Πέντε ημέρες μετά τις εκλογές, σε άρθρο, στις 10.10.2009, εξέφρασα ανησυχία που η κυβέρνηση έδειχνε ανέτοιμη να διαπραγματευτεί τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Η ανησυχία αυτή, έγινε γρήγορα κατανοητή και υιοθετήθηκε από πολλούς σχολιαστές. Τον Φεβρουάριο του 2010 σε συζήτηση στη Βουλή ο τότε υφυπουργός οικονομικών απάντησε σε αυτές τις ανησυχίες λέγοντας ότι «όταν χρωστά κανείς δεν διαπραγματεύεται».
Η δήλωση αυτή επαναλήφθηκε στην ουσία της από τον τότε υπουργό οικονομικών Γ.Παπακωνσταντίνο καθώς και από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Θ.Πάγκαλο o οποίος δήλωνε (στις 23.4.10) ότι όταν χρωστάς δεν μπορείς «να θέτεις κόκκινες γραμμές». Έγραψα τότε στα Επίκαιρα (12.3.2010), σε άρθρο με τίτλο «Δανεισμός χωρίς Διαπραγμάτευση», τα εξής: «Εδώ και αρκετό καιρό είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται…. Ότι οι άμεσα αρμόδιοι πάνε στις διεθνείς συναντήσεις με τα χέρια κάτω. Δυστυχώς αυτή η υποψία μου επιβεβαιώθηκε και από τα όσα λένε οι ίδιο». Πρόκειται για στάση, έγραφα, «που δείχνει ηττοπάθεια».
Η κυβέρνηση δεν άλλαξε ούτε αργότερα την στάση της ως προς το ζήτημα της διαπραγμάτευσης. Εξάλλου εκείνο που κύρια τη νοιάζει είναι η επικοινωνία και όχι η ουσία. Στη βάση αυτής της λογικής, επιστρέφοντας ο πρωθυπουργός από την πρόσφατη σύνοδο κορυφής, δήλωσε ότι οι νέες αποφάσεις έδειξαν το πόσο υποτιμάτε ο διαπραγματευτικός αγώνας της κυβέρνησής του. Ταυτόχρονα, ο πρώην υπουργός οικονομικών Γ.Παπακωνσταντίνου δήλωνε χωρίς να κοκκινίζει, ότι αποδείχτηκε το κακόβουλο των «περί μη διαπραγμάτευσης» επιχειρημάτων. Με άλλα λόγια, αφού επί μήνες μας υποδείκνυαν ότι ο έχων χρέη δεν μπορεί να διαπραγματευτεί, τώρα μας ζητάνε και τα ρέστα για αυτές ακριβώς τις ανεύθυνες πράξεις και δηλώσεις τους. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου θα είχαν παραιτηθεί.
Το κύριο πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι ούτε τώρα διαπραγματεύτηκαν. Ο πρωθυπουργός για να αποδείξει το αντίθετο επικαλείται ότι έγιναν από πλευράς της Ελλάδας αρκετές παρατηρήσεις και διορθώσεις επί του τελικού κειμένου των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής. Δεν έχω λόγο να το αμφισβητήσω. Αλλά όποιος έχει λίγη πείρα από διαπραγματεύσεις σε τέτοιες συνόδους γνωρίζει ότι υπάρχουν δύο βαθμοί ενδιαφέροντος για μια χώρα. Όταν εξετάζονται ζητήματα χαμηλού ενδιαφέροντος για την ίδια, τότε εκείνη περιορίζεται σε εκ των υστέρων παρατηρήσεις και διορθώσεις επί όσων έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα σε τρίτους. Όταν τα ζητήματα είναι ζωτικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η κρίση για την Ελλάδα, τότε η ενδιαφερόμενη χώρα οφείλει να καταθέτει δική της πρόταση και να στοχεύει στην υιοθέτησή της από το Συμβούλιο, τουλάχιστον θεμελιακών τμημάτων της. Όλα δείχνουν ότι τέτοια επεξεργασία από ελληνικής πλευράς δεν υπήρξε.
Αυτό που στην πραγματικότητα έγινε και καταγράφηκε, είναι μια διαπραγμάτευση μεταξύ των Μέρκελ και Σαρκοζί στο Βερολίνο και με την υστερότερη συμμετοχή του Τρισέ. Αυτοί έκαναν εξάλλου τις διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και τους οίκους αξιολόγησης. Η συμφωνία ανάμεσά τους, αποτέλεσε και τον κορμό των αποφάσεων της ΕΕ. Η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε αυτές όλες τις διαπραγματεύσεις ως το θέμα της κρίσης να αφορούσε τρίτους. Έτσι, προέκυψαν για την Ελλάδα ακραία αρνητικές πλευρές, απαιτήσεις και δεσμεύσεις στις αποφάσεις Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Απαιτήσεις τις οποίες η κυβέρνηση προσπαθεί εκ των υστέρων να αποκρύψει μέσα στους πανηγυρισμούς της, ή και να μεταβαπτίσει, όπως, επί παραδείγματι, κάνει με την υποθήκευση της Ελλάδας στην οποία και συμφώνησε (άρθρα 3 και 9 των Συμπερασμάτων).
Στην ουσία η κυβέρνηση φόβισε τον λαό με μια χρεωκοπία που δεν θα γινόταν και άρπαξε το λαϊκό εισόδημα, τους μισθούς και τις συντάξεις, ενώ άφησε τη λαμογιά, τα καρτέλ και τη διαπλοκή να πλουτίζουν. Τελικά η χρεοκοπία, στο όνομα της οποίας δεν διαπραγματεύτηκε και υφάρπαξε, δεν ήρθε. Όμως, η αρπαγή όχι μόνο έγινε, αλλά η κυβέρνηση προτίθεται να την συνεχίσει, αν όχι και να την εντείνει.
Από τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ 27 Ιουλίου 2011
Η δήλωση αυτή επαναλήφθηκε στην ουσία της από τον τότε υπουργό οικονομικών Γ.Παπακωνσταντίνο καθώς και από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Θ.Πάγκαλο o οποίος δήλωνε (στις 23.4.10) ότι όταν χρωστάς δεν μπορείς «να θέτεις κόκκινες γραμμές». Έγραψα τότε στα Επίκαιρα (12.3.2010), σε άρθρο με τίτλο «Δανεισμός χωρίς Διαπραγμάτευση», τα εξής: «Εδώ και αρκετό καιρό είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν διαπραγματεύεται…. Ότι οι άμεσα αρμόδιοι πάνε στις διεθνείς συναντήσεις με τα χέρια κάτω. Δυστυχώς αυτή η υποψία μου επιβεβαιώθηκε και από τα όσα λένε οι ίδιο». Πρόκειται για στάση, έγραφα, «που δείχνει ηττοπάθεια».
Η κυβέρνηση δεν άλλαξε ούτε αργότερα την στάση της ως προς το ζήτημα της διαπραγμάτευσης. Εξάλλου εκείνο που κύρια τη νοιάζει είναι η επικοινωνία και όχι η ουσία. Στη βάση αυτής της λογικής, επιστρέφοντας ο πρωθυπουργός από την πρόσφατη σύνοδο κορυφής, δήλωσε ότι οι νέες αποφάσεις έδειξαν το πόσο υποτιμάτε ο διαπραγματευτικός αγώνας της κυβέρνησής του. Ταυτόχρονα, ο πρώην υπουργός οικονομικών Γ.Παπακωνσταντίνου δήλωνε χωρίς να κοκκινίζει, ότι αποδείχτηκε το κακόβουλο των «περί μη διαπραγμάτευσης» επιχειρημάτων. Με άλλα λόγια, αφού επί μήνες μας υποδείκνυαν ότι ο έχων χρέη δεν μπορεί να διαπραγματευτεί, τώρα μας ζητάνε και τα ρέστα για αυτές ακριβώς τις ανεύθυνες πράξεις και δηλώσεις τους. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του δυτικού κόσμου θα είχαν παραιτηθεί.
Το κύριο πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι ούτε τώρα διαπραγματεύτηκαν. Ο πρωθυπουργός για να αποδείξει το αντίθετο επικαλείται ότι έγιναν από πλευράς της Ελλάδας αρκετές παρατηρήσεις και διορθώσεις επί του τελικού κειμένου των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής. Δεν έχω λόγο να το αμφισβητήσω. Αλλά όποιος έχει λίγη πείρα από διαπραγματεύσεις σε τέτοιες συνόδους γνωρίζει ότι υπάρχουν δύο βαθμοί ενδιαφέροντος για μια χώρα. Όταν εξετάζονται ζητήματα χαμηλού ενδιαφέροντος για την ίδια, τότε εκείνη περιορίζεται σε εκ των υστέρων παρατηρήσεις και διορθώσεις επί όσων έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα σε τρίτους. Όταν τα ζητήματα είναι ζωτικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η κρίση για την Ελλάδα, τότε η ενδιαφερόμενη χώρα οφείλει να καταθέτει δική της πρόταση και να στοχεύει στην υιοθέτησή της από το Συμβούλιο, τουλάχιστον θεμελιακών τμημάτων της. Όλα δείχνουν ότι τέτοια επεξεργασία από ελληνικής πλευράς δεν υπήρξε.
Αυτό που στην πραγματικότητα έγινε και καταγράφηκε, είναι μια διαπραγμάτευση μεταξύ των Μέρκελ και Σαρκοζί στο Βερολίνο και με την υστερότερη συμμετοχή του Τρισέ. Αυτοί έκαναν εξάλλου τις διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και τους οίκους αξιολόγησης. Η συμφωνία ανάμεσά τους, αποτέλεσε και τον κορμό των αποφάσεων της ΕΕ. Η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε αυτές όλες τις διαπραγματεύσεις ως το θέμα της κρίσης να αφορούσε τρίτους. Έτσι, προέκυψαν για την Ελλάδα ακραία αρνητικές πλευρές, απαιτήσεις και δεσμεύσεις στις αποφάσεις Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Απαιτήσεις τις οποίες η κυβέρνηση προσπαθεί εκ των υστέρων να αποκρύψει μέσα στους πανηγυρισμούς της, ή και να μεταβαπτίσει, όπως, επί παραδείγματι, κάνει με την υποθήκευση της Ελλάδας στην οποία και συμφώνησε (άρθρα 3 και 9 των Συμπερασμάτων).
Στην ουσία η κυβέρνηση φόβισε τον λαό με μια χρεωκοπία που δεν θα γινόταν και άρπαξε το λαϊκό εισόδημα, τους μισθούς και τις συντάξεις, ενώ άφησε τη λαμογιά, τα καρτέλ και τη διαπλοκή να πλουτίζουν. Τελικά η χρεοκοπία, στο όνομα της οποίας δεν διαπραγματεύτηκε και υφάρπαξε, δεν ήρθε. Όμως, η αρπαγή όχι μόνο έγινε, αλλά η κυβέρνηση προτίθεται να την συνεχίσει, αν όχι και να την εντείνει.
Από τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ 27 Ιουλίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου