της Κατερίνας Αγγελιδάκη
Ήμουν, θυμάμαι, μικρή. Σε μια επαρχιακή πόλη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Και σε μια εποχή που οι μεγάλοι πίστευαν πως οι μικροί δεν καταλαβαίνουν και πολλά. «Το μεγάλο μας τσίρκο», που περιόδευε τότε σε όλη την Ελλάδα, ήταν η πρώτη θεατρική παράσταση που παρακολούθησα στη ζωή μου. Με μάτια...
και στόμα ορθάνοιχτα. Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια και τόσες παραστάσεις μετά, αυτήν την πρωταρχική μέθη ζηλεύω και αναζητώ. Θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα την Τζένη Καρέζη να αλωνίζει τη σκηνή με την μπαλωμένη τραγιάσκα της και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, δακρυσμένο Κολοκοτρώνη, να βροντοφωνάζει: «Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς». Θυμάμαι το κοινό να σηκώνεται όρθιο. Μερικοί έκλαιγαν. Άλλοι αγκαλιάζονταν. Σχεδόν όλοι τραγουδούσαν τους στίχους των τραγουδιών του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Θυμάμαι, ακόμα, πως στο τέλος ένιωσα στ’ αλήθεια πως κάτι χτυπούσε σαν σφυγμός μέσα από τα έγκατα της γης. Πώς «κάτι γινόταν», όπως έλεγε το Ρωμιάκι. Ναι, σίγουρα κάτι είχε συμβεί στη χώρα μου και σε μένα. Η χούντα είχε πέσει. Κι εγώ ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα Ελληνίδα. Ακόμα και τοσοδούλα. Όχι όπως στις παρελάσεις, αλλά με έναν τρόπο αλλιώτικο, πιο ευρύ και συνάμα ατομικό. Σήμερα, πάνω από τριάντα πέντε χρόνια μετά, μου φαίνεται σαν ψέμα ότι εκείνοι οι στίχοι που γράφτηκαν τότε ταιριάζουν γάντι στα δεινά που περνάει και πάλι η χώρα. λες και η ιστορία κάνει μόνο κύκλους. λες και βρίσκομαι ακόμα καρφωμένη σε εκείνο το κάθισμα στο κινηματοθέατρο «Ντορέ» του Ηρακλείου, σφιγμένη πάνω στο μπράτσο του μπαμπά μου, να ακούω ξανά το τραγούδι του «Ξεριζωμού»: «Κομμάτια μου ψάχνω να βρω, να κάνω ρίζα να ξανασταθώ, και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί, όλοι μας σφάζαν’ και μας πνίγανε μαζί, Εγγλέζοι, Γάλλοι και Αμερικανοί».
Σπάζοντας το φράγμα του χρόνου
Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί το κατακλυσμιαίο ανθρώπινο ρεύμα που έφτανε από παντού στο θέατρο «Αθήναιον» το 1973, την πρώτη φορά που ανέβηκε «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ένα έργο, στο οποίο αναβίωνε όλη η Ιστορία της Ελλάδας, από την Τουρκοκρατία, το ’21, τον Όθωνα ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πρόσφατη Ιστορία, περνώντας αντιδικτατορικά μηνύματα στο κοινό μέσα από σατιρικά και δραματικά νούμερα και τραγούδια. Στην εποχή της πανίσχυρης ακόμα χούντας, οι θεατές είχαν μετατρέψει το θέατρο σε κάλπη. Το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και τραγούδια ερμηνευμένα από τον Νίκο Ξυλούρη, είχε τέτοια απήχηση στο κοινό, που δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι υπήρξε η παράσταση με τη μεγαλύτερη επιρροή στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής, όπως και η μαζικότερη – μέχρι το Πολυτεχνείο – πολιτική συγκέντρωση διαμαρτυρίας, όπως έχει γραφτεί. Όταν η χουντική επιτροπή λογοκρισίας κατάλαβε τι ακριβώς σήμαινε για τους θεατές «Το μεγάλο μας τσίρκο», έκανε τα πάντα για να το απαγορεύσει φτάνοντας μέχρι το σημείο να «φακελώνει» όσους το παρακολουθούσαν και να κλείσει την Καρέζη στη φυλακή. Το έργο ανέβηκε ξανά μετά τη χούντα με πρωτοφανή επιτυχία σε όλη την Ελλάδα.
Σήμερα, σε μια εποχή που θυμίζει σε πολλά εκείνα τα «μαύρα» χρόνια, το ΚΘΒΕ και το θέατρο Ακροπόλ ανεβάζουν ξανά την ιστορική παράσταση ξεκινώντας σήμερα από τη Θεσσαλονίκη (Θέατρο Δάσους) και συνεχίζοντας σε Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα. Εγγύηση ποιότητας στη νέα παράσταση η παρουσία του Σταύρου Ξαρχάκου, ο οποίος θα διευθύνει την ορχήστρα. Αλλά και η σκηνοθεσία του ίδιου του διευθυντή του κρατικού μας θεάτρου Σωτήρη Χατζάκη.
