"Κάποτε σ' ένα χωριό ζούσαν δυο χωριανοι, που ήταν και πολύ φίλοι. Πάνω στην κουβέντα μια φορά, είπαν και συμφώνησαν, όταν πεθάνουν, να προσπαθήσουν, απ' όπου κι αν βρίσκονταν, να ανταμώσουν.
Πέθαναν κάποτε ο ένας μετά τον άλλον, κι ό ένας βρέθηκε στην Κόλαση, κ ό άλλος στον Παράδεισο. Και σ' ένα Ψυχοσάββατο, έτυχε να τους κάνουν και τους δύο μνημόσυνο την ίδια μέρα. Έχουν να πουν πως, όταν γίνονται ....
μνημόσυνα, οι ψυχές αλαφρώνουν τόσο πολύ, που βγαίνουν απ' όπου κι αν βρίσκονται, κι ανταμώνουν με όποιους φίλους είχαν στη ζωή. Έτσι αντάμωσαν και οι δυό φίλοι καθώς βγήκαν ό ένας απ' τον Παράδεισο, κι ο άλλος απ' την Κόλαση. - Πώς περνάτε εκεί στην Κόλαση; ρωτάει τον φίλο του αυτός, που ήταν στον παράδεισο. - Πολύ άσχημα.. Ολημερίς κι ολονυχτίς τρωγόμαστε και βριζόμαστε. - Και τί διαφορές έχετε τώρα; - Να, ο καθένας μας πιστεύει ότι είναι καλός, και ότι όλοι οι άλλοι είναι κακοί. - Και ο Θεός ποιά θέση παίρνει; ξαναρωτάει ο πρώτος. - Ο Θεός μας συγχωρεί όλους, και λέει πως είμαστε καλοί, ανοίγει μάλιστα και την πόρτα της Κόλασης, για να βγούμε έξω... - Κι εσείς τί κάνετε; ρωτάει με πολλή απορία ο πρώτος. - Εμείς βαστάμε την πόρτα, να μη βγει κανένας έξω, γιατί δεν αντέχουμε την κοροϊδία να γλιτώνουν οι κακοί την Κόλαση.. - Κοίταξε φίλε μου πόσο μοιάζουμε με σας ... λέει τότε ο πρώτος. Μόνο που εμείς πιστεύουμε ο καθένας μας ότι ο ίδιος είναι κακός και ότι όλοι οι άλλοι είναι καλοί.. Κι ο Θεός μας λέει το ίδιο, όπως και σε σας: πως όλοι είμαστε καλοί! και χαιρόμαστε όλοι... - Και με την πόρτα τί κάνετε; ξαναρωτάει ο δέυτερος. - Εμείς βαστάμε την πόρτα ανοιχτή, για να μπαίνουν οι φουκαράδες, που βασανίστηκαν στον απάνω κόσμο. - Κι άν μπει και κανένας κακός;... ρωτάει ο δεύτερος. - Έ, και τί μας νοιάζει;! Μήπως κι εμείς δεν είμαστε κακοί; απαντάει ο πρώτος. - Κοίταξε φίλε μου, λέει τότε αναστενάζοντας ο δεύτερος, πόσο χαζός ήμουνα. Δεν μου κοψε καθόλου να έρθω κι εγώ στον παράδεισο!... Και πώς βρέθηκα στην Κόλαση δεν το κατάλαβα.. - Δεν το κατάλαβες, του λέει τότε ο πρώτος, γιατί δεν υπάρχει καμία Κόλαση.. Έτσι λένε τον τόπο σας, για να του δώσουν ένα όνομα.. - Και τότε τί είναι;;! - Είναι ο μαζωμός αυτών, που δεν πιστέυουν στο Θεό. Κι επειδή έχετε κακία ο ένας στον άλλον, γι' αυτό κάνετε τον τόπο σας Κόλαση... Και μ' αυτά, τελείωσε το Ψυχοσάββατο, και γύρισαν οι δυο φίλοι ο καθένας στον τόπο του..." (απ' το βιβλίο του Κωσταντίνου Γανωτή: "Αποκλειστικά για Γονείς", Εκδ. Αρχορνταρίκι)
μνημόσυνα, οι ψυχές αλαφρώνουν τόσο πολύ, που βγαίνουν απ' όπου κι αν βρίσκονται, κι ανταμώνουν με όποιους φίλους είχαν στη ζωή. Έτσι αντάμωσαν και οι δυό φίλοι καθώς βγήκαν ό ένας απ' τον Παράδεισο, κι ο άλλος απ' την Κόλαση. - Πώς περνάτε εκεί στην Κόλαση; ρωτάει τον φίλο του αυτός, που ήταν στον παράδεισο. - Πολύ άσχημα.. Ολημερίς κι ολονυχτίς τρωγόμαστε και βριζόμαστε. - Και τί διαφορές έχετε τώρα; - Να, ο καθένας μας πιστεύει ότι είναι καλός, και ότι όλοι οι άλλοι είναι κακοί. - Και ο Θεός ποιά θέση παίρνει; ξαναρωτάει