Ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές στοχαστές του 20ου αιώνα. Συγγραφέας, πολιτικός, φιλόσοφος και γλωσσολόγος, υπήρξε ιδρυτικό μέλος και ηγετικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας...
. Φυλακίστηκε από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και πέθανε σαν σήμερα, το 1937, τέσσερις ημέρες μετά την απελευθέρωσή του. Υπήρξε πρωτοπόρος για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη και τα γραπτά του επικεντρώνονται στην ανάλυση της πολιτικής ηγεσίας. Οι ιδέες του απέκλιναν από το σοβιετικό μοντέλο και το έργο του θεωρήθηκε ο πρόδρομος του ευρωκομμουνισμού.
Ο Γκράμσι γεννήθηκε το 1891 στη Σαρδηνία, μέσα σε μια φτωχή, πολυμελή οικογένεια δημοσίων υπαλλήλων. Στα εφτά του χρόνια, ο πατέρας του, Φραντσέσκο, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση και φυλακίστηκε. Έτσι, ο μικρός Αντόνιο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του. Είχε πολλά προβλήματα υγείας και ένα ατύχημα στη σπονδυλική στήλη του προκάλεσε κύφωση. Οι πονοκέφαλοι, οι ζαλάδες και οι κυναγχικές κρίσεις δεν θα σταματήσουν σε όλη του τη ζωή.
Κατάφερε να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετά την αποφυλάκιση του πατέρα του, όταν βρέθηκε στο Κάλιαρι, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Το 1911 κέρδισε μια υποτροφία από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο, όπου σπούδασε λογοτεχνία και γλωσσολογία. Εκείνη την εποχή, ο Γκράμσι σχετίστηκε με σοσιαλιστικούς κύκλους, είδε στην πράξη την καθιέρωση των συνδικάτων και τις πρώτες βιομηχανικές κοινωνικές συγκρούσεις. Κουβαλώντας την εμπειρία της Σαρδόνιας, στα τέλη του 1913 είχε ήδη προσχωρήσει στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Το 1916 άρχισε να δουλεύει για την τοπική έκδοση της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Αβάντι», όπου αρθρογραφούσε για την πολιτική επικαιρότητα και κρατούσε την στήλη της θεατρικής κριτικής. Έρχεται σε επαφή με τα έργα του Ρομαίν Πολάν, του Καρλ Μαρξ και γνωρίζει την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης και της Παρισινής Κομμούνας. Εκδίδει το εβδομαδιαίο «Όρντινε Νουόβο», μια εφημερίδα που ασκεί σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα. Μέσα από την εμπειρία του Τορίνο, ο Γκράμσι ωριμάζει πολιτικά. Μετά τη σύλληψη των σοσιαλιστών ηγετών τον Αύγουστο του 1917, εξελέγη στην Προσωρινή Επιτροπή του Κόμματος.
Όταν ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας, τον Ιανουάριο του 1921, ο Γκράμσι εκλέγεται στην Κεντρική Επιτροπή και γίνεται ο εκπρόσωπος του κόμματος στη Διεθνή. Υποστηρίζει σθεναρά τις θέσεις του Λένιν για ολοκληρωτική «εξουσία στα Σοβιέτ». Αναχωρώντας για την Μόσχα, είναι ένας από τους λίγους που πιστεύει ότι υπάρχει πολιτική ανάγκη να ξεκινήσει άμεσα ο αγώνας ενάντια στον φασισμό, που έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ιταλία. Μάλιστα, σε άρθρο του υποστηρίζει δημοσίως πως κοινωνική βάση του φασισμού είναι η ιδεολογία της μικροαστικής τάξης και ζητάει συμμαχία με μη κομμουνιστικές δυνάμεις, όπως συνέβη στη Γαλλία με το Λαϊκό Μέτωπο, για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, ερχόταν σε αντίθεση με τις θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΙ, το οποίο δεν επιθυμεί ενοποίηση με τους σοσιαλιστές, από τους οποίους έχει μόλις αποσπαστεί.
Στο ταξίδι του γνωρίζει την Julia Schucht, μια νεαρή βιολονίστρια, την οποία αργότερα παντρεύεται και μαζί της κάνει δύο γιους. Στις αρχές του 1923, η κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι ξεκίνησε μια εκστρατεία καταστολής των αντιπολιτευόμενων κομμάτων και συνέλαβε τα περισσότερα ηγετικά στελέχη του ΚΚ, μεταξύ αυτών και τον γενικό γραμματέα, Αμαντέο Μπορντίγκα. Όταν ο Γκράμσι επιστρέφει, προσπαθεί να φτιάξει από την αρχή ένα κόμμα που σπαράσσεται από εσωτερικές διαμάχες.
Γρήγορα αναγνωρίζεται ως επικεφαλής και τον Ιανουάριο του 1926, οι απόψεις του για ένα ενιαίο μέτωπο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ιταλία εγκρίνονται από το κόμμα. Ο Γκράμσι, βλέποντας τους χειρισμούς του Στάλιν στην υπόθεση του Τρότσκι, του γράφει ένα γράμμα, στο οποίο υπογράμμιζε τα λάθη του Ρώσου ηγέτη, το οποίο ωστόσο ο εκπρόσωπος του κόμματος στη Μόσχα φέρεται να μην το παρέδωσε ποτέ.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1926, η φασιστική κυβέρνηση θέσπισε ένα νέο κύμα νόμων «έκτακτης ανάγκης», με πρόσχημα μια υποτιθέμενη απόπειρα κατά της ζωής του Μουσολίνι, που είχε γίνει αρκετές ημέρες νωρίτερα. Έτσι, παρά την βουλευτική του ασυλία, ο Γκράμσι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε «φυλάκιση 20 ετών, 4 μηνών και 5 ημερών».
Ο εισαγγελέας δηλώνει: «Αυτό το μυαλό πρέπει να πάψει να δουλεύει για είκοσι χρόνια». Όμως ο Γκράμσι όχι μόνο σκέφτεται, αλλά γράφει και το πιο σημαντικό μέρος του έργου του (γύρω στις 3.000 σελίδες), «Τα γράμματα της φυλακής» και τα «Τετράδια».
Εκεί, ο Γκράμσι σχολίασε την ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας της Ιταλίας και την επιρροή που ασκούσε πάνω της η εκκλησία και το Βατικανό. Παράλληλα, ανέπτυξε την ιδέα της πολιτιστικής ηγεμονίας, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η διακυβέρνηση με όσο το δυνατό λιγότερη χρήση ή απειλή χρήσης της βίας και του εξαναγκασμού.
Ο Ιταλός φιλόσοφος ανέπτυξε μία στην κλασική μαρξιστική αντίληψη περί βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Μίλησε για τον μαρξισμό ως φιλοσοφία της πράξης και κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, ασκώντας κριτική στον οικονομικό ντετερμινισμό και στον φιλοσοφικό υλισμό. Αργότερα οι ιδέες του, μαζί με αυτές του Νίκου Πουλαντζά και άλλων, επέδρασαν καταλυτικά στην ανάπτυξη του ευρωκομουνισμού, πρωταγωνιστώντας στο ζήτημα του «ιστορικού συμβιβασμού».
Σταμάτησε να γράφει το 1935, καταβεβλημένος και εξουθενωμένος από τις συνθήκες κράτησης. Πέθανε από εσωτερική αιμορραγία στις 27 Απριλίου του 1937, λίγο αφότου αποφυλακίστηκε.
«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους...», του Αντόνιο Γκράμσι
(Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του κειμένου του Γκράμσι)
πηγη
. Φυλακίστηκε από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και πέθανε σαν σήμερα, το 1937, τέσσερις ημέρες μετά την απελευθέρωσή του. Υπήρξε πρωτοπόρος για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη και τα γραπτά του επικεντρώνονται στην ανάλυση της πολιτικής ηγεσίας. Οι ιδέες του απέκλιναν από το σοβιετικό μοντέλο και το έργο του θεωρήθηκε ο πρόδρομος του ευρωκομμουνισμού.
