Του Richard Wolff
Οι Ρεπουμπλικάνοι υποστηρίζουν, με οργουελικό τρόπο, ότι “ο φόρος εκατομμυριούχων” είναι “ταξικός πόλεμος”. Η πραγματικότητα είναι ότι οι πάμπλουτοι έχουν κερδίσει τον πόλεμο.
Ρεπουμπλικάνοι και συντηρητικοί πάντα επιτίθενται εναντίων των προτάσεων για αύξηση των φόρων σε επιχειρήσεις και πλούσιους διατυπώνοντας δυο βασικούς ισχυρισμούς: Πρώτον, ότι τέτοιες προτάσεις παρακινούν σε έναν αντι-αμερικανικό “ταξικό πόλεμο”, στρέφοντας την εργατική τάξη κατά των πλουσίων και των επιχειρήσεων. Δεύτερον, ότι τέτοιες προτάσεις αφαιρούν χρήματα τα οποία αλλιώς θα είχαν επενδυθεί στην παραγωγή και άρα σε θέσεις εργασίας.
Ούτε η λογική ούτε τα στοιχεία δικαιώνουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Η κατηγορία περί ταξικού πολέμου είναι ιδιαίτερα ανόητη. Σκεφτείτε απλά δύο γεγονότα. Πρώτον, στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, για κάθε δολάριο αύξησης φόρου σε ιδιώτες αντιστοιχούσε αύξηση 1,50 δολαρίου σε φόρους επί των κερδών των επιχειρήσεων. Σήμερα, η αναλογία είναι πολύ διαφορετική: για κάθε δολάριο φόρου σε ιδιώτες, η Ουάσιγκτον παίρνει 25 σεντς σε φόρους από τις επιχειρήσεις. Με λίγα λόγια, τον τελευταίο μισό αιώνα έχει γίνει μια μαζική μετατόπιση του βάρους της ομοσπονδιακής φορολογίας από τις επιχειρήσεις στους ιδιώτες.
Δεύτερον, σε αυτά τα 50 χρόνια, η πραγματική στροφή που συνέβη ήταν η αντίθετη από αυτήν της μετριοπαθούς πρότασης Ομπάμα: κατά την ίδια περίοδο, o συντελεστής του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος για τους πλουσιότερους μειώθηκε από 91% στο τρέχον 35%. Ωστόσο, ρεπουμπλικάνοι και συντηρητικοί χρησιμοποιούν τον όρο “ταξικός πόλεμος” για την πρόταση ο Ομπάμα – και ποτέ δεν τον χρησιμοποίησαν τις τελευταίες πέντε δεκαετίες για την μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις στην εργατική τάξη.
Στη διάρθρωση των φόρων που επιβάλλονται από τη Ουάσιγκτον κατά το τελευταίο μισό του αιώνα έχει παρατηρηθεί μια διπλή μαζική μετατόπιση του βάρους της φορολογίας: από τις εταιρείες στους ιδιώτες και από τους πλουσιότερες ιδιώτες σε όλους τους άλλους. Αν η συζήτηση θέλει σοβαρά να χρησιμοποιήσει έναν όρο όπως «ταξικός πόλεμος» για να περιγράψει τις φορολογικές πολιτικές της Ουάσιγκτον, τότε η πραγματικότητα είναι ότι νικητές του ταξικού πολέμου είναι οι εταιρείες και οι πλούσιοι. Χαμένοι οι υπόλοιποι από εμάς – τώρα θέλουν να μειώσουν τις ζημίες μας με μια μικρή αύξηση στους φόρους των πάμπλουτων (αλλά όχι, ή όχι ακόμα για τις επιχειρήσεις).
Το να αναφερθεί αυτή η προσπάθεια σαν μια ξαφνική εισαγωγή ταξικού πολέμου στην πολιτική των ΗΠΑ είναι είτε ανέντιμη είτε βασίζεται σε άγνοια της ομοσπονδιακής φορολογικής πολιτικής. Ή μάλλον όσον αφορά τους συντηρητικούς, είναι ένα βολικό μίγμα και των δύο.
Ανάλογης σοβαρότητας είναι και οι ισχυρισμοί των Ρεπουμπλικάνων ότι η φορολόγηση εταιρειών και πλούσιων στερεί χρήματα που θα μπορούσαν αλλιώς να επενδυθούν στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Την περασμένη Παρασκευή, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε ρεκόρ στα χρηματικά διαθέσιμα των επιχειρήσεων (πάνω από 2 τρις$). Ακόμη και με την ισχύουσα χαμηλή φορολογία για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους, αυτά τα χρήματα δεν επενδύονται και δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας. Δεν διανέμονται σε κανέναν άλλο και έτσι δεν δαπανούνται σε καταναλωτικά αγαθά. Η φορολόγηση ενός μέρους αυτών των χρημάτων για την αναθέρμανση της οικονομίας – ή ακόμα καλύτερα, με τη χρησιμοποίηση τους στην πρόσληψη και στην πληρωμή ανέργων – θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός τρόπος στη δημιουργία θέσεων εργασίας από τις συσσωρεύσεις μετρητών στα ταμεία των επιχειρήσεων.
Τον περασμένο μήνα, ο Warren Buffett αναστάτωσε πολλούς από τους πλούσιους φίλους του με τη δήλωση του στους New York Times. Κατέστησε σαφές ότι ποτέ δεν συνάντησε σοβαρό επενδυτή ο οποίος να αποφάσισε για το αν θα επενδύσει ή όχι με βάση τους φορολογικούς συντελεστές. Αυτό που μετρούσε πάντα ήταν η προσδοκία του κέρδους. Προέτρεψε δε τους Αμερικανούς να αυξήσουν τους φόρους για τους πλούσιους όπως ο ίδιος. Άφησε επίσης να εννοηθεί – πάρα πολύ διακριτικά – ότι γινόταν όλο και πολιτικά επικίνδυνη για την επιβίωση του οικονομικού συστήματος η διατήρηση για την μειοψηφία των πολύ πλούσιων άνθρωπων, φορολογικών συντελεστών χαμηλότερων από τη μέση-και χαμηλού εισοδήματος πλειοψηφία.
Η μεγάλη ειρωνεία της σχετικά χαλαρής συζήτησης για ταξικό πόλεμο είναι η εξής: Οι Ρεπουμπλικάνοι και οι συντηρητικές φωνές που αντιτίθενται στην αύξηση φόρων για τις εταιρείες και τους πλούσιους με αυτόν τον τρόπο προκαλούν – όπως υπαινίχθηκε ο Buffett και με μεγαλύτερη σαφήνεια προειδοποίησε ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael Bloomberg την περασμένη εβδομάδα – την ανανέωση της ταξικής συνείδησης στις ΗΠΑ. Τότε, η Ουάσινγκτον ίσως μάθει τι πραγματικά σημαίνει ταξικός πόλεμος.
Οι Ρεπουμπλικάνοι υποστηρίζουν, με οργουελικό τρόπο, ότι “ο φόρος εκατομμυριούχων” είναι “ταξικός πόλεμος”. Η πραγματικότητα είναι ότι οι πάμπλουτοι έχουν κερδίσει τον πόλεμο.
Ρεπουμπλικάνοι και συντηρητικοί πάντα επιτίθενται εναντίων των προτάσεων για αύξηση των φόρων σε επιχειρήσεις και πλούσιους διατυπώνοντας δυο βασικούς ισχυρισμούς: Πρώτον, ότι τέτοιες προτάσεις παρακινούν σε έναν αντι-αμερικανικό “ταξικό πόλεμο”, στρέφοντας την εργατική τάξη κατά των πλουσίων και των επιχειρήσεων. Δεύτερον, ότι τέτοιες προτάσεις αφαιρούν χρήματα τα οποία αλλιώς θα είχαν επενδυθεί στην παραγωγή και άρα σε θέσεις εργασίας.
Ούτε η λογική ούτε τα στοιχεία δικαιώνουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Η κατηγορία περί ταξικού πολέμου είναι ιδιαίτερα ανόητη. Σκεφτείτε απλά δύο γεγονότα. Πρώτον, στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, για κάθε δολάριο αύξησης φόρου σε ιδιώτες αντιστοιχούσε αύξηση 1,50 δολαρίου σε φόρους επί των κερδών των επιχειρήσεων. Σήμερα, η αναλογία είναι πολύ διαφορετική: για κάθε δολάριο φόρου σε ιδιώτες, η Ουάσιγκτον παίρνει 25 σεντς σε φόρους από τις επιχειρήσεις. Με λίγα λόγια, τον τελευταίο μισό αιώνα έχει γίνει μια μαζική μετατόπιση του βάρους της ομοσπονδιακής φορολογίας από τις επιχειρήσεις στους ιδιώτες.
Δεύτερον, σε αυτά τα 50 χρόνια, η πραγματική στροφή που συνέβη ήταν η αντίθετη από αυτήν της μετριοπαθούς πρότασης Ομπάμα: κατά την ίδια περίοδο, o συντελεστής του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος για τους πλουσιότερους μειώθηκε από 91% στο τρέχον 35%. Ωστόσο, ρεπουμπλικάνοι και συντηρητικοί χρησιμοποιούν τον όρο “ταξικός πόλεμος” για την πρόταση ο Ομπάμα – και ποτέ δεν τον χρησιμοποίησαν τις τελευταίες πέντε δεκαετίες για την μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τους πλούσιους και τις επιχειρήσεις στην εργατική τάξη.
Στη διάρθρωση των φόρων που επιβάλλονται από τη Ουάσιγκτον κατά το τελευταίο μισό του αιώνα έχει παρατηρηθεί μια διπλή μαζική μετατόπιση του βάρους της φορολογίας: από τις εταιρείες στους ιδιώτες και από τους πλουσιότερες ιδιώτες σε όλους τους άλλους. Αν η συζήτηση θέλει σοβαρά να χρησιμοποιήσει έναν όρο όπως «ταξικός πόλεμος» για να περιγράψει τις φορολογικές πολιτικές της Ουάσιγκτον, τότε η πραγματικότητα είναι ότι νικητές του ταξικού πολέμου είναι οι εταιρείες και οι πλούσιοι. Χαμένοι οι υπόλοιποι από εμάς – τώρα θέλουν να μειώσουν τις ζημίες μας με μια μικρή αύξηση στους φόρους των πάμπλουτων (αλλά όχι, ή όχι ακόμα για τις επιχειρήσεις).
Το να αναφερθεί αυτή η προσπάθεια σαν μια ξαφνική εισαγωγή ταξικού πολέμου στην πολιτική των ΗΠΑ είναι είτε ανέντιμη είτε βασίζεται σε άγνοια της ομοσπονδιακής φορολογικής πολιτικής. Ή μάλλον όσον αφορά τους συντηρητικούς, είναι ένα βολικό μίγμα και των δύο.
Ανάλογης σοβαρότητας είναι και οι ισχυρισμοί των Ρεπουμπλικάνων ότι η φορολόγηση εταιρειών και πλούσιων στερεί χρήματα που θα μπορούσαν αλλιώς να επενδυθούν στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Την περασμένη Παρασκευή, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε ρεκόρ στα χρηματικά διαθέσιμα των επιχειρήσεων (πάνω από 2 τρις$). Ακόμη και με την ισχύουσα χαμηλή φορολογία για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους, αυτά τα χρήματα δεν επενδύονται και δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας. Δεν διανέμονται σε κανέναν άλλο και έτσι δεν δαπανούνται σε καταναλωτικά αγαθά. Η φορολόγηση ενός μέρους αυτών των χρημάτων για την αναθέρμανση της οικονομίας – ή ακόμα καλύτερα, με τη χρησιμοποίηση τους στην πρόσληψη και στην πληρωμή ανέργων – θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός τρόπος στη δημιουργία θέσεων εργασίας από τις συσσωρεύσεις μετρητών στα ταμεία των επιχειρήσεων.
Τον περασμένο μήνα, ο Warren Buffett αναστάτωσε πολλούς από τους πλούσιους φίλους του με τη δήλωση του στους New York Times. Κατέστησε σαφές ότι ποτέ δεν συνάντησε σοβαρό επενδυτή ο οποίος να αποφάσισε για το αν θα επενδύσει ή όχι με βάση τους φορολογικούς συντελεστές. Αυτό που μετρούσε πάντα ήταν η προσδοκία του κέρδους. Προέτρεψε δε τους Αμερικανούς να αυξήσουν τους φόρους για τους πλούσιους όπως ο ίδιος. Άφησε επίσης να εννοηθεί – πάρα πολύ διακριτικά – ότι γινόταν όλο και πολιτικά επικίνδυνη για την επιβίωση του οικονομικού συστήματος η διατήρηση για την μειοψηφία των πολύ πλούσιων άνθρωπων, φορολογικών συντελεστών χαμηλότερων από τη μέση-και χαμηλού εισοδήματος πλειοψηφία.
Η μεγάλη ειρωνεία της σχετικά χαλαρής συζήτησης για ταξικό πόλεμο είναι η εξής: Οι Ρεπουμπλικάνοι και οι συντηρητικές φωνές που αντιτίθενται στην αύξηση φόρων για τις εταιρείες και τους πλούσιους με αυτόν τον τρόπο προκαλούν – όπως υπαινίχθηκε ο Buffett και με μεγαλύτερη σαφήνεια προειδοποίησε ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael Bloomberg την περασμένη εβδομάδα – την ανανέωση της ταξικής συνείδησης στις ΗΠΑ. Τότε, η Ουάσινγκτον ίσως μάθει τι πραγματικά σημαίνει ταξικός πόλεμος.
Richard Wolff: Το μεγάλο Ελληνικό σκάνδαλο που όλοι αποσιωπούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://amwmos.wordpress.com/2011/11/18/o-richard-wolff-kai-to-skandalo/
Αντε ξυπνάτε αμερικανάκια σιγα-σιγα
ΑπάντησηΔιαγραφή