’ ότι ο αγώνας για την ανατροπή του.[5]
Η σημαντικότερη αντιστασιακή ενέργεια της περιόδου αυτής, ήρθε από έναν επαγγελματικό κλάδο που δεν φημίζονταν για τις δυναμικές του κινητοποιήσεις. Στις 12 Απριλίου 1942 οι δημόσιοι υπάλληλοι κήρυξαν απεργία. Παρά τη σκληρή απάντηση της κυβέρνησης, με την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου να απολύσει τους απεργούς, «οι […] μη απεργήσαντες [υπάλληλοι] καταλαμβάνουν τας θέσεις των απολυθέντων συναδέλφων των, τα δε δημιουργηθέντα ούτω κενά θα συμπληρωθούν από πολεμιστάς της γραμμής των πρόσω και από θύματα πολέμου» και με την ανακοίνωση του πρωθυπουργού Γεωργίου Τσολάκογλου στον Τύπο ότι: «Η απεργία των θα μας δώση την αφορμήν να εξυγιάνωμεν την υπαλληλικήν τάξιν, να περιορίσωμεν τον αριθμόν των υπαλλήλων δια να αμείβωνται καλύτερον οι φιλόπονοι […] και οι φιλότιμοι»,[6] η απεργία συνεχίστηκε για δέκα περίπου ημέρες και στέφθηκε από επιτυχία.
Αυτού του τύπου η συνδικαλιστική – αντιστασιακή δράση με αμιγώς επισιτιστικά αιτήματα, ακολουθήθηκε μέχρι το τέλος του 1942, με κορύφωση τη γενική απεργία που κήρυξαν οι προσκείμενες στο ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ συνδικαλιστικές οργανώσεις στις 7 Σεπτεμβρίου του 1942, η οποία διήρκησε τέσσερις ημέρες. Στην απεργία αυτή δεν συμμετείχαν μόνο δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και τραπεζικοί, κατώτεροι δικαστικοί, εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες, ακόμη και εργαζόμενοι στα επιταγμένα από το στρατό κατοχής εργοστάσια, παρά τη σχετική απόφαση των αρχών κατοχής που απαγόρευε ρητά τις απεργίες σε αυτά, επισείοντας ποινές φυλάκισης έως και δέκα έτη για τους συμμετέχοντες και την ποινή του θανάτου για τους οργανωτές.[7]
Οι απεργίες του 1942 όπως και οι κινητοποιήσεις κατά τον εορτασμό των επετείων της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου την ίδια χρονιά, είχαν διπλό όφελος για την οργανωμένη αντίσταση και κυρίως για το ΕΑΜ, που καρπώθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό την επιτυχία τους, αξιοποιώντας και το εκτεταμένο και καλά οργανωμένο δίκτυο παράνομου Τύπου που είχε συγκροτήσει σε ολόκληρη την πόλη. Από τη μια πλευρά, τα θετικά αποτελέσματα των κινητοποιήσεων αυτών σε υλικό αλλά και σε ηθικό επίπεδο προσέλκυαν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, σπάζοντας την τρομοκρατία των κατακτητών που οδηγούσε στην αδράνεια. Από την άλλη, βελτίωναν τις οργανωτικές πρακτικές του ΕΑΜ, δοκιμάζοντας στην πράξη τρόπους κινητοποίησης των μαζών και στρατολόγησης νέων μελών.
Το εαμικό κίνημα ως παράγοντας μετασχηματισμού της προπολεμικής πολιτικής του ΚΚΕ
Η ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος υπήρξε ο κύριος παράγοντας πολιτικοποίησης των μαζών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Όμως η πολιτική του επιρροή εκδηλώθηκε και στο εσωτερικό των κομμάτων που το απάρτιζαν και ιδιαίτερα του ΚΚΕ. Αν και δεν είναι δυνατή, για λόγους οικονομίας, μια διεξοδικότερη ανάλυση των διεργασιών που συντελέστηκαν σε οργανωτικό επίπεδο, μπορεί απλά να αναφερθεί ότι, όπως φαίνεται από τα εσωκομματικά δελτία του ΚΚΕ και τα οργανωτικά έγγραφα του ΕΑΜ, μετά από κάθε μεγάλη κινητοποίηση ακολουθούσε ευρεία αποτίμηση του αποτελέσματος, κριτική των πρακτικών που υιοθετήθηκαν και προτάσεις για τη βελτίωσή τους. Οι διαδικασίες αυτές, αν και χαρακτηριστικές της οργανωτικής κουλτούρας του ΚΚΕ, διέφεραν σημαντικά από τις αντίστοιχες προπολεμικές. Αυτό οφείλεται σε δύο βασικά διαφοροποιητικά στοιχεία που έφεραν οι κατοχικοί σε σχέση με τους προπολεμικούς κομμουνιστές.
Το ένα ήταν αμιγώς πολιτικό και είχε να κάνει με την απομάκρυνση του Κομμουνιστικού Κόμματος από την επαναστατική λύση. Στην προσπάθειά του να διατηρήσει αρραγές το τεράστιο και ετερόκλητο κοινωνικό κίνημα που βρίσκονταν υπό συγκρότηση, επέλεξε να αμβλύνει τις προπολεμικές ταξικές του αναφορές και να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία μέσω κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Το δεύτερο στοιχείο είχε ως αφετηρία ένα οργανωτικό ζήτημα που σύντομα έλαβε διαστάσεις και χαρακτήρισε την πολιτική κουλτούρα του ΕΑΜ. Οι συνεχείς και επίμονες διώξεις του μεταξικού καθεστώτος είχαν ουσιαστικά διαλύσει το ΚΚΕ. Η εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, βρήκε χιλιάδες μέλη του εξόριστα και φυλακισμένα και τα κατά πολύ λιγότερα που είχαν διαφύγει της σύλληψης, αποκομμένα μεταξύ τους και κυριευμένα από το αίσθημα χαφιεδοφοβίας που είχε δημιουργήσει η δράση των διωκτικών μηχανισμών της μεταξικής δικτατορίας.
Απέναντι σε αυτή την εικόνα διάλυσης, η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεξε να προχωρήσει ταυτόχρονα στην ανασυγκρότηση του κόμματος και στη δημιουργία του ΕΑΜ. Η στρατολόγηση νέων μελών και μάλιστα η άμεση προώθησή τους σε κατώτερα και μεσαία στελέχη, έφερε στο εσωτερικό του κόμματος μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα. Οι μερικές εκατοντάδες προπολεμικοί κομμουνιστές που έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη του μαζικότερου αντιστασιακού κινήματος, έφεραν την πολιτική κουλτούρα του Μεσοπολέμου, που χαρακτηριζόταν από τον κλειστό, παράνομο και συνωμοτικό χαρακτήρα του ΚΚΕ, τους διωγμούς και την κομματική νοοτροπία που αναπτύχθηκε στους τόπους εξορίας και εγκλεισμού, τις εσωκομματικές συγκρούσεις και αποκλεισμούς, τη δογματική προσήλωση στις επιταγές της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ελληνικής κομματικής ηγεσίας.
Η πολιτική συγκρότηση των νέων μελών που εντάχθηκαν στο ΚΚΕ και στις εαμικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συντελέστηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Τα νέα μέλη και ιδιαίτερα η νεολαία, που στην περίπτωση της Αθήνας διαδραμάτισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στήριξαν την απόφαση της ένταξής τους στην εμπειρία που αποκόμισαν βιώνοντας τα γεγονότα του ελληνοϊταλικού πολέμου, της στρατιωτικής κατοχής και του κατοχικού λιμού. Αυτές οι εμπειρίες, που οι προπολεμικοί κομμουνιστές ερμήνευσαν σύμφωνα με την ήδη διαμορφωμένη πολιτική τους συγκρότηση, υπήρξαν η αφετηρία της πολιτικής συνειδητοποίησης των νέων της Κατοχής. Η εαμική εμπειρία παρήγαγε μια διαφορετική, από την προπολεμική, πολιτική κουλτούρα, η οποία είχε κινηματικό χαρακτήρα και εξέφραζε πλέον όχι μόνο την εργατική πρωτοπορία, αλλά την πολυσυλλεκτική κοινωνική βάση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.[8] Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και λόγω της εαμικής αντιστασιακής εμπειρίας, το ΚΚΕ μετασχηματίστηκε από το κόμμα της εργατικής τάξης, σ’ ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα, που αριθμούσε στο τέλος της Κατοχής εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, γεγονός που του πρόσφερε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία χωρίς να προσφύγει στην ένοπλη επαναστατική βία.
Από τα αμιγώς επισιτιστικά στα πολιτικά αιτήματα. Η πολιτικοποίηση του εαμικού κινήματος
Η οργανωτική και αντιστασιακή εμπειρία που απέκτησε το εαμικό κίνημα στη διάρκεια του 1942, απέδωσε καρπούς κατά τη διοργάνωση και υλοποίηση της μαζικότερης, έως τότε, αντιστασιακής του ενέργειας. Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 κατέβηκαν σε απεργία φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι διαφόρων κλάδων, πραγματοποιώντας παράλληλα μαζική διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Η συγκεκριμένη κινητοποίηση, πέρα από τη μαζικότητά της, καθώς σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες οι διαδηλωτές κυμαίνονταν μεταξύ 30 και 40 χιλιάδων, έφερε δύο ακόμη χαρακτηριστικά που τη διαφοροποίησαν από τις προηγούμενες και τα οποία παράλληλα πιστοποιούσαν την ωρίμανση των οργανωτικών πρακτικών του ΕΑΜ.
Το πρώτο είχε να κάνει με το γεγονός ότι το κεντρικό της αίτημα, που όπως και σε όλες τις κινητοποιήσεις του 1942 ήταν το επισιτιστικό, πλαισιώθηκε για πρώτη φορά με αμιγώς πολιτικά αιτήματα που στρέφονταν κατά των συλλήψεων, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων Ελλήνων πολιτών από τις δυνάμεις κατοχής. Η συνθηματολογία αυτή υποδήλωνε το σταδιακό μετασχηματισμό που συντελούνταν στο εσωτερικό του μαζικού διεκδικητικού κινήματος, με τη μετάβαση από τα αμιγώς επισιτιστικά αιτήματα στις πολιτικές διεκδικήσεις. Η εξέλιξη αυτή συντελέστηκε σ’ ένα ευνοϊκό για την Αντίσταση κλίμα, λόγω των γεγονότων που προηγήθηκαν, τα οποία αναπτέρωσαν το ηθικό και την αγωνιστική διάθεση των Αθηναίων. Στις αρχές του Νοέμβρη έγινε γνωστή η μεγάλη νίκη των συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν, ενώ στις 19 Νοεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ. Όμως το γεγονός που πλημμύρισε με ενθουσιασμό τους κατεχόμενους Αθηναίους, ήταν η γνωστοποίηση της πρώτης μεγάλης επιχείρησης του ελληνικού αντάρτικου με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 προς 26 Νοεμβρίου 1942.
Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποίησε τη διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου από τις προγενέστερες αντιστασιακές εκδηλώσεις, ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος νεκρός του μαζικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα, ο φοιτητής Μήτσος Κωνσταντινίδης.[9] Το κίνημα αποκτούσε πλέον τους μάρτυρές του, γεγονός που αποτύπωνε μια νέα πραγματικότητα: όσο το ΕΑΜ διεύρυνε την πολιτική του επιρροή, τόσο πιο βίαιη γινόταν η αντίδραση των κατοχικών δυνάμεων. Η διαδήλωση 30 έως 40 χιλιάδων Αθηναίων που εξέφραζαν δημόσια την αντίθεσή τους στο κατοχικό καθεστώς, πιστοποιούσε τη μετατροπή των ολιγάριθμων αντιστασιακών πυρήνων των αρχών του 1942, σε πολιτική δύναμη αμφισβήτησης της κατοχικής εξουσίας στα τέλη του ίδιου χρόνου.
Αν η διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου αποτέλεσε σημείο καμπής για την ανάπτυξη του εαμικού κινήματος, οι εξελίξεις του αμέσως επόμενου τριμήνου, σηματοδότησαν το πέρασμά του στον αμιγώς πολιτικό αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση των δωσίλογων και τις αρχές κατοχής. Η δυσμενής εξέλιξη του πολέμου για τις δυνάμεις του Άξονα - μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατάρχη Πάουλους στο Στάλινγκραντ στις 2 Φεβρουαρίου 1943 και τη διαφαινόμενη ήττα των στρατευμάτων του Στρατάρχη Ρόμμελ στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής - έφερε τους κατοίκους των κατεχόμενων ευρωπαϊκών κρατών αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του γερμανικού στρατού σε έμψυχο δυναμικό, οδήγησαν στην επιλογή της μετακύλησης μέρους του κόστους για τη συνέχιση του πολέμου στους πολίτες των κατεχόμενων χωρών, οι οποίοι καλούνταν πλέον να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που εγκατέλειπαν οι Γερμανοί εργάτες για να σταλούν στα μέτωπα του πολέμου.[10]
Πέρα από τους παραπάνω εξωγενείς παράγοντες, η εαμική αντιστασιακή δράση το 1943 καθορίστηκε και από μια κεντρικής σημασίας εσωτερική εξέλιξη. Το Φεβρουάριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η πολυαναμενόμενη ενοποίηση των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων στο οργανωτικό σχήμα της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ). Σύντομα η ΕΠΟΝ μετατράπηκε στην πολυπληθέστερη αντιστασιακή οργάνωση, συμπεριλαμβάνοντας στις τάξεις της το δυναμικότερο στοιχείο της αθηναϊκής αντίστασης: τη νεολαία. Αν και οι διεργασίες για τη συγκρότηση μιας ενιαίας νεολαΐστικης αντιστασιακής οργάνωσης είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 1942, η εαμική ηγεσία διαβλέποντας ότι η κλιμάκωση των πιέσεων που ασκούσαν οι κατοχικές δυνάμεις θα οδηγούσε στην έντονη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας, επιτάχυνε τις διαδικασίες με στόχο η ΕΠΟΝ να είναι παρούσα στις κινητοποιήσεις και να λειτουργήσει ως φορέας εισαγωγής των μαζών στο εαμικό κίνημα.
Η ΕΠΟΝ ιδρύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1943, μια ημερομηνία κάθε άλλο παρά τυχαία, καθώς την επομένη, στις 24 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση των κατοίκων της πρωτεύουσας ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό όλοι οι κάτοικοι της χώρας, ηλικίας από 16 έως 45 ετών, ήταν υποχρεωμένοι να αναλάβουν υποδεικνυόμενη από τις αρχές κατοχής εργασία και εκτός του τόπου κατοικίας τους, συγκροτημένοι σε συμβιωτικές ομάδες εργασίας εντός στρατοπέδων. Με άλλα λόγια, το μέτρο αυτό έπληττε το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, καθώς ο κίνδυνος της μαζικής αποστολής Ελλήνων στα εργοστάσια της Γερμανίας ήταν πλέον ορατός.
Πράγματι, στις 24 Φεβρουαρίου 1943 εκδηλώθηκε γενική απεργία στην Αθήνα, η οποία συνοδεύτηκε με τη διαδήλωση περισσότερων από 50 χιλιάδων Αθηναίων στο κέντρο της πόλης. Οι συγκρούσεις άρχισαν νωρίς το πρωί, έχοντας πολλές διάσπαρτες εστίες στο κέντρο της Αθήνας. Οι επιθέσεις των Ιταλών καραμπινιέρων προκαλούσαν τη διάσπαση των διαδηλωτών και τις συνεχείς επανασυγκεντρώσεις τους σε προσυμφωνημένα σημεία στην πόλη. Μετά από ένα δίωρο περίπου συνεχών συγκρούσεων, οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το κτίριο του Υπουργείου Εργασίας με στόχο να καταστρέψουν τις ονομαστικές καταστάσεις εργαζομένων, βάσει των οποίων οι αρχές κατοχής θα μπορούσαν να εντοπίσουν τους προς επιστράτευση πολίτες.
Η διλοχία Ιταλών καραμπινιέρων που φύλασσε το κτίριο του υπουργείου, στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας στα Εξάρχεια, δεν στάθηκε αρκετή για να αναχαιτίσει το επιτιθέμενο πλήθος, παρά τους αρχικούς πυροβολισμούς στον αέρα και στη συνέχεια επί των διαδηλωτών. Όσοι κατάφεραν να μπουν στο κτίριο «ξεποδαριάζουν τα παράθυρα και σπάνε τουλάπες, γραφεία, τζάμια […] Αδειάζουν τα αρχεία και συγκεντρώνουν χαρτιά και ξύλα στους διαδρόμους, τα σκορπούν στα γραφεία και βάζουν φωτιά».[11] Η φωτιά κατάστρεψε μέρος του κτιρίου. Οι βίαιες συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον τριών και τον τραυματισμό 59 διαδηλωτών.[12]
Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, με απεργίες που οργανώθηκαν από το εργατοϋπαλληλικό ΕΑΜ και το συνδικαλιστικό τομέα του ΕΔΕΣ Αθηνών, στις οποίες για μια ακόμη φορά πρωτοστάτησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι φοιτητές. Οι κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στις 5 Μαρτίου 1943, ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα, η οποία εξελίχθηκε στη μαζικότερη έως τότε διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με τους διαδηλωτές να εισβάλουν για μια ακόμη φορά στο Υπουργείο Εργασίας. Αποτέλεσμα των σφοδρών συγκρούσεων που σημειώθηκαν μέσα και έξω από το κτίριο, ήταν ο θάνατος τουλάχιστον τριών διαδηλωτών από τα πυρά ιταλικών αλλά και γερμανικών δυνάμεων, που είχαν αποσταλεί προς ενίσχυσή τους, και το εκ νέου κάψιμο όσων ονομαστικών καταστάσεων είχαν διασωθεί από την πρώτη εισβολή.[13]
Τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη που πέτυχε το οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα της πόλης κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η οποία οδήγησε στην απόσυρση του μέτρου και στην αντικατάσταση του πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου από έναν έμπειρο πολιτικό όπως ο Ιωάννης Ράλλης, προσπάθησε να απαξιώσει η δωσίλογη κυβέρνηση μέσω ανακοίνωσης του πρωθυπουργού, που δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο Τύπο στις 7 Μαρτίου 1943. Στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει τον πολιτικό χαρακτήρα των συγκρούσεων, ο Λογοθετόπουλος έκανε λόγο για τρομοκρατική δράση μιας μικρής ομάδας «αναρχικών» που παρέσυρε πολλούς εργαζόμενους, παρακωλύοντας τη λειτουργία της αγοράς και λεηλατώντας καταστήματα και κατοικίες, με στόχο την τρομοκράτηση των φιλήσυχων και νομοταγών πολιτών:
«Η Κομμουνιστική οργάνωσις ΕΑΜ παρασύρασα δυστυχώς και πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και φοιτητάς […] επροκάλεσεν αναρχικάς συγκεντρώσεις ανά την πόλιν με σκοπόν να παρακωλύση την ελευθέραν κίνησιν και λειτουργίαν των δημοσίων καταστημάτων και του εμπορίου […] Διεπιστώθη ότι οι προκαλέσαντες τας χθεσινάς ταραχάς ελεηλάτησαν καταστήματα, εισέδυσαν μέχρι και ιδιωτικών κατοικιών, τρομοκρατήσαντες τους ενοίκους […]».[14]
Η μεγάλη αυτή νίκη είχε πολλαπλά οφέλη για το αντιστασιακό κίνημα της πόλης. Πρώτον, απέδειξε στην πράξη ότι η Αντίσταση αποτελούσε τον μοναδικό φορέα προάσπισης της κατεχόμενης κοινωνίας, έναν φορέα που μπορούσε να εκφράσει πολιτικά μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και να οδηγήσει σε νίκες απέναντι στις κατοχικές αρχές και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Δεύτερον, δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά πρακτικές κινητοποίησης και δράσης, η επιτυχία των οποίων οδήγησε στην οργανωτική ωρίμανση της Αντίστασης. Τρίτον, δημιούργησε ένα κλίμα μαζικής αποδοχής της Αντίστασης από τον αθηναϊκό λαό, μια αποδοχή που σήμερα μοιάζει δεδομένη, αλλά αποτελούσε ζητούμενο για τις αντιστασιακές οργανώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το ζήτημα της οργανωτικής ωρίμανσης, υπήρξε ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων του αντιστασιακού κινήματος. Η διαρκής αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων στις απεργίες και τις διαδηλώσεις, ήταν το ορατό αποτέλεσμα σειράς διεργασιών που υλοποιούνταν στο εσωτερικό των αντιστασιακών οργανώσεων. Σε ότι είχε να κάνει τουλάχιστον με το ΕΑΜ, μετά από κάθε μεγάλη κινητοποίηση, η ηγεσία του σε επίπεδο πόλης, επεξεργάζονταν διάφορες πρακτικές για τη βελτίωση του αντιστασιακού αγώνα. Η δυνατότητα να δοκιμάζονται διαρκώς οι πρακτικές αυτές στην πράξη, οδήγησε στο μετασχηματισμό και μετεξέλιξη των προπολεμικών παράνομων μεθόδων μέσα από την προσαρμογή τους στην κατοχική πραγματικότητα.
Έτσι δημιουργήθηκαν σταδιακά ομάδες περιφρούρησης των διαδηλώσεων (οπλισμένες αρχικά με πέτρες και ξύλα), που είχαν ως στόχο να φυγαδεύουν τους τραυματίες σε ασφαλή σπίτια ή νοσοκομεία όπου θα τους παραλάμβαναν εαμίτες γιατροί, να δρουν ως ομάδες κρούσης διασπώντας κλοιούς αστυνομικών και να απελευθερώνουν συλληφθέντες. Παράλληλα σε κάθε διαδήλωση ενεργοποιούνταν ομάδες συντονισμού οι οποίες κατεύθυναν τις διαδηλώσεις και όριζαν τα σημεία επανασυγκεντρώσεων σε περίπτωση διάλυσης της διαδήλωσης από τις δυνάμεις καταστολής. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της ωρίμανσης του εαμικού οργανωτικού μηχανισμού, υπήρξε η συγκρότηση στις αρχές του 1943 Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής, η οποία ανέλαβε την οργάνωση και υλοποίηση όλων των κινητοποιήσεων (απεργιών, διαδηλώσεων, συλλαλητηρίων) των εαμικών οργανώσεων.
Από την πολιτική δράση στην ένοπλη σύγκρουση
Η νίκη του αντιστασιακού κινήματος ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης, σηματοδότησε την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην κατεχόμενη Αθήνα. Η ανοιχτή αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας των δυνάμεων κατοχής, οδήγησε στη διάδοση του αντιστασιακού πνεύματος. Πλέον, η προπαγάνδα της δωσίλογης κυβέρνησης γίνονταν πιστευτή όλο και από λιγότερους, ενώ το δέος απέναντι στον κατακτητή υποχωρούσε. Από αυτό το σημείο και μετά η εξουσία των κατακτητών και της διορισμένης από αυτούς κυβέρνησης, στηρίζονταν όλο και περισσότερο στη μαζική τρομοκρατία της βίας, των συλλήψεων και των ομαδικών εκτελέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ από το Μάιο του 1942, που ξεκίνησαν οι εκτελέσεις στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, μέχρι και τον Μάρτιο του 1943 είχαν εκτελεστεί 37 άτομα, από τον Απρίλιο μέχρι το τέλος του 1943 εκτελέστηκαν 103 άτομα.[15]
Η μαζικοποίηση της Αντίστασης και κυρίως του «κομμουνιστικού» ΕΑΜ, οδήγησε στη συσπείρωση μέρους του αστικού πολιτικού και στρατιωτικού κόσμου, το οποίο εναρμονίστηκε πλήρως με την αντικομμουνιστική ρητορεία της χιτλερικής προπαγάνδας. Ο διορισμός του Ιωάννη Ράλλη ως πρωθυπουργού, υπήρξε αφετηρία αυτής της προσπάθειας, καρπός της οποίας ήταν η ίδρυση ελληνικών ένοπλων σωμάτων, των Ταγμάτων Ασφαλείας, «με την ευγενή και πρόθυμον συνδρομήν των Γερμανικών Αρχών», με στόχο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος, όπως επισήμανε με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό ο πρωθυπουργός:
«Η κυβέρνησις θα ήτο αναξία του ονόματός της και κατωτέρα των περιστάσεων, αν άφηνε τους εν τη χώρα δρώντας τρομερούς κακούργους να συνεχίσουν το μυσερόν έργον των. Δια τούτο εθεώρησεν ως υπέρτατον αυτής καθήκον την οργάνωσιν ενόπλου δυνάμεως, δια να την αντιτάξη κατά των κακοποιών [...] Την δύναμιν ταύτην συνεκροτήσαμεν με την ευγενή και πρόθυμον συνδρομήν των Γερμανικών Αρχών [...] Με την αυτήν συμπάθειαν πρέπει να περιβάλη ο ελληνικός λαός και όλους εκείνους τους γενναίους οι οποίοι βαθέως συναισθανόμενοι τον κίνδυνον του κοινωνικού μας καθεστώτος και συνεπώς τον εθνικόν κίνδυνον εζήτησαν οι ίδιοι παρά των Γερμανικών στρατιωτικών Αρχών να ενισχυθώσι δι’ όπλων, όπως επιτελέσουν το προς την πατρίδα των καθήκον.»[16]
Κεντρικό ρόλο στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας διαδραμάτισαν προσωπικότητες του προπολεμικού πολιτικού βίου. Η ετερόκλητη συμμαχία φανατικών βενιζελικών και αντιβενιζελικών του Μεσοπολέμου, όπως ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Στυλιανός Γονατάς, ο υποστράτηγος Βασίλειος Ντερτιλής, ο Ιωάννης Ράλλης, πιστοποιούσε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας. Η συγκρότηση αντιεαμικών δυνάμεων, συμπαρέσυρε και τμήμα των Σωμάτων Ασφαλείας σε απόλυτη συνεργασία με τους κατακτητές, με στόχο την κάμψη του εαμικού κινήματος και την αποτροπή της κατάληψης της εξουσίας από αυτό μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα.
Ο ρόλος που καλούνταν να διαδραματίσουν τα Τάγματα και Σώματα Ασφαλείας ως προασπιστές του κοινωνικού καθεστώτος, έγινε ορατός με τραγικό τρόπο κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των Αθηναίων ενάντια στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην κεντρική Μακεδονία. Στη διαδήλωση της 22ας Ιουλίου 1943, που ήταν η μαζικότερη της Κατοχής στην Ελλάδα και μια από τις μαζικότερες κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, περισσότεροι από 100.000 διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες και άνδρες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων. Όταν η διαδήλωση έφτασε έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, γερμανικά άρματα άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Γρήγορα, οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν στους γύρω δρόμους. Οι περισσότεροι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά στην οδό Ομήρου και στους δρόμους γύρω από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, ενώ ενεργή ήταν και η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής που καταδίωκαν τους διαδηλωτές στα γύρω στενά. Η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης άφησε περίπου 60 νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους της Αθήνας.[17]
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το ΕΑΜ σε μια ακόμη αλλαγή του αντιστασιακού του προσανατολισμού στην Αθήνα. Η συμμετοχή ανδρών της ελληνικής χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων στην καταστολή των διαδηλώσεων και η έναρξη των επιδρομών των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας στους μαζικούς χώρους (εργοστάσια – νοσοκομεία), οδήγησαν στο μετασχηματισμό της εαμικής δράσης στην πόλη. Από το φθινόπωρο του 1943, το ΕΑΜ ανέπτυξε το ένοπλο σκέλος του, τον ΕΛΑΣ, μεταφέροντας το κέντρο βάρους της δράσης του από το κέντρο της πόλης στις συνοικίες της. Η χωροταξική αναδιάταξη συνοδεύτηκε από το μετασχηματισμό της μορφής και του χαρακτήρα της αντιστασιακής δράσης: από τον πολιτικό αγώνα των μαζικών κινητοποιήσεων, η εαμική αντίσταση έλαβε πλέον κυρίως τη μορφή της ένοπλης δράσης στις συνοικίες της Αθήνας. Καθοριστική σημασία σε αυτό το μετασχηματισμό διαδραμάτισε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1943. Η αποχώρηση των Ιταλών οδήγησε στον εξοπλισμό του ΕΑΜ, μέσα από την κάρπωση στρατιωτικού υλικού που αντάλλασαν και πουλούσαν μαζικά οι αποχωρούντες Ιταλοί στρατιώτες και στη μείωση της παρουσίας των κατακτητών στις συνοικίες της πόλης.
Δεν είναι τυχαίο, και αυτό αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που πιστοποιεί τον ταξικό χαρακτήρα της εμφύλιας σύγκρουσης στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου της Κατοχής, ότι οι προσφυγικές και γενικότερα λαϊκές συνοικίες της πόλης αποτέλεσαν τα προπύργια της εαμικής αντίστασης και τους κύριους στόχους των αντιεαμικών δυνάμεων. Η ταξική γεωγραφία των μεγάλων μπλόκων, τα οποία αποτέλεσαν την κορύφωση της τρομοκρατικής βίας των γερμανικών αρχών κατοχής και υλοποιήθηκαν από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας το 1944, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι όλα διενεργήθηκαν σε φτωχές προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας: στη Ν. Ιωνία (Καλογρέζα), στις 15 Μαρτίου 1944 με 160 συλληφθέντες και 23 επί τόπου εκτελεσθέντες, στη Γούβα, στις 18 Ιουνίου 1944 με 1.000 συλληφθέντες και στις 4 Ιουλίου 1944 με 200 συλληφθέντες, στον Βύρωνα, την 1 Αυγούστου 1944 με 200 συλληφθέντες και στις 7 Αυγούστου 1944 με 1.000 συλληφθέντες και 12 επιτόπου εκτελεσθέντες, στου Δουργούτη (περιοχή του σημερινού Νέου Κόσμου) - Κατσιπόδι (σημερινή Δάφνη) - Φάρο Ν. Σμύρνης στις 9 Αυγούστου 1944 με 5.000 συλληφθέντες και 190 επιτόπου εκτελεσθέντες, στην Καλλιθέα στις 24, 25 και 28 Αυγούστου 1944 με 93 συνολικά εκτελεσθέντες.[18]
Για λόγους οικονομίας δεν είναι δυνατό να επεκταθούμε στην αναλυτική παρουσίαση των εμφύλιων συγκρούσεων του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η εμφύλια βία και οι διάφορες μορφές που αυτή έλαβε στην Αθήνα (από τη αδιάκριτη βία των μπλόκων, μέχρι και τη στοχευμένη και εκδικητική βία των εκτελέσεων και των δολοφονιών ανάμεσα στην ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά και τα Τάγματα και Σώματα Ασφαλείας και τις διάφορες αντικομμουνιστικές οργανώσεις από την άλλη), στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 1.500 άτομα.
Το ΕΑΜ ξεκινώντας ως μια, ανάμεσα σε άλλες, αντιστασιακή οργάνωση το φθινόπωρο του 1941, κατάφερε να εξελιχθεί σε ένα μαζικό αντιστασιακό κίνημα. Ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη ήταν ότι το ΕΑΜ αξιοποίησε την εμπειρία του προπολεμικού ΚΚΕ στην οργάνωση και λειτουργία παράνομων οργανώσεων, εμπειρία που δεν έφεραν οι υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις. Σημαντικότερη όμως υπήρξε η πολιτική του επιδίωξη που στόχευε στη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος. Το ΕΑΜ διατύπωσε εξαρχής το διττό χαρακτήρα της αντιστασιακής του δράσης (εθνικοαπελευθερωτικός και κοινωνικός αγώνας), με τον στόχο της αποτροπής επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος μετά τον πόλεμο όχι μόνο να μην ατονεί – όπως συνέβη στην περίπτωση άλλων αντιστασιακών οργανώσεων που σταδιακά τον εγκατέλειψαν – αλλά να καθορίζει όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό την εαμική πολιτική.
Κλείνοντας τη συνοπτική αυτή παρουσίαση του εαμικού κινήματος που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Αθήνα, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό υπήρξε ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο διαμορφώθηκε από τους προπολεμικούς πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, τους τρόπους με τους οποίους αυτοί μετασχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα νέα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που προκάλεσε η ρήξη της στρατιωτικής κατοχής και την ανάδυση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, για πρώτη φορά μαζικά, στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής μέσα από τη συμμετοχή τους στην οργανωμένη αντίσταση. Επιπρόσθετα, μια σειρά πολιτισμικών και κοινωνικών παραμέτρων που καθόρισαν κυρίως τις επιλογές της νεολαίας και είχαν να κάνουν με τη διαμόρφωση μιας νέας και συλλογικής πολιτικής ταυτότητας, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και κυρίως στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του εαμικού κινήματος στην Αθήνα. Δυστυχώς, η διαπραγμάτευση αυτών των παραμέτρων δεν μπορεί να υλοποιηθεί στο πλαίσιο ενός συνοπτικού άρθρου.
Το ΕΑΜ εξέφρασε, μέσα από την ευρεία κοινωνική συμμαχία που δημιούργησε, την επιθυμία μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού να απελευθερωθεί από την ξένη στρατιωτική κατοχή και, όσο αυτή η στιγμή πλησίαζε, να διεκδικήσει τη δημιουργία μιας δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας μετά τη λήξη του πολέμου. Όμως όσα ακολούθησαν μετά την απελευθέρωση, με κορύφωση τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, οδήγησαν στην πολιτική ήττα του εαμικού κινήματος, καταδικάζοντας τους νικητές της Αντίστασης σε μακροχρόνιο πολιτικό και κοινωνικό αποκλεισμό.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι διδάκτορας ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και οικονομολόγος.
Το άρθρο αυτό βασίζεται σε στοιχεία που συνέλλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας για τη συγγραφή διδακτορικής διατριβής με τίτλο «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα. Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας: Καισαριανή, Βύρωνας, Παγκράτι, Γούβα, Υμηττός».
[1] ΕΔΕΣ, Το πρόγραμμα του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου, Αθήνα, 1943.
[2] ΠΕΑΝ, Τι πιστεύουμε, Αθήνα, 1941.
[3] Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, Αθήνα, Δωρικός, 1983, σ. 160.
[4] ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τόμος 5ος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ. 54.
[5] Πράγματι, όπως προκύπτει από την εξαίρετη μελέτη τεσσάρων ελλήνων ψυχιάτρων-ψυχολόγων, Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμος, Α. Καλούτσης και Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, Αθήνα, Οδυσσέας, 1991, σειρά Τρίαψις Λόγος 3, πρώτη έκδοση το 1947, η επιλογή της ανάληψης αντιστασιακής δράσης λειτούργησε λυτρωτικά για χιλιάδες κατοίκους της πόλης. Η μελέτη αυτή, που πρέπει να σημειωθεί ότι βασίστηκε σε στοιχεία που συλλέχτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και τον πρώτο χρόνο μετά την απελευθέρωση, αναδεικνύει μια ελάχιστα μελετημένη πτυχή της αντιστασιακής δράσης, αυτή που σχετίζεται με την ψυχολογία της Αντίστασης και η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη μαζικοποίηση του αντιστασιακού κινήματος.
[6] Πρωία, 19 Απριλίου 1942.
[7] Διοικητική έκθεση του συνταγματάρχη Βάλτερ Βάιγκολντ, επιτελάρχη στη στρατιωτική διοίκηση Νοτίου Ελλάδος, για το διάστημα Ιούλης-Σεπτέμβρης 1942 με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 1942, παρατίθεται στο Μάρτιν Ζέκεντορφ, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991, σ. 143.
[8] Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Θανάση Χατζή, Γραμματέα του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στην κριτική του επί των εργασιών της Β΄ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942: «Τα στελέχη που πήραν μέρος στη Συνδιάσκεψη ήταν [...] όλα από την παλιά φρουρά του Κόμματος. Βιολογικά, βέβαια, στην πλειοψηφία τους νέοι, αλλά ψυχολογικά και από άποψη συνηθειών και βιωμάτων γερασμένοι. Και στο αρχικό στάδιο ο πρακτικισμός και οι εμπειρίες από την παράνομη οργάνωση και δράση, μαζί με την χωρίς όρια εργατικότητα και αυτοθυσία, τους βοήθησε να ανταποκριθούν στις αποστολές και να αποσπάσουν τη γενική εκτίμηση των νέων μελών του Κόμματος. Όταν όμως η Συνδιάσκεψη είχε να αντιμετωπίσει και να δώσει λύσεις σε προβλήματα πολέμου, επανάστασης και εξουσίας, για να κάνει το Κόμμα υπεύθυνη πολιτική δύναμη, φάνηκε η ανεπάρκειά τους. Αν γίνονταν δεκτή η εισήγηση του Σιάντου και έπαιρναν μέρος στη Συνδιάσκεψη νέοι άνθρωποι του Κόμματος, που θα φέρνανε τον αέρα της αντικατοχικής έξαρσης και των επαναστατικών απαιτήσεων του λαού, ασφαλώς οι αποφάσεις θα ήταν διαφορετικές [...] Η ιεράρχηση των καθηκόντων θα ανατρέπονταν ριζικά», Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση, τ. Α΄, σ. 408.
[9] «Είχα προχωρήσει στην οδό Ζαΐμη. Πλάι μου ήταν ο Μήτσος ο Κωνσταντινίδης [...] Ακριβώς τη στιγμή που προχωρούσαμε, ένα τζιπ με δύο Ιταλούς [...] προχώρησε κατ’ ευθείαν πάνω μας σα σφήνα. Φυσικά αυτό μας ανάγκαζε να τραβιόμαστε άλλοι απ’ τη μια πλευρά και άλλοι απ’ την άλλη. Ο Κωνσταντινίδης άρχισε να φωνάζει “πιαστείτε χέρι με χέρι να μην αφήσουμε τους φασίστες να προχωρήσουν”. Σε αυτή ακριβώς τη στιγμή, ο υπαξιωματικός ο Ιταλός πυροβόλησε και η σφαίρα βρήκε τον Κωνσταντινίδη ψηλά στον ώμο και βγήκε απ’ το μέρος της καρδιάς. Τον λάβαμε, μόλις προλάβαμε να τον πάμε σ’ ένα διπλανό σπίτι όπου ξεψύχησε [...] Τελικά οι διαδηλωτές και οι Επιτροπές μπήκαν στο Υπουργείο Εργασίας όπου και το κατέλαβαν». Μαρτυρία Κώστα Λιναρδάτου στελέχους της ΕΠΟΝ στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών στο 5ο επεισόδιο με τίτλο «Οι αγώνες στις πόλεις» της σειρά ντοκιμαντέρ «Το χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», σκηνοθεσία Αντώνης Βογιάζος, σενάριο Πέτρος Ανταίος-Αντώνης Βογιάζος, ιστορικός σύμβουλος Νίκος Σβορώνος, παραγωγή Τομέας Μόρφωσης ΕΤ1, Τμήμα Επιμορφωτικών Εκπομπών, αταξινόμητο αρχείο ΠΕΑΝ.
[10] Η εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού των κατεχόμενων χωρών και ιδιαίτερα της Σοβιετικής Ένωσης, Πολωνίας και Γαλλίας, έλαβε κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου τεράστιες διαστάσεις. Σύμφωνα με τον Ulrich Herbert, οι ξένοι εργάτες στη χιτλερική Γερμανία αυξήθηκαν από 301.000 άτομα το 1939 σε 7.126.000 το 1944, φτάνοντας το 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού, Ulrich Herbert, A History of Foreign Labor in Germany, 1880–1980: Seasonal Workers/Forced Laborers/Guest Workers, University of Michigan Press, 1990, παρατίθεται στο Panikos Panayi, «Expoitation, Criminality, Resistance. The Everyday Life of Foreign Workers and Prisoners of War in the German Town of Osnabruck, 1939-1949», Journal of Contemporary History 40, 2005, σ. 483.
[11] Ελευθέριος Δέπος, «Η νίκη του ελληνικού λαού στη μάχη για την ματαίωση της πολιτικής επιστρατεύσεως», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως 25-26, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1960, σ. 27.
[12] Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στη διαδήλωση της 24ης Φεβρουαρίου σκοτώθηκαν τουλάχιστον τρία άτομα: ο Διονύσης Δημακόπουλος, ανάπηρος πολέμου, μέλος του ΚΚΕ, ο Νικόλαος Κουκουβάς ή Κουκουράβας, ζαχαροπλάστης, μέλος του ΕΑΜ Κουκακίου και ο Ιωάννης Δρακόπουλος, μαθητής του Ε΄ γυμνασίου Αθηνών από πυρά καραμπινιέρου στις κινητοποιήσεις των μαθητών στο Παγκράτι.
[13] Στις συγκρούσεις της 5ης Μαρτίου σκοτώθηκαν τουλάχιστον τρία άτομα: ο Γιώργος Μαρινάκης, επικεφαλής λόχου του ΕΛΑΣ, ο επονίτης Ανδρέας Μουρκούσης και ο Εδμόνδος Τορόν, σπουδαστής ΕΜΠ και μέλος της ΕΠΟΝ.
[14] Δέπος, «Η νίκη του ελληνικού λαού», σ. 32.
[15] Γιάννης Κουβάς, Σκοπευτήριο Καισαριανής. Η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας, Αθήνα, Εντός, 2003.
[16] Πρωία, 15 Ιανουαρίου 1944.
[17] Οι νεκροί της ημέρας εκείνης ήταν τουλάχιστον εννέα: ο Ιωάννης Κατσαρός, μέλος του ΕΑΜ Αθήνας, ο Δημήτρης Δουκάκης, ξυλουργός, κάτοικος Καισαριανής, ο Θανάσης Τεριακής, σπουδαστής του τμήματος Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων ΕΜΠ, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Παγκρατίου, ο Θωμάς Χατζηθωμάς, σπουδαστής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, μέλος του ΚΚΕ, μέλος της ΕΠΟΝ Σπουδάζουσας, ο Θεωνάς Μαυρομματίδης, φοιτητής Ανωτάτης Εμπορικής, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Κολωνού, η Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, μέλος της ΕΠΟΝ, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, εργάτρια, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Γκύζη, ο Αλέξανδρος Δεσύπρης, εφαρμοστής και ο Χρήστος Κοντός, επιπλοποιός. Ο τελικός αριθμός των νεκρών πρέπει να προσεγγίζει τους 15.
[18] Οι αριθμοί συλληφθέντων και εκτελεσθέντων προέρχονται από τα δελτία συμβάντων των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων, ΕΛΙΑ, Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, φακ. 46 και από δημοσιευμένα πρακτικών δικών των δωσίλογων στον μεταπολεμικό Τύπο.
Ο Ναπολέον Ζέρβας μαζί με άλλα 3 ηγετικά στελέχη του ΕΔΕΣ
Με άλλα λόγια, το αντιστασιακό κίνημα που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υπήρξε ένα πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο που εξέφραζε ταυτόχρονα το πατριωτικό αίσθημα για την απελευθέρωση της χώρας και το πολιτικό αίτημα για την αποτροπή επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος μετά τη λήξη του πολέμου, όπως συνέβη και σε άλλες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες. Ο διττός αυτός χαρακτήρας του αντιστασιακού αγώνα αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις ιδρυτικές διακηρύξεις όχι μόνο του ΕΑΜ, αλλά και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων. Στο πρόγραμμα του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) γινόταν αναφορά στην προπολεμική «πλουτοκρατική ολιγαρχία» η οποία δεν οδήγησε την Ελλάδα σε «πρόοδο, πολιτισμό και δικαιοσύνη» αλλά αντίθετα «της έδωσε, σαν αποκορύφωμα, το [βασιλιά] Γεώργιο και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου».
Οι συντάκτες του προγράμματος υποστήριζαν ότι ο πόλεμος έδειξε τις «τεράστιες δυνάμεις που κλείνει μέσα του ο Ελληνικός λαός», και τον καλούσαν να πάρει τις τύχες στα χέρια του με στόχο την «εθνική, οικονομική, κοινωνική, πνευματική και πολιτική του απελευθέρωση».[1] Με ακόμη περισσότερο απαξιωτικούς όρους χαρακτηρίζονταν το προπολεμικό πολιτικό καθεστώς στο ιδρυτικό κείμενο της ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων), όπου στιγματίζονταν οι προπολεμικοί πολιτικοί ως «κατατριβόμενοι στην καφφενειακή μικροπολιτική, στην συναλλαγή, στην εξυπηρέτηση των ατομικών των συμφερόντων» και τονίζονταν η ανάγκη ανατροπής αυτής της κατάστασης μεταπολεμικά.[2] Για τη μεγάλη πλειοψηφία των αντιστασιακών οργανώσεων που αντικατέστησαν τα πολιτικά κόμματα, ως εκφραστές του ελληνικού λαού σε συνθήκες παρανομίας, ο πόλεμος και η στρατιωτική κατοχή, υπήρξαν ευκαιρίες μέσα από τις οποίες μπορούσε ο ελληνικός λαός να διεκδικήσει την εθνική αλλά και την κοινωνική του απελευθέρωση.
Το ΕΑΜ ιδρύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941. Υπήρξε ένας συνασπισμός αριστερών κομμάτων, μεταξύ των οποίων το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα της Αθήνας είχε αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα. Όπως και στις υπόλοιπες κατεχόμενες πόλεις της Ευρώπης, έτσι και στην Αθήνα, στόχος της Αντίστασης δεν ήταν η ένοπλη αντιπαράθεση με τον καλύτερα εξοπλισμένο, περισσότερο έμπειρο και σαφώς πολυπληθέστερο στρατό κατοχής, αλλά η προάσπιση της δοκιμαζόμενης κοινωνίας μέσα από την προσπάθεια ελαχιστοποίησης των αρνητικών συνεπειών της στρατιωτικής κατοχής. Σε μια ασφυκτικά ελεγχόμενη από τους κατακτητές πόλη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα κύρια μέτωπα του πολέμου και με τον τρόμο των μαζικών αντιποίνων να απειλεί τον άμαχο πληθυσμό, η αντιστασιακή δράση μπορούσε να λάβει μόνο τη μορφή της πολιτικής διεκδίκησης.
Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Αθήνα, δεν υπήρξε αποτέλεσμα ενός «επί χάρτου» σχεδιασμού της ηγεσίας του. Ο χαρακτήρας της δράσης του και οι οργανωτικές του πρακτικές γνώρισαν σημαντικούς μετασχηματισμούς στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί στις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Έτσι, καθοριστικές για την ανάπτυξή του υπήρξαν οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές των αρχών κατοχής και των κυβερνήσεων που αυτές διόριζαν, οι επιπτώσεις που είχαν αυτές οι επιλογές αλλά και οι εξελίξεις στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου στις ζωές των Αθηναίων και η εμπειρία που αποκόμιζε το αντιστασιακό κίνημα από την ίδια τη δράση του.
Έτσι, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες, η ανάπτυξη των αντιστασιακών κινημάτων ακολούθησε ένα γενικό σχήμα: η παράταση της διάρκειας του πολέμου και οι πρώτες μεγάλες ήττες του Άξονα, οδήγησαν στην εντατικοποίηση των πιέσεων που ασκούσαν οι αρχές κατοχής στους κατεχόμενους λαούς. Οι πιέσεις αυτές με τη σειρά τους, έθεταν σε κίνδυνο όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, τόσο λόγω της επιδείνωσης της καθημερινότητας, όσο και μέσω της επιβολής του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης που μετέτρεψε εκατομμύρια ευρωπαίων πολιτών σε εργάτες των πολεμικών εργοστασίων του Ράιχ. Σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, με τις επίσημες κυβερνήσεις σε εξορία και με μεγάλα τμήματα των πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ελίτ να συνεργάζονται ανοικτά με τις δυνάμεις κατοχής, η ιδέα της Αντίστασης κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος στις συνειδήσεις των κατεχόμενων πληθυσμών.
Ο αγώνας της επιβίωσης ως αφετηρία για την ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος
Οι παραπάνω βασικοί παράγοντες διαμόρφωσαν τα κύρια στάδια ανάπτυξης και εκδήλωσης της εαμικής αντιστασιακής δράσης. Έτσι τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, που χαρακτηρίστηκε από την τραυματική εμπειρία του λιμού το χειμώνα 1941-1942, το νεοσύστατο ΕΑΜ προσανατολίστηκε στη συγκρότηση των οργανωτικών του πυρήνων και στην υποστήριξη του αγώνα του κατεχόμενου πληθυσμού να επιβιώσει. Στις αρχές Οκτωβρίου 1941, συγκροτήθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά οι πρώτες επιτροπές πόλεων του ΕΑΜ από τα κόμματα που το ίδρυσαν και από εκπροσώπους του Εργατικού ΕΑΜ (ΕΕΑΜ) και της νεολαίας. Η πρώτη Επιτροπή Πόλης του ΕΑΜ στην Αθήνα απαρτίζονταν από τον Στ. Βεόπουλο που αντιπροσώπευε το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, τον Δ. Μπενετάτο από το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος, τον Γ. Κοκκορέλη από την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας, τον Σπ. Καλοδίκη από το ΕΕΑΜ και τον Θ. Χατζή από το ΚΚΕ.[3] Η οργανωτική δομή του ΕΑΜ στην Αθήνα αρθρώθηκε σε δύο επίπεδα, το χωροταξικό - με τη διαίρεση της πόλης σε βόρειο, ανατολικό, δυτικό, νότιο και κεντρικό τομέα - και το συνδικαλιστικό, με την οργανωτική διαίρεση ανά επαγγελματικό και εκπαιδευτικό κλάδο.
