Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Μπροστά στη σημαία

Ο Μάης με τα αρώματα. Καθώς περπατούσε μόνος μέσα στα σκοτεινά δρομάκια κάτω από το χλωμό φως του ηλεκτρικού, αυτή η φράση γέμιζε το κουρασμένο του μυαλό. Ευτυχώς, ζούσε στην ελληνική επαρχία όπου ακόμη η μικρή αυτή περιπλάνηση δεν ήταν απαγορευμένος καρπός που θα μπορούσε να τον πληρώσει με τη...
σωματική του ακεραιότητα, ή την ίδια του τη ζωή.

Τα γιασεμιά στα μπαλκόνια και στους κήπους μύρωναν την ανοιξιάτικη νύχτα και ζάλιζαν τα παιχνιδιάρικα αστέρια που πλημμύριζαν τον καθαρό ουρανό. Η μαγεία της ελληνικής φύσης με την απλότητά της, χωρίς καμιά προσπάθεια, καθάριζε το βασανισμένο μυαλό του. Η πραγματικότητα δε χρειαζόταν καν να προσπαθήσει, για να διαλύσει τους γυάλινους τοίχους που έστησαν μέσα του οι δυνάστες του. Όλοι εκείνοι οι μικροί και μεγάλοι δικτάτορες που πασχίζουν με τις άναρθρες κραυγές τους να υποτάξουν τη σκέψη και το συναίσθημά του, να τον κάνουν για άλλη μια φορά να σκέφτεται ό, τι αυτοί θέλουν, να τρομάξει με τους δικούς τους φόβους, να υποταχτεί στη θέλησή τους.


Όμως, η φύση με τη γυμνή της αλήθεια είναι εκεί, για να νικήσει το ψέμα, όπως έκανε πάντα άλλωστε. Έδινε το δικό της ήσυχο αγώνα, σταθερή, αδάμαστη και πάντα νικήτρια, ακόμη κι αν τα πράγματα έδειχναν αλλιώτικα.

Προχώρησε κι άλλο, σταματώντας πού και πού, για να γεμίσει τους πνεύμονές του με τον ευωδιαστό αέρα που διέλυε τη δυσωδία με την οποία γέμισαν το μυαλό και το θυμικό του. Έφτασε στη μικρή πλατεία. Ψυχή δεν πλανιόταν. Ωραία. Ήθελε για λίγο να μείνει μακρυά από ανθρώπινες φωνές, για να μπορέσει ν΄ακούσει καθαρά τη δική του. Κάθισε σε ένα από τα ξύλινα παγκάκια γύρω από τον ιστό της σημαίας. Ασυναίσθητα ύψωσε το βλέμμα στο ''κομμάτι πανί'' που ανέμιζε αργά στην ανοιξιάτικη αύρα.

Ήταν ξεθωριασμένη. Κάτω από το φως του ηλεκτρικού το κυανό της χρώμα είχε γίνει μωβ. Το λευκό της είχε κιτρινίσει. Οι άκρες της ανέμιζαν σχισμένες, ξεφτισμένες. Νόμιζε πως έβλεπε καθαρά τα σημάδια της φωτιάς που της έβαλαν κάποιοι...

Κυμάτιζε μόνη της αργά, κουρασμένα, θαρρείς, μοναχική, εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της, ξεχασμένη από όλους. Άκουγε τον ήχο του ταλαιπωρημένου υφάσματος στην ανεμίδα και στα αυτιά του έφταναν σιγανοί λυγμοί, σαν βογκητά, σαν βουβά παράπονα που κανείς δε θα άκουγε. Ένιωθε κι αυτή μόνη της, παρατημένη, περιφρονημένη, μισητή, όπως ένιωθε κάποιες φορές κι ο ίδιος..