Στον ρόλου του Ρωμιού (που ερμήνευσε ο Κ. Καζάκος) ο Τάσος Νούσιας. Η Μαρίνα Ασλάνογλου θα ερμηνεύσει το Ρωμιάκι (Τζ. Καρέζη). Το πιο σημαντικό τούτης της νέας παράστασης, πέρα από την ποιότητα των συντελεστών της, είναι η ίδια η δύναμη του κειμένου. Ένα εμβληματικό κείμενο που σπάει το φράγμα του χρόνου χωνεύοντας το χτες μέσα στο σήμερα. Τα πάθη, οι καημοί, ο πόνος, το γέλιο, το κλάμα, ο παροξυσμός, το παράπονο, η ανατριχίλα, η αποκοτιά, το θάρρος, ο ξεσηκωμός και η ελπίδα αναβλύζουν μέσα από τις γραμμές παραμένοντας αναλλοίωτα. Ο χρόνος έχει σταματήσει, για να ξαναρχίσει να μετρά, αφού αυτή είναι η ιστορία μας κι αυτός είναι ο λαός μας.
Αν κάτι με στενοχωρεί σ’ αυτήν τη νέα παράσταση δεν είναι ότι θα θυμηθώ ξανά «Το τραγούδι της Γκιλοτίνας», με την οποία μας έλεγαν οι «ξένοι φίλοι» μας πως θα έχουμε «γλυκύτερον θάνατον». Δεν είναι ότι θα ακούσω πάλι για τη «λεφτεριά που βγαίνει στο σφυρί», ούτε για τους τραπεζίτες που «στολίστηκαν» και τους Έλληνες μεσίτες που «ξυρίστηκαν». Δεν είναι ότι θα συγκινηθώ ξανά με το «λαέ, μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι», ούτε ότι ξέρω πως «το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει, το μελετάνε τρεις μηχανορ-ράφοι». Είναι ότι η παράσταση αυτή άργησε λιγάκι. Τόσο δα. Έχω την πεποίθηση ότι ένα έργο τέχνης σαν κι αυτό θα μπορούσε να έχει επηρεάσει ακόμα και το αποτέλεσμα της κάλπης.
πηγη
Ήμουν, θυμάμαι, μικρή. Σε μια επαρχιακή πόλη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Και σε μια εποχή που οι μεγάλοι πίστευαν πως οι μικροί δεν καταλαβαίνουν και πολλά. «Το μεγάλο μας τσίρκο», που περιόδευε τότε σε όλη την Ελλάδα, ήταν η πρώτη θεατρική παράσταση που παρακολούθησα στη ζωή μου. Με μάτια...
και στόμα ορθάνοιχτα. Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια και τόσες παραστάσεις μετά, αυτήν την πρωταρχική μέθη ζηλεύω και αναζητώ. Θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα την Τζένη Καρέζη να αλωνίζει τη σκηνή με την μπαλωμένη τραγιάσκα της και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, δακρυσμένο Κολοκοτρώνη, να βροντοφωνάζει: «Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς». Θυμάμαι το κοινό να σηκώνεται όρθιο. Μερικοί έκλαιγαν. Άλλοι αγκαλιάζονταν. Σχεδόν όλοι τραγουδούσαν τους στίχους των τραγουδιών του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Θυμάμαι, ακόμα, πως στο τέλος ένιωσα στ’ αλήθεια πως κάτι χτυπούσε σαν σφυγμός μέσα από τα έγκατα της γης. Πώς «κάτι γινόταν», όπως έλεγε το Ρωμιάκι. Ναι, σίγουρα κάτι είχε συμβεί στη χώρα μου και σε μένα. Η χούντα είχε πέσει. Κι εγώ ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα Ελληνίδα. Ακόμα και τοσοδούλα. Όχι όπως στις παρελάσεις, αλλά με έναν τρόπο αλλιώτικο, πιο ευρύ και συνάμα ατομικό. Σήμερα, πάνω από τριάντα πέντε χρόνια μετά, μου φαίνεται σαν ψέμα ότι εκείνοι οι στίχοι που γράφτηκαν τότε ταιριάζουν γάντι στα δεινά που περνάει και πάλι η χώρα. λες και η ιστορία κάνει μόνο κύκλους. λες και βρίσκομαι ακόμα καρφωμένη σε εκείνο το κάθισμα στο κινηματοθέατρο «Ντορέ» του Ηρακλείου, σφιγμένη πάνω στο μπράτσο του μπαμπά μου, να ακούω ξανά το τραγούδι του «Ξεριζωμού»: «Κομμάτια μου ψάχνω να βρω, να κάνω ρίζα να ξανασταθώ, και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί, όλοι μας σφάζαν’ και μας πνίγανε μαζί, Εγγλέζοι, Γάλλοι και Αμερικανοί».