Στόχος του ΕΑΜ υπήρξε η δημιουργία ενός μαζικού αντιστασιακού κινήματος το οποίο θα περιλάμβανε το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αντιτάσσονταν στον κίνδυνο της παγκόσμιας κυριαρχίας του φασισμού. Η συγκρότηση αυτού του μαζικού κινήματος επιχειρήθηκε στο πεδίο της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συναίνεσης που εξασφάλιζε ο αγώνας για την απελευθέρωση με απώτερο στόχο, όπως αναγράφεται στο ιδρυτικό του ΕΑΜ, το «σχηματισμό προσωρινής κυβερνήσεως του ΕΑΜ αμέσως μετά την εκδίωξιν των ξένων κατακτητών, μοναδικός σκοπός της οποίας θα είναι η προκήρυξις εκλογών δια συντακτικήν εθνοσυνέλευσιν, με βάσιν την αναλογικήν ίνα ο λαός αποφανθή κυριαρχικώς επί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του».[4]
Ο μεγάλος λιμός της κατοχικής Ελλάδας
Την περίοδο αυτή που κυριαρχούσε ο τρόμος του θανάτου από την πείνα, ο λιμός στοίχισε τη ζωή σε 40 – 45 χιλιάδες ανθρώπους στην Αθήνα, και το ΕΑΜ βρίσκονταν στα πρώτα στάδια ανάπτυξής του, έγιναν περισσότερο ορατά τα οργανωτικά κληροδοτήματα του προπολεμικού ΚΚΕ. Μπορεί λοιπόν το φθινόπωρο του 1941 το ΕΑΜ, όπως και οι υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, να αριθμούσε μερικές εκατοντάδες μέλη, αυτό όμως που το διαφοροποιούσε από αυτές και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στη συνέχεια, ήταν ότι οι κομμουνιστές που ενεργοποιήθηκαν στο πλαίσιό του ήταν φορείς της προπολεμικής εμπειρίας στην οργάνωση της παράνομης δράσης. Η εμπειρία αυτή υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για τη μαζικοποίηση του ΕΑΜ, καθώς, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, οι κομμουνιστές γνώριζαν καλά τις πρακτικές κινητοποίησης των μαζών και τους τρόπους οργάνωσης του αντιστασιακού αγώνα σε συνθήκες παρανομίας.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της Κατοχής, οι εαμικές οργανώσεις αναπτύχθηκαν στους μαζικούς χώρους (πανεπιστήμια, σχολεία, εργοστάσια), όπου το ΚΚΕ ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου είχε ισχυρές βάσεις, ως αντίγραφα των κομματικών του οργανώσεων σε μια συνδικαλιστική λογική οργάνωσης. Κύριος στόχος τους ήταν η αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος. Η βασική πρακτική που υιοθέτησαν οι εαμικές οργανώσεις για να εδραιωθούν στους μαζικούς χώρους, ήταν αυτή της ενσωμάτωσης των στρατηγικών επιβίωσης, που η αυτενέργεια των κατοίκων της πόλης δημιούργησε, στην αντιστασιακή δράση. Σε αυτή τη λογική, μέλη του ΕΑΜ ενεπλάκησαν στα πολυάριθμα δίκτυα προμήθειας και διανομής τροφίμων (εισήλθαν στις επιτροπές διαχείρισης συσσιτίων, στα διοικητικά συμβούλια προμηθευτικών συνεταιρισμών, στις επιτροπές οργάνωσης ομαδικών «εξορμήσεων» στην επαρχία προς εξεύρεση τροφίμων, στα δίκτυα κλοπής υλικών από τους εργάτες των επιταγμένων από το στρατό κατοχής παραγωγικών μονάδων) μετασχηματίζοντας την αυτοσχέδια δράση προς ατομικό όφελος σε συλλογική αντιστασιακή δράση.
Ταυτόχρονα συγκροτήθηκαν, κυρίως στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, επιτροπές διεκδίκησης τροφίμων και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, στο πρότυπο των εξωκομματικών οργανώσεων του Μεσοπολέμου, οργανώσεων δηλαδή που δημιουργούνταν με πρωτοβουλία και βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος και του ΕΑΜ, αλλά απαρτίζονταν κυρίως από άτομα που είχαν κύρος στις τοπικές κοινωνίες χωρίς να είναι απαραίτητα μέλη τους. Οι οργανώσεις αυτές υπήρξαν το πρόπλασμα των Λαϊκών Επιτροπών που τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής αποτέλεσαν φορείς της εαμικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, λειτουργώντας ως όργανα της εαμικής τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η ανάπτυξη του διεκδικητικού κινήματος
Η τραυματική εμπειρία του λιμού μείωνε στο ελάχιστο την αντιστασιακή διαθεσιμότητα του δοκιμαζόμενου πληθυσμού. Οι περιορισμένες ψυχικές και σωματικές δυνάμεις των κατοίκων της πόλης, αναλώνονταν εξολοκλήρου στην προσπάθεια για την ανεύρεση τροφής. Παράλληλα, το ίδιο χρονικό διάστημα το ΕΑΜ επιδίωκε τη συγκρότηση και εδραίωση των πρώτων αντιστασιακών του πυρήνων σε καθεστώς πλήρους παρανομίας, γεγονός που καθιστούσε πρώιμη κάθε σκέψη για μαζικές στρατολογήσεις. Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε σταδιακά από την άνοιξη και ιδιαίτερα από το καλοκαίρι του 1942, όταν η άφιξη της επισιτιστικής βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού οδήγησε στην ύφεση του λιμού, γεγονός που διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση του αντιστασιακού κινήματος σε ένα ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και δράσης.
Η ύπαρξη διατροφικού αποθέματος στην Αθήνα, μετέβαλε τη μορφή της αντιστασιακής δράσης, η οποία πλέον προσανατολίζονταν κυρίως προς τη διεκδίκηση της δίκαιης διανομής του, της διοχέτευσής του δηλαδή προς τα λαϊκά και μεσαία κοινωνικά στρώματα που δοκιμάστηκαν περισσότερο από το λιμό. Άλλωστε οι συνθήκες ήταν πρόσφορες. Η τραγική εμπειρία του λιμού έκανε από πολύ νωρίς κατανοητό στους κατοίκους της πόλης, ότι η πειθαρχία και η υπακοή στο νέο καθεστώς, ενείχε τους ίδιους αν όχι μεγαλύτερους κινδύνους για την επιβίωσή τους, απ’ ότι ο αγώνας για την ανατροπή του.[5]
Η σημαντικότερη αντιστασιακή ενέργεια της περιόδου αυτής, ήρθε από έναν επαγγελματικό κλάδο που δεν φημίζονταν για τις δυναμικές του κινητοποιήσεις. Στις 12 Απριλίου 1942 οι δημόσιοι υπάλληλοι κήρυξαν απεργία. Παρά τη σκληρή απάντηση της κυβέρνησης, με την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου να απολύσει τους απεργούς, «οι […] μη απεργήσαντες [υπάλληλοι] καταλαμβάνουν τας θέσεις των απολυθέντων συναδέλφων των, τα δε δημιουργηθέντα ούτω κενά θα συμπληρωθούν από πολεμιστάς της γραμμής των πρόσω και από θύματα πολέμου» και με την ανακοίνωση του πρωθυπουργού Γεωργίου Τσολάκογλου στον Τύπο ότι: «Η απεργία των θα μας δώση την αφορμήν να εξυγιάνωμεν την υπαλληλικήν τάξιν, να περιορίσωμεν τον αριθμόν των υπαλλήλων δια να αμείβωνται καλύτερον οι φιλόπονοι […] και οι φιλότιμοι»,[6] η απεργία συνεχίστηκε για δέκα περίπου ημέρες και στέφθηκε από επιτυχία.
Αυτού του τύπου η συνδικαλιστική – αντιστασιακή δράση με αμιγώς επισιτιστικά αιτήματα, ακολουθήθηκε μέχρι το τέλος του 1942, με κορύφωση τη γενική απεργία που κήρυξαν οι προσκείμενες στο ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ συνδικαλιστικές οργανώσεις στις 7 Σεπτεμβρίου του 1942, η οποία διήρκησε τέσσερις ημέρες. Στην απεργία αυτή δεν συμμετείχαν μόνο δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και τραπεζικοί, κατώτεροι δικαστικοί, εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες, ακόμη και εργαζόμενοι στα επιταγμένα από το στρατό κατοχής εργοστάσια, παρά τη σχετική απόφαση των αρχών κατοχής που απαγόρευε ρητά τις απεργίες σε αυτά, επισείοντας ποινές φυλάκισης έως και δέκα έτη για τους συμμετέχοντες και την ποινή του θανάτου για τους οργανωτές.[7]
Οι απεργίες του 1942 όπως και οι κινητοποιήσεις κατά τον εορτασμό των επετείων της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου την ίδια χρονιά, είχαν διπλό όφελος για την οργανωμένη αντίσταση και κυρίως για το ΕΑΜ, που καρπώθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό την επιτυχία τους, αξιοποιώντας και το εκτεταμένο και καλά οργανωμένο δίκτυο παράνομου Τύπου που είχε συγκροτήσει σε ολόκληρη την πόλη. Από τη μια πλευρά, τα θετικά αποτελέσματα των κινητοποιήσεων αυτών σε υλικό αλλά και σε ηθικό επίπεδο προσέλκυαν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, σπάζοντας την τρομοκρατία των κατακτητών που οδηγούσε στην αδράνεια. Από την άλλη, βελτίωναν τις οργανωτικές πρακτικές του ΕΑΜ, δοκιμάζοντας στην πράξη τρόπους κινητοποίησης των μαζών και στρατολόγησης νέων μελών.
Το εαμικό κίνημα ως παράγοντας μετασχηματισμού της προπολεμικής πολιτικής του ΚΚΕ
Η ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος υπήρξε ο κύριος παράγοντας πολιτικοποίησης των μαζών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Όμως η πολιτική του επιρροή εκδηλώθηκε και στο εσωτερικό των κομμάτων που το απάρτιζαν και ιδιαίτερα του ΚΚΕ. Αν και δεν είναι δυνατή, για λόγους οικονομίας, μια διεξοδικότερη ανάλυση των διεργασιών που συντελέστηκαν σε οργανωτικό επίπεδο, μπορεί απλά να αναφερθεί ότι, όπως φαίνεται από τα εσωκομματικά δελτία του ΚΚΕ και τα οργανωτικά έγγραφα του ΕΑΜ, μετά από κάθε μεγάλη κινητοποίηση ακολουθούσε ευρεία αποτίμηση του αποτελέσματος, κριτική των πρακτικών που υιοθετήθηκαν και προτάσεις για τη βελτίωσή τους. Οι διαδικασίες αυτές, αν και χαρακτηριστικές της οργανωτικής κουλτούρας του ΚΚΕ, διέφεραν σημαντικά από τις αντίστοιχες προπολεμικές. Αυτό οφείλεται σε δύο βασικά διαφοροποιητικά στοιχεία που έφεραν οι κατοχικοί σε σχέση με τους προπολεμικούς κομμουνιστές.
Το ένα ήταν αμιγώς πολιτικό και είχε να κάνει με την απομάκρυνση του Κομμουνιστικού Κόμματος από την επαναστατική λύση. Στην προσπάθειά του να διατηρήσει αρραγές το τεράστιο και ετερόκλητο κοινωνικό κίνημα που βρίσκονταν υπό συγκρότηση, επέλεξε να αμβλύνει τις προπολεμικές ταξικές του αναφορές και να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία μέσω κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Το δεύτερο στοιχείο είχε ως αφετηρία ένα οργανωτικό ζήτημα που σύντομα έλαβε διαστάσεις και χαρακτήρισε την πολιτική κουλτούρα του ΕΑΜ. Οι συνεχείς και επίμονες διώξεις του μεταξικού καθεστώτος είχαν ουσιαστικά διαλύσει το ΚΚΕ. Η εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, βρήκε χιλιάδες μέλη του εξόριστα και φυλακισμένα και τα κατά πολύ λιγότερα που είχαν διαφύγει της σύλληψης, αποκομμένα μεταξύ τους και κυριευμένα από το αίσθημα χαφιεδοφοβίας που είχε δημιουργήσει η δράση των διωκτικών μηχανισμών της μεταξικής δικτατορίας.
Απέναντι σε αυτή την εικόνα διάλυσης, η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεξε να προχωρήσει ταυτόχρονα στην ανασυγκρότηση του κόμματος και στη δημιουργία του ΕΑΜ. Η στρατολόγηση νέων μελών και μάλιστα η άμεση προώθησή τους σε κατώτερα και μεσαία στελέχη, έφερε στο εσωτερικό του κόμματος μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα. Οι μερικές εκατοντάδες προπολεμικοί κομμουνιστές που έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη του μαζικότερου αντιστασιακού κινήματος, έφεραν την πολιτική κουλτούρα του Μεσοπολέμου, που χαρακτηριζόταν από τον κλειστό, παράνομο και συνωμοτικό χαρακτήρα του ΚΚΕ, τους διωγμούς και την κομματική νοοτροπία που αναπτύχθηκε στους τόπους εξορίας και εγκλεισμού, τις εσωκομματικές συγκρούσεις και αποκλεισμούς, τη δογματική προσήλωση στις επιταγές της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ελληνικής κομματικής ηγεσίας.