ο πρώτος. - Ο Θεός μας συγχωρεί όλους, και λέει πως είμαστε καλοί, ανοίγει μάλιστα και την πόρτα της Κόλασης, για να βγούμε έξω... - Κι εσείς τί κάνετε; ρωτάει με πολλή απορία ο πρώτος. - Εμείς βαστάμε την πόρτα, να μη βγει κανένας έξω, γιατί δεν αντέχουμε την κοροϊδία να γλιτώνουν οι κακοί την Κόλαση.. - Κοίταξε φίλε μου πόσο μοιάζουμε με σας ... λέει τότε ο πρώτος. Μόνο που εμείς πιστεύουμε ο καθένας μας ότι ο ίδιος είναι κακός και ότι όλοι οι άλλοι είναι καλοί.. Κι ο Θεός μας λέει το ίδιο, όπως και σε σας: πως όλοι είμαστε καλοί! και χαιρόμαστε όλοι... - Και με την πόρτα τί κάνετε; ξαναρωτάει ο δέυτερος. - Εμείς βαστάμε την πόρτα ανοιχτή, για να μπαίνουν οι φουκαράδες, που βασανίστηκαν στον απάνω κόσμο. - Κι άν μπει και κανένας κακός;... ρωτάει ο δεύτερος. - Έ, και τί μας νοιάζει;! Μήπως κι εμείς δεν είμαστε κακοί; απαντάει ο πρώτος. - Κοίταξε φίλε μου, λέει τότε αναστενάζοντας ο δεύτερος, πόσο χαζός ήμουνα. Δεν μου κοψε καθόλου να έρθω κι εγώ στον παράδεισο!... Και πώς βρέθηκα στην Κόλαση δεν το κατάλαβα.. - Δεν το κατάλαβες, του λέει τότε ο πρώτος, γιατί δεν υπάρχει καμία Κόλαση.. Έτσι λένε τον τόπο σας, για να του δώσουν ένα όνομα.. - Και τότε τί είναι;;! - Είναι ο μαζωμός αυτών, που δεν πιστέυουν στο Θεό. Κι επειδή έχετε κακία ο ένας στον άλλον, γι' αυτό κάνετε τον τόπο σας Κόλαση... Και μ' αυτά, τελείωσε το Ψυχοσάββατο, και γύρισαν οι δυο φίλοι ο καθένας στον τόπο του..." (απ' το βιβλίο του Κωσταντίνου Γανωτή: "Αποκλειστικά για Γονείς", Εκδ. Αρχορνταρίκι)
με διαφορά
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΠΛΟΓΚ ΣΑΣ
ευχαριστώ
Ένας αρχαίος κινέζικος θρύλος λέει ότι σ’ ένα μοναστήρι κάποιος μαθητής ρώτησε τον σοφό δάσκαλο του: «Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;» Ο δάσκαλος του απάντησε: «Πολύ μικρή, κι ωστόσο έχει μεγάλες συνέπειες. Έλα να σου δείξω την Κόλαση». Μπήκαν σε ένα δωμάτιο, όπου μια ομάδα ανθρώπων καθόταν γύρω από ένα πολύ μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια μεγάλη χύτρα σούπας με ρύζι. Όλοι τους ήταν πεινασμένοι και απελπισμένοι γιατί ο καθένας είχε από ένα κουτάλι με πολύ μακρύ χερούλι που κρατώντας το από την άκρη μόλις που έφτανε στο εσωτερικό της χύτρας. Όμως το μακρύ χερούλι δεν τους επέτρεπε να φέρουν μετά το κουτάλι με τη σούπα στο στόμα τους. Η απελπισία και η ταλαιπωρία ήταν φοβερή. «Έλα» είπε ο δάσκαλος λίγο μετά. «τώρα θα σου δείξω τον Παράδεισο». Μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πανομοιότυπο με το πρώτο, υπήρχε το ίδιο μεγάλο τραπέζι, η χύτρα του ρυζιού, μια ομάδα ανθρώπων, τα ίδια μακριά κουτάλια, όμως εκεί όλοι ήταν ευτυχισμένοι και χορτάτοι. «Δεν καταλαβαίνω» είπε ο μαθητής. «γιατί είναι τόσο ευτυχισμένοι εδώ, ενώ στο άλλο δωμάτιο είναι τόσο δυστυχισμένοι, τη στιγμή που όλα είναι ίδια;» «Δεν το κατάλαβες;», χαμογέλασε ο δάσκαλος. «Καθώς τα κουτάλια έχουν μακριά χερούλια και δεν μπορούν να φέρνουν το φαγητό στο στόμα τους, εδώ έμαθαν όλοι να ταΐζουν ο ένας τον άλλον».
ΑπάντησηΔιαγραφή