Σπάζοντας το φράγμα του χρόνου
Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί το κατακλυσμιαίο ανθρώπινο ρεύμα που έφτανε από παντού στο θέατρο «Αθήναιον» το 1973, την πρώτη φορά που ανέβηκε «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ένα έργο, στο οποίο αναβίωνε όλη η Ιστορία της Ελλάδας, από την Τουρκοκρατία, το ’21, τον Όθωνα ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πρόσφατη Ιστορία, περνώντας αντιδικτατορικά μηνύματα στο κοινό μέσα από σατιρικά και δραματικά νούμερα και τραγούδια. Στην εποχή της πανίσχυρης ακόμα χούντας, οι θεατές είχαν μετατρέψει το θέατρο σε κάλπη. Το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, με μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και τραγούδια ερμηνευμένα από τον Νίκο Ξυλούρη, είχε τέτοια απήχηση στο κοινό, που δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι υπήρξε η παράσταση με τη μεγαλύτερη επιρροή στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής, όπως και η μαζικότερη – μέχρι το Πολυτεχνείο – πολιτική συγκέντρωση διαμαρτυρίας, όπως έχει γραφτεί. Όταν η χουντική επιτροπή λογοκρισίας κατάλαβε τι ακριβώς σήμαινε για τους θεατές «Το μεγάλο μας τσίρκο», έκανε τα πάντα για να το απαγορεύσει φτάνοντας μέχρι το σημείο να «φακελώνει» όσους το παρακολουθούσαν και να κλείσει την Καρέζη στη φυλακή. Το έργο ανέβηκε ξανά μετά τη χούντα με πρωτοφανή επιτυχία σε όλη την Ελλάδα.
Σήμερα, σε μια εποχή που θυμίζει σε πολλά εκείνα τα «μαύρα» χρόνια, το ΚΘΒΕ και το θέατρο Ακροπόλ ανεβάζουν ξανά την ιστορική παράσταση ξεκινώντας σήμερα από τη Θεσσαλονίκη (Θέατρο Δάσους) και συνεχίζοντας σε Αθήνα και σε όλη την Ελλάδα. Εγγύηση ποιότητας στη νέα παράσταση η παρουσία του Σταύρου Ξαρχάκου, ο οποίος θα διευθύνει την ορχήστρα. Αλλά και η σκηνοθεσία του ίδιου του διευθυντή του κρατικού μας θεάτρου Σωτήρη Χατζάκη.
Στον ρόλου του Ρωμιού (που ερμήνευσε ο Κ. Καζάκος) ο Τάσος Νούσιας. Η Μαρίνα Ασλάνογλου θα ερμηνεύσει το Ρωμιάκι (Τζ. Καρέζη). Το πιο σημαντικό τούτης της νέας παράστασης, πέρα από την ποιότητα των συντελεστών της, είναι η ίδια η δύναμη του κειμένου. Ένα εμβληματικό κείμενο που σπάει το φράγμα του χρόνου χωνεύοντας το χτες μέσα στο σήμερα. Τα πάθη, οι καημοί, ο πόνος, το γέλιο, το κλάμα, ο παροξυσμός, το παράπονο, η ανατριχίλα, η αποκοτιά, το θάρρος, ο ξεσηκωμός και η ελπίδα αναβλύζουν μέσα από τις γραμμές παραμένοντας αναλλοίωτα. Ο χρόνος έχει σταματήσει, για να ξαναρχίσει να μετρά, αφού αυτή είναι η ιστορία μας κι αυτός είναι ο λαός μας.
Αν κάτι με στενοχωρεί σ’ αυτήν τη νέα παράσταση δεν είναι ότι θα θυμηθώ ξανά «Το τραγούδι της Γκιλοτίνας», με την οποία μας έλεγαν οι «ξένοι φίλοι» μας πως θα έχουμε «γλυκύτερον θάνατον». Δεν είναι ότι θα ακούσω πάλι για τη «λεφτεριά που βγαίνει στο σφυρί», ούτε για τους τραπεζίτες που «στολίστηκαν» και τους Έλληνες μεσίτες που «ξυρίστηκαν». Δεν είναι ότι θα συγκινηθώ ξανά με το «λαέ, μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι», ούτε ότι ξέρω πως «το ριζικό μου ακόμα τι μου γράφει, το μελετάνε τρεις μηχανορ-ράφοι». Είναι ότι η παράσταση αυτή άργησε λιγάκι. Τόσο δα. Έχω την πεποίθηση ότι ένα έργο τέχνης σαν κι αυτό θα μπορούσε να έχει επηρεάσει ακόμα και το αποτέλεσμα της κάλπης.
πηγη
http://www.youtube.com/watch?v=rghfpv6oBA8&feature=related
ΑπάντησηΔιαγραφή