Η πολιτική συγκρότηση των νέων μελών που εντάχθηκαν στο ΚΚΕ και στις εαμικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συντελέστηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Τα νέα μέλη και ιδιαίτερα η νεολαία, που στην περίπτωση της Αθήνας διαδραμάτισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στήριξαν την απόφαση της ένταξής τους στην εμπειρία που αποκόμισαν βιώνοντας τα γεγονότα του ελληνοϊταλικού πολέμου, της στρατιωτικής κατοχής και του κατοχικού λιμού. Αυτές οι εμπειρίες, που οι προπολεμικοί κομμουνιστές ερμήνευσαν σύμφωνα με την ήδη διαμορφωμένη πολιτική τους συγκρότηση, υπήρξαν η αφετηρία της πολιτικής συνειδητοποίησης των νέων της Κατοχής. Η εαμική εμπειρία παρήγαγε μια διαφορετική, από την προπολεμική, πολιτική κουλτούρα, η οποία είχε κινηματικό χαρακτήρα και εξέφραζε πλέον όχι μόνο την εργατική πρωτοπορία, αλλά την πολυσυλλεκτική κοινωνική βάση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.[8] Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και λόγω της εαμικής αντιστασιακής εμπειρίας, το ΚΚΕ μετασχηματίστηκε από το κόμμα της εργατικής τάξης, σ’ ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα, που αριθμούσε στο τέλος της Κατοχής εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, γεγονός που του πρόσφερε τη δυνατότητα να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία χωρίς να προσφύγει στην ένοπλη επαναστατική βία.
Από τα αμιγώς επισιτιστικά στα πολιτικά αιτήματα. Η πολιτικοποίηση του εαμικού κινήματος
Η οργανωτική και αντιστασιακή εμπειρία που απέκτησε το εαμικό κίνημα στη διάρκεια του 1942, απέδωσε καρπούς κατά τη διοργάνωση και υλοποίηση της μαζικότερης, έως τότε, αντιστασιακής του ενέργειας. Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 κατέβηκαν σε απεργία φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι διαφόρων κλάδων, πραγματοποιώντας παράλληλα μαζική διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Η συγκεκριμένη κινητοποίηση, πέρα από τη μαζικότητά της, καθώς σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες οι διαδηλωτές κυμαίνονταν μεταξύ 30 και 40 χιλιάδων, έφερε δύο ακόμη χαρακτηριστικά που τη διαφοροποίησαν από τις προηγούμενες και τα οποία παράλληλα πιστοποιούσαν την ωρίμανση των οργανωτικών πρακτικών του ΕΑΜ.
Το πρώτο είχε να κάνει με το γεγονός ότι το κεντρικό της αίτημα, που όπως και σε όλες τις κινητοποιήσεις του 1942 ήταν το επισιτιστικό, πλαισιώθηκε για πρώτη φορά με αμιγώς πολιτικά αιτήματα που στρέφονταν κατά των συλλήψεων, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων Ελλήνων πολιτών από τις δυνάμεις κατοχής. Η συνθηματολογία αυτή υποδήλωνε το σταδιακό μετασχηματισμό που συντελούνταν στο εσωτερικό του μαζικού διεκδικητικού κινήματος, με τη μετάβαση από τα αμιγώς επισιτιστικά αιτήματα στις πολιτικές διεκδικήσεις. Η εξέλιξη αυτή συντελέστηκε σ’ ένα ευνοϊκό για την Αντίσταση κλίμα, λόγω των γεγονότων που προηγήθηκαν, τα οποία αναπτέρωσαν το ηθικό και την αγωνιστική διάθεση των Αθηναίων. Στις αρχές του Νοέμβρη έγινε γνωστή η μεγάλη νίκη των συμμάχων στο Ελ Αλαμέιν, ενώ στις 19 Νοεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ. Όμως το γεγονός που πλημμύρισε με ενθουσιασμό τους κατεχόμενους Αθηναίους, ήταν η γνωστοποίηση της πρώτης μεγάλης επιχείρησης του ελληνικού αντάρτικου με την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 προς 26 Νοεμβρίου 1942.
Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποίησε τη διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου από τις προγενέστερες αντιστασιακές εκδηλώσεις, ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος νεκρός του μαζικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα, ο φοιτητής Μήτσος Κωνσταντινίδης.[9] Το κίνημα αποκτούσε πλέον τους μάρτυρές του, γεγονός που αποτύπωνε μια νέα πραγματικότητα: όσο το ΕΑΜ διεύρυνε την πολιτική του επιρροή, τόσο πιο βίαιη γινόταν η αντίδραση των κατοχικών δυνάμεων. Η διαδήλωση 30 έως 40 χιλιάδων Αθηναίων που εξέφραζαν δημόσια την αντίθεσή τους στο κατοχικό καθεστώς, πιστοποιούσε τη μετατροπή των ολιγάριθμων αντιστασιακών πυρήνων των αρχών του 1942, σε πολιτική δύναμη αμφισβήτησης της κατοχικής εξουσίας στα τέλη του ίδιου χρόνου.
Αν η διαδήλωση της 22ας Δεκεμβρίου αποτέλεσε σημείο καμπής για την ανάπτυξη του εαμικού κινήματος, οι εξελίξεις του αμέσως επόμενου τριμήνου, σηματοδότησαν το πέρασμά του στον αμιγώς πολιτικό αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση των δωσίλογων και τις αρχές κατοχής. Η δυσμενής εξέλιξη του πολέμου για τις δυνάμεις του Άξονα - μετά τη συνθηκολόγηση του Στρατάρχη Πάουλους στο Στάλινγκραντ στις 2 Φεβρουαρίου 1943 και τη διαφαινόμενη ήττα των στρατευμάτων του Στρατάρχη Ρόμμελ στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής - έφερε τους κατοίκους των κατεχόμενων ευρωπαϊκών κρατών αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του γερμανικού στρατού σε έμψυχο δυναμικό, οδήγησαν στην επιλογή της μετακύλησης μέρους του κόστους για τη συνέχιση του πολέμου στους πολίτες των κατεχόμενων χωρών, οι οποίοι καλούνταν πλέον να καλύψουν τις θέσεις εργασίας που εγκατέλειπαν οι Γερμανοί εργάτες για να σταλούν στα μέτωπα του πολέμου.[10]
Πέρα από τους παραπάνω εξωγενείς παράγοντες, η εαμική αντιστασιακή δράση το 1943 καθορίστηκε και από μια κεντρικής σημασίας εσωτερική εξέλιξη. Το Φεβρουάριο του 1943 πραγματοποιήθηκε η πολυαναμενόμενη ενοποίηση των νεανικών αντιστασιακών οργανώσεων στο οργανωτικό σχήμα της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ). Σύντομα η ΕΠΟΝ μετατράπηκε στην πολυπληθέστερη αντιστασιακή οργάνωση, συμπεριλαμβάνοντας στις τάξεις της το δυναμικότερο στοιχείο της αθηναϊκής αντίστασης: τη νεολαία. Αν και οι διεργασίες για τη συγκρότηση μιας ενιαίας νεολαΐστικης αντιστασιακής οργάνωσης είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 1942, η εαμική ηγεσία διαβλέποντας ότι η κλιμάκωση των πιέσεων που ασκούσαν οι κατοχικές δυνάμεις θα οδηγούσε στην έντονη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας, επιτάχυνε τις διαδικασίες με στόχο η ΕΠΟΝ να είναι παρούσα στις κινητοποιήσεις και να λειτουργήσει ως φορέας εισαγωγής των μαζών στο εαμικό κίνημα.
Η ΕΠΟΝ ιδρύθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1943, μια ημερομηνία κάθε άλλο παρά τυχαία, καθώς την επομένη, στις 24 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση των κατοίκων της πρωτεύουσας ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό όλοι οι κάτοικοι της χώρας, ηλικίας από 16 έως 45 ετών, ήταν υποχρεωμένοι να αναλάβουν υποδεικνυόμενη από τις αρχές κατοχής εργασία και εκτός του τόπου κατοικίας τους, συγκροτημένοι σε συμβιωτικές ομάδες εργασίας εντός στρατοπέδων. Με άλλα λόγια, το μέτρο αυτό έπληττε το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, καθώς ο κίνδυνος της μαζικής αποστολής Ελλήνων στα εργοστάσια της Γερμανίας ήταν πλέον ορατός.
Πράγματι, στις 24 Φεβρουαρίου 1943 εκδηλώθηκε γενική απεργία στην Αθήνα, η οποία συνοδεύτηκε με τη διαδήλωση περισσότερων από 50 χιλιάδων Αθηναίων στο κέντρο της πόλης. Οι συγκρούσεις άρχισαν νωρίς το πρωί, έχοντας πολλές διάσπαρτες εστίες στο κέντρο της Αθήνας. Οι επιθέσεις των Ιταλών καραμπινιέρων προκαλούσαν τη διάσπαση των διαδηλωτών και τις συνεχείς επανασυγκεντρώσεις τους σε προσυμφωνημένα σημεία στην πόλη. Μετά από ένα δίωρο περίπου συνεχών συγκρούσεων, οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς το κτίριο του Υπουργείου Εργασίας με στόχο να καταστρέψουν τις ονομαστικές καταστάσεις εργαζομένων, βάσει των οποίων οι αρχές κατοχής θα μπορούσαν να εντοπίσουν τους προς επιστράτευση πολίτες.
Η διλοχία Ιταλών καραμπινιέρων που φύλασσε το κτίριο του υπουργείου, στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας στα Εξάρχεια, δεν στάθηκε αρκετή για να αναχαιτίσει το επιτιθέμενο πλήθος, παρά τους αρχικούς πυροβολισμούς στον αέρα και στη συνέχεια επί των διαδηλωτών. Όσοι κατάφεραν να μπουν στο κτίριο «ξεποδαριάζουν τα παράθυρα και σπάνε τουλάπες, γραφεία, τζάμια […] Αδειάζουν τα αρχεία και συγκεντρώνουν χαρτιά και ξύλα στους διαδρόμους, τα σκορπούν στα γραφεία και βάζουν φωτιά».[11] Η φωτιά κατάστρεψε μέρος του κτιρίου. Οι βίαιες συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον τριών και τον τραυματισμό 59 διαδηλωτών.[12]
Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, με απεργίες που οργανώθηκαν από το εργατοϋπαλληλικό ΕΑΜ και το συνδικαλιστικό τομέα του ΕΔΕΣ Αθηνών, στις οποίες για μια ακόμη φορά πρωτοστάτησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι φοιτητές. Οι κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν στις 5 Μαρτίου 1943, ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα, η οποία εξελίχθηκε στη μαζικότερη έως τότε διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με τους διαδηλωτές να εισβάλουν για μια ακόμη φορά στο Υπουργείο Εργασίας. Αποτέλεσμα των σφοδρών συγκρούσεων που σημειώθηκαν μέσα και έξω από το κτίριο, ήταν ο θάνατος τουλάχιστον τριών διαδηλωτών από τα πυρά ιταλικών αλλά και γερμανικών δυνάμεων, που είχαν αποσταλεί προς ενίσχυσή τους, και το εκ νέου κάψιμο όσων ονομαστικών καταστάσεων είχαν διασωθεί από την πρώτη εισβολή.[13]
Τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη που πέτυχε το οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα της πόλης κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η οποία οδήγησε στην απόσυρση του μέτρου και στην αντικατάσταση του πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου από έναν έμπειρο πολιτικό όπως ο Ιωάννης Ράλλης, προσπάθησε να απαξιώσει η δωσίλογη κυβέρνηση μέσω ανακοίνωσης του πρωθυπουργού, που δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο Τύπο στις 7 Μαρτίου 1943. Στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει τον πολιτικό χαρακτήρα των συγκρούσεων, ο Λογοθετόπουλος έκανε λόγο για τρομοκρατική δράση μιας μικρής ομάδας «αναρχικών» που παρέσυρε πολλούς εργαζόμενους, παρακωλύοντας τη λειτουργία της αγοράς και λεηλατώντας καταστήματα και κατοικίες, με στόχο την τρομοκράτηση των φιλήσυχων και νομοταγών πολιτών:
«Η Κομμουνιστική οργάνωσις ΕΑΜ παρασύρασα δυστυχώς και πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και φοιτητάς […] επροκάλεσεν αναρχικάς συγκεντρώσεις ανά την πόλιν με σκοπόν να παρακωλύση την ελευθέραν κίνησιν και λειτουργίαν των δημοσίων καταστημάτων και του εμπορίου […] Διεπιστώθη ότι οι προκαλέσαντες τας χθεσινάς ταραχάς ελεηλάτησαν καταστήματα, εισέδυσαν μέχρι και ιδιωτικών κατοικιών, τρομοκρατήσαντες τους ενοίκους […]».[14]
Η μεγάλη αυτή νίκη είχε πολλαπλά οφέλη για το αντιστασιακό κίνημα της πόλης. Πρώτον, απέδειξε στην πράξη ότι η Αντίσταση αποτελούσε τον μοναδικό φορέα προάσπισης της κατεχόμενης κοινωνίας, έναν φορέα που μπορούσε να εκφράσει πολιτικά μεγάλο τμήμα της κοινωνίας και να οδηγήσει σε νίκες απέναντι στις κατοχικές αρχές και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Δεύτερον, δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά πρακτικές κινητοποίησης και δράσης, η επιτυχία των οποίων οδήγησε στην οργανωτική ωρίμανση της Αντίστασης. Τρίτον, δημιούργησε ένα κλίμα μαζικής αποδοχής της Αντίστασης από τον αθηναϊκό λαό, μια αποδοχή που σήμερα μοιάζει δεδομένη, αλλά αποτελούσε ζητούμενο για τις αντιστασιακές οργανώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Το ζήτημα της οργανωτικής ωρίμανσης, υπήρξε ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων του αντιστασιακού κινήματος. Η διαρκής αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων στις απεργίες και τις διαδηλώσεις, ήταν το ορατό αποτέλεσμα σειράς διεργασιών που υλοποιούνταν στο εσωτερικό των αντιστασιακών οργανώσεων. Σε ότι είχε να κάνει τουλάχιστον με το ΕΑΜ, μετά από κάθε μεγάλη κινητοποίηση, η ηγεσία του σε επίπεδο πόλης, επεξεργάζονταν διάφορες πρακτικές για τη βελτίωση του αντιστασιακού αγώνα. Η δυνατότητα να δοκιμάζονται διαρκώς οι πρακτικές αυτές στην πράξη, οδήγησε στο μετασχηματισμό και μετεξέλιξη των προπολεμικών παράνομων μεθόδων μέσα από την προσαρμογή τους στην κατοχική πραγματικότητα.
Έτσι δημιουργήθηκαν σταδιακά ομάδες περιφρούρησης των διαδηλώσεων (οπλισμένες αρχικά με πέτρες και ξύλα), που είχαν ως στόχο να φυγαδεύουν τους τραυματίες σε ασφαλή σπίτια ή νοσοκομεία όπου θα τους παραλάμβαναν εαμίτες γιατροί, να δρουν ως ομάδες κρούσης διασπώντας κλοιούς αστυνομικών και να απελευθερώνουν συλληφθέντες. Παράλληλα σε κάθε διαδήλωση ενεργοποιούνταν ομάδες συντονισμού οι οποίες κατεύθυναν τις διαδηλώσεις και όριζαν τα σημεία επανασυγκεντρώσεων σε περίπτωση διάλυσης της διαδήλωσης από τις δυνάμεις καταστολής. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της ωρίμανσης του εαμικού οργανωτικού μηχανισμού, υπήρξε η συγκρότηση στις αρχές του 1943 Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής, η οποία ανέλαβε την οργάνωση και υλοποίηση όλων των κινητοποιήσεων (απεργιών, διαδηλώσεων, συλλαλητηρίων) των εαμικών οργανώσεων.
Από την πολιτική δράση στην ένοπλη σύγκρουση
Η νίκη του αντιστασιακού κινήματος ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης, σηματοδότησε την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών στην κατεχόμενη Αθήνα. Η ανοιχτή αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας των δυνάμεων κατοχής, οδήγησε στη διάδοση του αντιστασιακού πνεύματος. Πλέον, η προπαγάνδα της δωσίλογης κυβέρνησης γίνονταν πιστευτή όλο και από λιγότερους, ενώ το δέος απέναντι στον κατακτητή υποχωρούσε. Από αυτό το σημείο και μετά η εξουσία των κατακτητών και της διορισμένης από αυτούς κυβέρνησης, στηρίζονταν όλο και περισσότερο στη μαζική τρομοκρατία της βίας, των συλλήψεων και των ομαδικών εκτελέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ από το Μάιο του 1942, που ξεκίνησαν οι εκτελέσεις στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, μέχρι και τον Μάρτιο του 1943 είχαν εκτελεστεί 37 άτομα, από τον Απρίλιο μέχρι το τέλος του 1943 εκτελέστηκαν 103 άτομα.[15]
Η μαζικοποίηση της Αντίστασης και κυρίως του «κομμουνιστικού» ΕΑΜ, οδήγησε στη συσπείρωση μέρους του αστικού πολιτικού και στρατιωτικού κόσμου, το οποίο εναρμονίστηκε πλήρως με την αντικομμουνιστική ρητορεία της χιτλερικής προπαγάνδας. Ο διορισμός του Ιωάννη Ράλλη ως πρωθυπουργού, υπήρξε αφετηρία αυτής της προσπάθειας, καρπός της οποίας ήταν η ίδρυση ελληνικών ένοπλων σωμάτων, των Ταγμάτων Ασφαλείας, «με την ευγενή και πρόθυμον συνδρομήν των Γερμανικών Αρχών», με στόχο την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος, όπως επισήμανε με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό ο πρωθυπουργός:
«Η κυβέρνησις θα ήτο αναξία του ονόματός της και κατωτέρα των περιστάσεων, αν άφηνε τους εν τη χώρα δρώντας τρομερούς κακούργους να συνεχίσουν το μυσερόν έργον των. Δια τούτο εθεώρησεν ως υπέρτατον αυτής καθήκον την οργάνωσιν ενόπλου δυνάμεως, δια να την αντιτάξη κατά των κακοποιών [...] Την δύναμιν ταύτην συνεκροτήσαμεν με την ευγενή και πρόθυμον συνδρομήν των Γερμανικών Αρχών [...] Με την αυτήν συμπάθειαν πρέπει να περιβάλη ο ελληνικός λαός και όλους εκείνους τους γενναίους οι οποίοι βαθέως συναισθανόμενοι τον κίνδυνον του κοινωνικού μας καθεστώτος και συνεπώς τον εθνικόν κίνδυνον εζήτησαν οι ίδιοι παρά των Γερμανικών στρατιωτικών Αρχών να ενισχυθώσι δι’ όπλων, όπως επιτελέσουν το προς την πατρίδα των καθήκον.»[16]
Κεντρικό ρόλο στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας διαδραμάτισαν προσωπικότητες του προπολεμικού πολιτικού βίου. Η ετερόκλητη συμμαχία φανατικών βενιζελικών και αντιβενιζελικών του Μεσοπολέμου, όπως ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Στυλιανός Γονατάς, ο υποστράτηγος Βασίλειος Ντερτιλής, ο Ιωάννης Ράλλης, πιστοποιούσε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας. Η συγκρότηση αντιεαμικών δυνάμεων, συμπαρέσυρε και τμήμα των Σωμάτων Ασφαλείας σε απόλυτη συνεργασία με τους κατακτητές, με στόχο την κάμψη του εαμικού κινήματος και την αποτροπή της κατάληψης της εξουσίας από αυτό μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Αθήνα.
Ο ρόλος που καλούνταν να διαδραματίσουν τα Τάγματα και Σώματα Ασφαλείας ως προασπιστές του κοινωνικού καθεστώτος, έγινε ορατός με τραγικό τρόπο κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των Αθηναίων ενάντια στην επέκταση της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην κεντρική Μακεδονία. Στη διαδήλωση της 22ας Ιουλίου 1943, που ήταν η μαζικότερη της Κατοχής στην Ελλάδα και μια από τις μαζικότερες κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, περισσότεροι από 100.000 διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες και άνδρες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων. Όταν η διαδήλωση έφτασε έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, γερμανικά άρματα άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Γρήγορα, οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν στους γύρω δρόμους. Οι περισσότεροι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά στην οδό Ομήρου και στους δρόμους γύρω από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, ενώ ενεργή ήταν και η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής που καταδίωκαν τους διαδηλωτές στα γύρω στενά. Η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης άφησε περίπου 60 νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους της Αθήνας.[17]
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το ΕΑΜ σε μια ακόμη αλλαγή του αντιστασιακού του προσανατολισμού στην Αθήνα. Η συμμετοχή ανδρών της ελληνικής χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων στην καταστολή των διαδηλώσεων και η έναρξη των επιδρομών των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας στους μαζικούς χώρους (εργοστάσια – νοσοκομεία), οδήγησαν στο μετασχηματισμό της εαμικής δράσης στην πόλη. Από το φθινόπωρο του 1943, το ΕΑΜ ανέπτυξε το ένοπλο σκέλος του, τον ΕΛΑΣ, μεταφέροντας το κέντρο βάρους της δράσης του από το κέντρο της πόλης στις συνοικίες της. Η χωροταξική αναδιάταξη συνοδεύτηκε από το μετασχηματισμό της μορφής και του χαρακτήρα της αντιστασιακής δράσης: από τον πολιτικό αγώνα των μαζικών κινητοποιήσεων, η εαμική αντίσταση έλαβε πλέον κυρίως τη μορφή της ένοπλης δράσης στις συνοικίες της Αθήνας. Καθοριστική σημασία σε αυτό το μετασχηματισμό διαδραμάτισε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1943. Η αποχώρηση των Ιταλών οδήγησε στον εξοπλισμό του ΕΑΜ, μέσα από την κάρπωση στρατιωτικού υλικού που αντάλλασαν και πουλούσαν μαζικά οι αποχωρούντες Ιταλοί στρατιώτες και στη μείωση της παρουσίας των κατακτητών στις συνοικίες της πόλης.
Δεν είναι τυχαίο, και αυτό αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που πιστοποιεί τον ταξικό χαρακτήρα της εμφύλιας σύγκρουσης στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου της Κατοχής, ότι οι προσφυγικές και γενικότερα λαϊκές συνοικίες της πόλης αποτέλεσαν τα προπύργια της εαμικής αντίστασης και τους κύριους στόχους των αντιεαμικών δυνάμεων. Η ταξική γεωγραφία των μεγάλων μπλόκων, τα οποία αποτέλεσαν την κορύφωση της τρομοκρατικής βίας των γερμανικών αρχών κατοχής και υλοποιήθηκαν από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας το 1944, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι όλα διενεργήθηκαν σε φτωχές προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας: στη Ν. Ιωνία (Καλογρέζα), στις 15 Μαρτίου 1944 με 160 συλληφθέντες και 23 επί τόπου εκτελεσθέντες, στη Γούβα, στις 18 Ιουνίου 1944 με 1.000 συλληφθέντες και στις 4 Ιουλίου 1944 με 200 συλληφθέντες, στον Βύρωνα, την 1 Αυγούστου 1944 με 200 συλληφθέντες και στις 7 Αυγούστου 1944 με 1.000 συλληφθέντες και 12 επιτόπου εκτελεσθέντες, στου Δουργούτη (περιοχή του σημερινού Νέου Κόσμου) - Κατσιπόδι (σημερινή Δάφνη) - Φάρο Ν. Σμύρνης στις 9 Αυγούστου 1944 με 5.000 συλληφθέντες και 190 επιτόπου εκτελεσθέντες, στην Καλλιθέα στις 24, 25 και 28 Αυγούστου 1944 με 93 συνολικά εκτελεσθέντες.[18]
Για λόγους οικονομίας δεν είναι δυνατό να επεκταθούμε στην αναλυτική παρουσίαση των εμφύλιων συγκρούσεων του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Η εμφύλια βία και οι διάφορες μορφές που αυτή έλαβε στην Αθήνα (από τη αδιάκριτη βία των μπλόκων, μέχρι και τη στοχευμένη και εκδικητική βία των εκτελέσεων και των δολοφονιών ανάμεσα στην ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ από τη μια πλευρά και τα Τάγματα και Σώματα Ασφαλείας και τις διάφορες αντικομμουνιστικές οργανώσεις από την άλλη), στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 1.500 άτομα.