Ο Γκράμσι γεννήθηκε το 1891 στη Σαρδηνία, μέσα σε μια φτωχή, πολυμελή οικογένεια δημοσίων υπαλλήλων. Στα εφτά του χρόνια, ο πατέρας του, Φραντσέσκο, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση και φυλακίστηκε. Έτσι, ο μικρός Αντόνιο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του. Είχε πολλά προβλήματα υγείας και ένα ατύχημα στη σπονδυλική στήλη του προκάλεσε κύφωση. Οι πονοκέφαλοι, οι ζαλάδες και οι κυναγχικές κρίσεις δεν θα σταματήσουν σε όλη του τη ζωή.
Κατάφερε να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μετά την αποφυλάκιση του πατέρα του, όταν βρέθηκε στο Κάλιαρι, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Το 1911 κέρδισε μια υποτροφία από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο, όπου σπούδασε λογοτεχνία και γλωσσολογία. Εκείνη την εποχή, ο Γκράμσι σχετίστηκε με σοσιαλιστικούς κύκλους, είδε στην πράξη την καθιέρωση των συνδικάτων και τις πρώτες βιομηχανικές κοινωνικές συγκρούσεις. Κουβαλώντας την εμπειρία της Σαρδόνιας, στα τέλη του 1913 είχε ήδη προσχωρήσει στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Το 1916 άρχισε να δουλεύει για την τοπική έκδοση της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Αβάντι», όπου αρθρογραφούσε για την πολιτική επικαιρότητα και κρατούσε την στήλη της θεατρικής κριτικής. Έρχεται σε επαφή με τα έργα του Ρομαίν Πολάν, του Καρλ Μαρξ και γνωρίζει την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης και της Παρισινής Κομμούνας. Εκδίδει το εβδομαδιαίο «Όρντινε Νουόβο», μια εφημερίδα που ασκεί σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα. Μέσα από την εμπειρία του Τορίνο, ο Γκράμσι ωριμάζει πολιτικά. Μετά τη σύλληψη των σοσιαλιστών ηγετών τον Αύγουστο του 1917, εξελέγη στην Προσωρινή Επιτροπή του Κόμματος.
Όταν ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας, τον Ιανουάριο του 1921, ο Γκράμσι εκλέγεται στην Κεντρική Επιτροπή και γίνεται ο εκπρόσωπος του κόμματος στη Διεθνή. Υποστηρίζει σθεναρά τις θέσεις του Λένιν για ολοκληρωτική «εξουσία στα Σοβιέτ». Αναχωρώντας για την Μόσχα, είναι ένας από τους λίγους που πιστεύει ότι υπάρχει πολιτική ανάγκη να ξεκινήσει άμεσα ο αγώνας ενάντια στον φασισμό, που έχει ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται στην Ιταλία. Μάλιστα, σε άρθρο του υποστηρίζει δημοσίως πως κοινωνική βάση του φασισμού είναι η ιδεολογία της μικροαστικής τάξης και ζητάει συμμαχία με μη κομμουνιστικές δυνάμεις, όπως συνέβη στη Γαλλία με το Λαϊκό Μέτωπο, για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, ερχόταν σε αντίθεση με τις θέσεις της ηγεσίας του ΚΚΙ, το οποίο δεν επιθυμεί ενοποίηση με τους σοσιαλιστές, από τους οποίους έχει μόλις αποσπαστεί.
Στο ταξίδι του γνωρίζει την Julia Schucht, μια νεαρή βιολονίστρια, την οποία αργότερα παντρεύεται και μαζί της κάνει δύο γιους. Στις αρχές του 1923, η κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι ξεκίνησε μια εκστρατεία καταστολής των αντιπολιτευόμενων κομμάτων και συνέλαβε τα περισσότερα ηγετικά στελέχη του ΚΚ, μεταξύ αυτών και τον γενικό γραμματέα, Αμαντέο Μπορντίγκα. Όταν ο Γκράμσι επιστρέφει, προσπαθεί να φτιάξει από την αρχή ένα κόμμα που σπαράσσεται από εσωτερικές διαμάχες.