Πονούσε μαζί του, μόνο που αυτή πονούσε πολύ καιρό πριν ο ίδιος συνειδητοποιήσει τον δικό του πόνο. Πονούσε χρόνια τώρα από την αμέλεια, την περιφρόνηση, την ντροπή που έβλεπε στα κλεφτά βλέμματα που της έριχναν οι Έλληνες, το ποδοπάτημα, τις φλόγες που την έζωναν αβοήθητη, αφού οι περισσότεροι πίστευαν ότι της άξιζε να καίγεται, ή αδιαφορούσαν. Κάποιες φορές την κατέβασαν από πρόχειρα κοντάρια πάνω από χώματα, ποτισμένα με το αίμα δικών της ανθρώπων, παιδιών νεκρών για χάρη της που οι φωνές τους της έκαναν παρέα στην ερημιά της λησμονιάς που μοιράζονταν σημαία και άνθρωποι. Και την κατέβασαν από εκεί και την έθαψαν σε μπαούλα που μύριζαν μούχλα όπου ουρανός δε φαινόταν, ο μυρωδάτος άνεμος δεν τη χάιδευε με τα τραγούδια και τα γέλια των μικρών παιδιών και οι φωνές αυτών που σκοτώθηκαν για χάρη της δεν την έφταναν.

Συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο έμοιαζε με αυτό το ''κομμάτι πανί''. Κουρασμένος κι ο ίδιος να τον ανεμίζουν, όπως θέλουν, κουρελιασμένος τόσα χρόνια, περιφρονημένος, κυνηγημένος, μόνος... Το έβλεπε καθαρά τώρα: σε όση μοναξιά καταδίκαζε τόσα χρόνια εκείνο το ''κομμάτι πανί'', σε τόση μοναξιά καταδίκαζε τον ίδιο του τον εαυτό. Όσο απομακρυνόταν από αυτό το ''πανί'' τόσο απομακρυνόταν και από τους συνανθρώπους τους, από τις αρχές του, από τα συναισθήματά του, απ' την ομορφιά και την αλήθεια, απ' τον ίδιο του τον εαυτό...

Σαν εικόνα πέρασε μπροστά από τα μάτια του, η τηλεοπτική διαφήμιση όπου μια ''φανταχτερή'' ελληνική σημαία ανάμεσα στις σημαίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστέλλονταν. Και μετά η φωνή του εκφωνητή ''δε θα αφήσουμε ποτέ να γίνει αυτό''. Γέλασε και θαρρείς τα αηδόνια ακούστηκαν πιο δυνατά. Να υποσταλλεί η ελληνική σημαία από την ομάδα των λαών της Ευρώπης που είναι σκλάβοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης - υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για μία σημαία που πάντα συνδεόταν με αγώνες για την ελευθερία να αποσπάται από τη σκλαβιά και να γίνεται μπροστάρης της απελευθέρωσης και των υπολοίπων; Μπορεί κάποτε να υποστείλουν την ελληνική σημαία από την ομάδα των σκλαβωμένων λαών της Ευρώπης, αλλά ποτέ δε θα την υποστείλουν από το πνεύμα της αληθινής Ευρώπης. Γιατί η αληθινή Ευρώπη είναι παιδί της Ελλάδας, κυλάει στις φλέβες της...

Έριξε μια τελευταία ματιά στο βασανισμένο ''κομμάτι πανί''. Η απόφαση είχε παρθεί. Έτρεξε στο σπίτι του. Άνοιξε το συρτάρι και μετά από λίγο ψάξιμο ανακάλυψε την ελληνική σημαία που φύλαγε για τις εθνικές επετείους. Την πήρε κι έτρεξε πίσω στην πλατεία. Εξακολουθούσε να μην ακούγεται τίποτα πέρα απ' εύηχο κελάηδημα μιας συντροφιάς αηδονιών.