Το ΕΑΜ ξεκινώντας ως μια, ανάμεσα σε άλλες, αντιστασιακή οργάνωση το φθινόπωρο του 1941, κατάφερε να εξελιχθεί σε ένα μαζικό αντιστασιακό κίνημα. Ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη ήταν ότι το ΕΑΜ αξιοποίησε την εμπειρία του προπολεμικού ΚΚΕ στην οργάνωση και λειτουργία παράνομων οργανώσεων, εμπειρία που δεν έφεραν οι υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις. Σημαντικότερη όμως υπήρξε η πολιτική του επιδίωξη που στόχευε στη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος. Το ΕΑΜ διατύπωσε εξαρχής το διττό χαρακτήρα της αντιστασιακής του δράσης (εθνικοαπελευθερωτικός και κοινωνικός αγώνας), με τον στόχο της αποτροπής επαναφοράς του προπολεμικού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος μετά τον πόλεμο όχι μόνο να μην ατονεί – όπως συνέβη στην περίπτωση άλλων αντιστασιακών οργανώσεων που σταδιακά τον εγκατέλειψαν – αλλά να καθορίζει όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό την εαμική πολιτική.
Κλείνοντας τη συνοπτική αυτή παρουσίαση του εαμικού κινήματος που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Αθήνα, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό υπήρξε ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο διαμορφώθηκε από τους προπολεμικούς πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, τους τρόπους με τους οποίους αυτοί μετασχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα νέα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα που προκάλεσε η ρήξη της στρατιωτικής κατοχής και την ανάδυση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, για πρώτη φορά μαζικά, στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής μέσα από τη συμμετοχή τους στην οργανωμένη αντίσταση. Επιπρόσθετα, μια σειρά πολιτισμικών και κοινωνικών παραμέτρων που καθόρισαν κυρίως τις επιλογές της νεολαίας και είχαν να κάνουν με τη διαμόρφωση μιας νέας και συλλογικής πολιτικής ταυτότητας, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και κυρίως στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του εαμικού κινήματος στην Αθήνα. Δυστυχώς, η διαπραγμάτευση αυτών των παραμέτρων δεν μπορεί να υλοποιηθεί στο πλαίσιο ενός συνοπτικού άρθρου.
Το ΕΑΜ εξέφρασε, μέσα από την ευρεία κοινωνική συμμαχία που δημιούργησε, την επιθυμία μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού να απελευθερωθεί από την ξένη στρατιωτική κατοχή και, όσο αυτή η στιγμή πλησίαζε, να διεκδικήσει τη δημιουργία μιας δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας μετά τη λήξη του πολέμου. Όμως όσα ακολούθησαν μετά την απελευθέρωση, με κορύφωση τη σύγκρουση των Δεκεμβριανών και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, οδήγησαν στην πολιτική ήττα του εαμικού κινήματος, καταδικάζοντας τους νικητές της Αντίστασης σε μακροχρόνιο πολιτικό και κοινωνικό αποκλεισμό.
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι διδάκτορας ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και οικονομολόγος.
Το άρθρο αυτό βασίζεται σε στοιχεία που συνέλλεξε κατά τη διάρκεια της έρευνας για τη συγγραφή διδακτορικής διατριβής με τίτλο «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα. Το εαμικό αντιστασιακό κίνημα στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας: Καισαριανή, Βύρωνας, Παγκράτι, Γούβα, Υμηττός».
[1] ΕΔΕΣ, Το πρόγραμμα του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου, Αθήνα, 1943.
[2] ΠΕΑΝ, Τι πιστεύουμε, Αθήνα, 1941.
[3] Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, Αθήνα, Δωρικός, 1983, σ. 160.
[4] ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τόμος 5ος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1981, σ. 54.
[5] Πράγματι, όπως προκύπτει από την εξαίρετη μελέτη τεσσάρων ελλήνων ψυχιάτρων-ψυχολόγων, Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμος, Α. Καλούτσης και Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, Αθήνα, Οδυσσέας, 1991, σειρά Τρίαψις Λόγος 3, πρώτη έκδοση το 1947, η επιλογή της ανάληψης αντιστασιακής δράσης λειτούργησε λυτρωτικά για χιλιάδες κατοίκους της πόλης. Η μελέτη αυτή, που πρέπει να σημειωθεί ότι βασίστηκε σε στοιχεία που συλλέχτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και τον πρώτο χρόνο μετά την απελευθέρωση, αναδεικνύει μια ελάχιστα μελετημένη πτυχή της αντιστασιακής δράσης, αυτή που σχετίζεται με την ψυχολογία της Αντίστασης και η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη μαζικοποίηση του αντιστασιακού κινήματος.
[6] Πρωία, 19 Απριλίου 1942.
[7] Διοικητική έκθεση του συνταγματάρχη Βάλτερ Βάιγκολντ, επιτελάρχη στη στρατιωτική διοίκηση Νοτίου Ελλάδος, για το διάστημα Ιούλης-Σεπτέμβρης 1942 με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 1942, παρατίθεται στο Μάρτιν Ζέκεντορφ, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991, σ. 143.
[8] Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Θανάση Χατζή, Γραμματέα του ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στην κριτική του επί των εργασιών της Β΄ Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1942: «Τα στελέχη που πήραν μέρος στη Συνδιάσκεψη ήταν [...] όλα από την παλιά φρουρά του Κόμματος. Βιολογικά, βέβαια, στην πλειοψηφία τους νέοι, αλλά ψυχολογικά και από άποψη συνηθειών και βιωμάτων γερασμένοι. Και στο αρχικό στάδιο ο πρακτικισμός και οι εμπειρίες από την παράνομη οργάνωση και δράση, μαζί με την χωρίς όρια εργατικότητα και αυτοθυσία, τους βοήθησε να ανταποκριθούν στις αποστολές και να αποσπάσουν τη γενική εκτίμηση των νέων μελών του Κόμματος. Όταν όμως η Συνδιάσκεψη είχε να αντιμετωπίσει και να δώσει λύσεις σε προβλήματα πολέμου, επανάστασης και εξουσίας, για να κάνει το Κόμμα υπεύθυνη πολιτική δύναμη, φάνηκε η ανεπάρκειά τους. Αν γίνονταν δεκτή η εισήγηση του Σιάντου και έπαιρναν μέρος στη Συνδιάσκεψη νέοι άνθρωποι του Κόμματος, που θα φέρνανε τον αέρα της αντικατοχικής έξαρσης και των επαναστατικών απαιτήσεων του λαού, ασφαλώς οι αποφάσεις θα ήταν διαφορετικές [...] Η ιεράρχηση των καθηκόντων θα ανατρέπονταν ριζικά», Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση, τ. Α΄, σ. 408.
[9] «Είχα προχωρήσει στην οδό Ζαΐμη. Πλάι μου ήταν ο Μήτσος ο Κωνσταντινίδης [...] Ακριβώς τη στιγμή που προχωρούσαμε, ένα τζιπ με δύο Ιταλούς [...] προχώρησε κατ’ ευθείαν πάνω μας σα σφήνα. Φυσικά αυτό μας ανάγκαζε να τραβιόμαστε άλλοι απ’ τη μια πλευρά και άλλοι απ’ την άλλη. Ο Κωνσταντινίδης άρχισε να φωνάζει “πιαστείτε χέρι με χέρι να μην αφήσουμε τους φασίστες να προχωρήσουν”. Σε αυτή ακριβώς τη στιγμή, ο υπαξιωματικός ο Ιταλός πυροβόλησε και η σφαίρα βρήκε τον Κωνσταντινίδη ψηλά στον ώμο και βγήκε απ’ το μέρος της καρδιάς. Τον λάβαμε, μόλις προλάβαμε να τον πάμε σ’ ένα διπλανό σπίτι όπου ξεψύχησε [...] Τελικά οι διαδηλωτές και οι Επιτροπές μπήκαν στο Υπουργείο Εργασίας όπου και το κατέλαβαν». Μαρτυρία Κώστα Λιναρδάτου στελέχους της ΕΠΟΝ στη Νομική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών στο 5ο επεισόδιο με τίτλο «Οι αγώνες στις πόλεις» της σειρά ντοκιμαντέρ «Το χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», σκηνοθεσία Αντώνης Βογιάζος, σενάριο Πέτρος Ανταίος-Αντώνης Βογιάζος, ιστορικός σύμβουλος Νίκος Σβορώνος, παραγωγή Τομέας Μόρφωσης ΕΤ1, Τμήμα Επιμορφωτικών Εκπομπών, αταξινόμητο αρχείο ΠΕΑΝ.
[10] Η εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού των κατεχόμενων χωρών και ιδιαίτερα της Σοβιετικής Ένωσης, Πολωνίας και Γαλλίας, έλαβε κυρίως τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου τεράστιες διαστάσεις. Σύμφωνα με τον Ulrich Herbert, οι ξένοι εργάτες στη χιτλερική Γερμανία αυξήθηκαν από 301.000 άτομα το 1939 σε 7.126.000 το 1944, φτάνοντας το 20% του συνολικού εργατικού δυναμικού, Ulrich Herbert, A History of Foreign Labor in Germany, 1880–1980: Seasonal Workers/Forced Laborers/Guest Workers, University of Michigan Press, 1990, παρατίθεται στο Panikos Panayi, «Expoitation, Criminality, Resistance. The Everyday Life of Foreign Workers and Prisoners of War in the German Town of Osnabruck, 1939-1949», Journal of Contemporary History 40, 2005, σ. 483.
[11] Ελευθέριος Δέπος, «Η νίκη του ελληνικού λαού στη μάχη για την ματαίωση της πολιτικής επιστρατεύσεως», Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως 25-26, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1960, σ. 27.
[12] Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στη διαδήλωση της 24ης Φεβρουαρίου σκοτώθηκαν τουλάχιστον τρία άτομα: ο Διονύσης Δημακόπουλος, ανάπηρος πολέμου, μέλος του ΚΚΕ, ο Νικόλαος Κουκουβάς ή Κουκουράβας, ζαχαροπλάστης, μέλος του ΕΑΜ Κουκακίου και ο Ιωάννης Δρακόπουλος, μαθητής του Ε΄ γυμνασίου Αθηνών από πυρά καραμπινιέρου στις κινητοποιήσεις των μαθητών στο Παγκράτι.
[13] Στις συγκρούσεις της 5ης Μαρτίου σκοτώθηκαν τουλάχιστον τρία άτομα: ο Γιώργος Μαρινάκης, επικεφαλής λόχου του ΕΛΑΣ, ο επονίτης Ανδρέας Μουρκούσης και ο Εδμόνδος Τορόν, σπουδαστής ΕΜΠ και μέλος της ΕΠΟΝ.
[14] Δέπος, «Η νίκη του ελληνικού λαού», σ. 32.
[15] Γιάννης Κουβάς, Σκοπευτήριο Καισαριανής. Η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας, Αθήνα, Εντός, 2003.
[16] Πρωία, 15 Ιανουαρίου 1944.
[17] Οι νεκροί της ημέρας εκείνης ήταν τουλάχιστον εννέα: ο Ιωάννης Κατσαρός, μέλος του ΕΑΜ Αθήνας, ο Δημήτρης Δουκάκης, ξυλουργός, κάτοικος Καισαριανής, ο Θανάσης Τεριακής, σπουδαστής του τμήματος Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων ΕΜΠ, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Παγκρατίου, ο Θωμάς Χατζηθωμάς, σπουδαστής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, μέλος του ΚΚΕ, μέλος της ΕΠΟΝ Σπουδάζουσας, ο Θεωνάς Μαυρομματίδης, φοιτητής Ανωτάτης Εμπορικής, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Κολωνού, η Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, μέλος της ΕΠΟΝ, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, εργάτρια, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Γκύζη, ο Αλέξανδρος Δεσύπρης, εφαρμοστής και ο Χρήστος Κοντός, επιπλοποιός. Ο τελικός αριθμός των νεκρών πρέπει να προσεγγίζει τους 15.
[18] Οι αριθμοί συλληφθέντων και εκτελεσθέντων προέρχονται από τα δελτία συμβάντων των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων, ΕΛΙΑ, Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, φακ. 46 και από δημοσιευμένα πρακτικών δικών των δωσίλογων στον μεταπολεμικό Τύπο.
"Το ΕΑΜ εξέφρασε, μέσα από την ευρεία κοινωνική συμμαχία που δημιούργησε, την επιθυμία μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού να απελευθερωθεί από την ξένη στρατιωτική κατοχή και, όσο αυτή η στιγμή πλησίαζε, να διεκδικήσει τη δημιουργία μιας δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας μετά τη λήξη του πολέμου."
ΑπάντησηΔιαγραφήΔηλαδή μιά "δίκαιη καί δημοκρατική κοινωνία" ὅπως τήν φανταζόταν το ΚΚΕ. Αὐτό σημαίνει μιά κομμουνιστική Ελλάδα, στά πρότυπα τῆς Βουλγαρίας γιά τήν έποχή ἐκείνη.