Γρήγορα αναγνωρίζεται ως επικεφαλής και τον Ιανουάριο του 1926, οι απόψεις του για ένα ενιαίο μέτωπο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ιταλία εγκρίνονται από το κόμμα. Ο Γκράμσι, βλέποντας τους χειρισμούς του Στάλιν στην υπόθεση του Τρότσκι, του γράφει ένα γράμμα, στο οποίο υπογράμμιζε τα λάθη του Ρώσου ηγέτη, το οποίο ωστόσο ο εκπρόσωπος του κόμματος στη Μόσχα φέρεται να μην το παρέδωσε ποτέ.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1926, η φασιστική κυβέρνηση θέσπισε ένα νέο κύμα νόμων «έκτακτης ανάγκης», με πρόσχημα μια υποτιθέμενη απόπειρα κατά της ζωής του Μουσολίνι, που είχε γίνει αρκετές ημέρες νωρίτερα. Έτσι, παρά την βουλευτική του ασυλία, ο Γκράμσι συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε «φυλάκιση 20 ετών, 4 μηνών και 5 ημερών».
Ο εισαγγελέας δηλώνει: «Αυτό το μυαλό πρέπει να πάψει να δουλεύει για είκοσι χρόνια». Όμως ο Γκράμσι όχι μόνο σκέφτεται, αλλά γράφει και το πιο σημαντικό μέρος του έργου του (γύρω στις 3.000 σελίδες), «Τα γράμματα της φυλακής» και τα «Τετράδια».
Εκεί, ο Γκράμσι σχολίασε την ιστορική εξέλιξη της κοινωνίας της Ιταλίας και την επιρροή που ασκούσε πάνω της η εκκλησία και το Βατικανό. Παράλληλα, ανέπτυξε την ιδέα της πολιτιστικής ηγεμονίας, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η διακυβέρνηση με όσο το δυνατό λιγότερη χρήση ή απειλή χρήσης της βίας και του εξαναγκασμού.
Ο Ιταλός φιλόσοφος ανέπτυξε μία στην κλασική μαρξιστική αντίληψη περί βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Μίλησε για τον μαρξισμό ως φιλοσοφία της πράξης και κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, ασκώντας κριτική στον οικονομικό ντετερμινισμό και στον φιλοσοφικό υλισμό. Αργότερα οι ιδέες του, μαζί με αυτές του Νίκου Πουλαντζά και άλλων, επέδρασαν καταλυτικά στην ανάπτυξη του ευρωκομουνισμού, πρωταγωνιστώντας στο ζήτημα του «ιστορικού συμβιβασμού».
Σταμάτησε να γράφει το 1935, καταβεβλημένος και εξουθενωμένος από τις συνθήκες κράτησης. Πέθανε από εσωτερική αιμορραγία στις 27 Απριλίου του 1937, λίγο αφότου αποφυλακίστηκε.
«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους...», του Αντόνιο Γκράμσι
(Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του κειμένου του Γκράμσι)
πηγη
«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους...», του Αντόνιο Γκράμσι
ΑπάντησηΔιαγραφή...
«ο Κελεύω άτιμον είναι τού έν στάσει μηδέτερος μερίδος γενομένου άρθρο 438»ΣΟΛΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Αυτός επέβαλε σε κάθε πολίτη σε κρίσιμες στιγμές να παίρνει ενεργό και υπεύθυνη θέση στα κοινά της πόλης.
Όποιος σε περίπτωση εμφυλίου πολέμου δεν έπαιρνε το ένα ή το άλλο μέρος τον τιμωρούσαν με την ποινή της ατιμίας.
ΜΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΤΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΣ "ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗ" ΠΟΥ ΑΝΑΜΑΣΑΕΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΕΙ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ΕΔΩ ΚΑΙ 2500 ΧΡΟΝΙΑ... ΕΛΕΟΣ!!!