Κατέβασε την ξεθωριασμένη σημαία, τη δίπλωσε με αγάπη και πέρασε στη θέση της την καινούργια σημαία που φύλαγε ως τότε στο συρτάρι. Την ανέβασε στο νυχτερινό, έναστρο ουρανό και την είδε να ανεμίζει περήφανα στον απαλό άνεμο. Ήταν σαν να χαιρετούσε τα αστέρια του ουρανού, να χαίρεται που επέστρεφε στην ελευθερία του ανέμου, εκεί όπου ανήκει.

Πήρε στην αγκαλιά του την ξεθωριασμένη σημαία που μόλις κατέβασε απ' τον ιστό και την έσφιξε στο στήθος του. Εκείνο το βράδυ μετά από χρόνια πλάνης ένιωσε τόσο κοντά της, ένιωσε ένα μαζί της. Ένιωσε ένοχος απέναντί της, αλλά ταυτόχρονα κι ευτυχισμένος, γεμάτος αυτοπεποίθηση: εκείνος επέτρεψε τόσα χρόνια με την αδιαφορία του να την κουρελιάσουν, να την κατεβάσουν, να την ποδοπατήσουν, να την κάψουν. Κι εκείνος ήταν που θα την αποκαθιστούσε, που δε θα επέτρεπε ποτέ ξανά να την κουρελιάσουν, να την κάψουν - εκείνος θα την έκανε ξανά να κυματίζει υπερήφανα, να ξανακούσει καθαρά τις φωνές των νεκρών παλληκαριών της, τα γέλια των μικρών παιδιών, το τραγούδι των Ελλήνων.

Ύψωσε μια τελευταία φορά το βλέμμα στη νέα σημαία κι ένα χαμόγελο χάιδεψε το πρόσωπό του. Με την παλιά σημαία στην αγκαλιά πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Θυμόταν τα λόγια των παιδιών της εταιρίας σπαστικών όπου είχε δουλέψει εθελοντικά ένα διάστημα, σ' εκείνη τη γιορτή για την 25η Μαρτίου - τόσο αληθινά όμορφα λόγια δεν άκουσε από κανέναν άλλο, λόγια αληθινής αγάπης και πίστης. Θυμόταν τα λόγια των παιδιών ενός νηπιαγωγείου για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, τις ζωγραφιές και τα τραγούδια τους - τόσο άδολα, τόσο απέριττα, τόσο αγνά... Δάκρυσε.

Τόσα χρόνια την καρδιά του την είχαν στεγνώσει τόσο που το μόνο που άκουγε ήταν οι ανοησίες του κάθε κατασκευασμένου ''διανοούμενου'', ντυμένες και μασκαρεμένες με πλουμιστά τεχνάσματα και ακαταλαβίστικες εκφράσεις, που νόμιζε πως δεν τα καταλάβαινε, επειδή ''δεν είχε τις νοητικές ικανότητες''. Χαμογέλασε, γιατί συνειδητοποίησε πως δεν ήταν αυτός που δεν είχε τις νοητικές ικανότητες, αλλά εκείνοι που φλυαρούσαν ακατάπαυστα όλα αυτά τα χρόνια, δηλητηριάζοντας τα μυαλά των ανθρώπων. Γιατί η αλήθεια δε χρειάζεται τεχνάσματα, δεν κρύβεται πίσω από ακαταλαβίστικες εκφράσεις. Η αλήθεια υπάρχει σε οτιδήποτε καθαρό, λιτό, όπως το φως του ήλιου. Και όλα αυτά τα χρόνια του στέγνωναν την καρδιά, για να μην μπορεί να αφουγκραστεί την αλήθεια...

Έσφιξε κι άλλο τη βασανισμένη σημαία. Θα την κρατούσε, για να θυμάται. Να θυμάται τι του έκαναν και τι επέτρεψε να συμβεί με την αδιαφορία του. Για να θυμάται την υπόσχεσή του, να θυμάται ποιος είναι πραγματικά και σε τι θέλησαν να τον μετατρέψουν..
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου