Οι συνεχιζόμενες καταλήψεις κεντρικών πλατειών και οι καθημερινές διαδηλώσεις, υπό την επίδραση του ισπανικού κινήματος των «Αγανακτισμένων», έφεραν μια ανοιξιάτικη αύρα στο μουντό σκηνικό της κοινωνικής κατατονίας. Η ανατροπή είναι ακόμη μακριά, αλλά η ρωγμή άνοιξε, το παραπέτασμα της απελπισίας σχίστηκε και μπορούμε να δούμε απέναντι έναν ορίζοντα ελπίδας.
Στο χρόνο που μεσολάβησε από την κήρυξη της Ελλάδας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης γνωρίσαμε και άλλες κινηματικές εξάρσεις. Δύο είναι τα στοιχεία που κάνουν τη διαφορά: Πρώτον, η διάρκεια και αποφασιστικότητα του πλήθους, που αυτή τη φορά δεν κατέβηκε σε μια εικοσιτετράωρη απεργία ή μια πορεία χωρίς συνέχεια, αλλά ήρθε, όπως μπορούμε να προσδοκούμε, για να μείνει. Και δεύτερον, ότι αυτή τη φορά δεν πρόκειται τόσο για όλες τις φυλές των «συνήθων υπόπτων», όσο για τη μέχρι πρότινος σιωπηρή πλειοψηφία, για τους κοψοχέρηδες και των δύο μεγάλων κομμάτων. Στο συνδυασμό τους, τα δύο αυτά στοιχεία δημιουργούν την απόσταση ανάμεσα στα μεμονωμένα γεγονότα αντίστασης και στη γενική κρίση, έστω και εμβρυακού, ακόμη, χαρακτήρα.
Αυτή η καινούργια ποιοτικά κατάσταση είναι φυσικό να προκαλεί μια ορισμένη αμηχανία σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς. Αμηχανία όχι λόγω γραφειοκρατικής επιφύλαξης απέναντι σε οποιαδήποτε αυθόρμητη, πρωτόλεια, αντιφατική μορφή διαμαρτυρίας, αλλά λόγω της συναίσθησης του μεγέθους των προκλήσεων, λόγω της σοβαρότητας με την οποία κάθε αξιόμαχο πολιτικό ρεύμα οφείλει να προσεγγίζει το κοινωνικά καινούργιο. Με διάθεση να ακούσει προτού σκεφτεί, να σκεφτεί προτού μιλήσει, να αφομοιώσει κριτικά ό,τι καινούργιο δημιουργεί το πραγματικό κίνημα προτού επιχειρήσει να το επηρεάσει όπως ασφαλώς οφείλει, αν παίρνει σοβαρά τον εαυτό του και τους στόχους του.
Η πρόκληση ενός νέου ηγεμονικού μπλοκ
Κατά γενική εκτίμηση, την εμπροσθοφυλακή αυτού του νέου ρεύματος διαμαρτυρίας αποτελεί η μορφωμένη νεολαία επισφαλούς εργασίας (αυτό που οι θεωρητικοί του «πλήθους» αποκαλούν πρεκαριάτο- κογκνιταριάτο) 20- 35 ετών. Πρόκειται για μάζες ανθρώπων που είναι δύσκολο να ενοποιηθούν με τους παραδοσιακούς τρόπους. Οι άνεργοι, οι μερικά απασχολούμενοι, οι συμβασιούχοι, οι κούριερ και οι ντελιβεράδες δεν είναι εύκολο να συσπειρωθούν στα συνδικάτα, ακόμη κι αν αυτά δεν χαρακτηρίζονται από τα ακραία φαινόμενα γραφειοκρατικού εκφυλισμού που σημαδεύουν τις περισσότερες μεγάλες ομοσπονδίες. Όπως δεν είναι εύκολο να συγκινηθούν από τα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία δεν έχουν βρει προγραμματικές απαντήσεις στα οξύτατα προβλήματα της νεολαίας της εργασιακής περιπλάνησης και της πνιγηρής (για παιδιά και γονείς) καθήλωσης στην οικογενειακή εστία (π.χ. ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα από την Πολιτεία) και τα οποία καταφέρνουν να ενωθούν για τον Κοσκωτά και τους δικαστικούς κώδικες, αλλά όχι για την επιβίωση της λαϊκής οικογένειας.
Παρόλη τη ρευστή του ταυτότητα, ίσως και εξαιτίας της, αυτός ο νεανικός πληθυσμός λειτουργεί ως το «κενό σημαίνον», ο αρχικός πυρήνας συμπύκνωσης της γενικευμένης κοινωνικής οργής, η οποία τροφοδοτείται από δύο βασικά ρεύματα: Τη μισθωτή εργασία και τα μεσαία στρώματα, τους “νοικοκυραίους” (για την ώρα, κυρίως των πόλεων και πολύ λιγότερο της υπαίθρου) τα οποία τους τελευταίους μήνες συνθλίβονται με επιταχυνόμενους ρυθμούς από το πάγωμα της αγοράς. Η συνάντηση των δύο ρευμάτων δίνει στην κοινωνική διαμαρτυρία την ορμή πραγματικού χείμαρρου, όπως έγινε στην Αργεντινή όταν οι καταλήψεις των εργοστασίων συναντήθηκαν με τους αγανακτισμένους καταθέτες των τραπεζών που έβλεπαν τις αποταμιεύσεις τους να εξανεμίζονται από το corralito.
Ασφαλώς, η διαπάλη για την ηγεμονία, έστω και όταν γίνεται στοιχειακά, αδιαμεσολάβητα από τα κόμματα, είναι αισθητή και δεν έχει ακόμη κριθεί- στο Σύνταγμα, εκφράστηκε, ιδίως τις πρώτες μέρες, με τη διάκριση μεταξύ της «πάνω πλατείας», με τις μούτζες και τους Ελληναράδες και της «κάτω πλατείας» της κατασκήνωσης και των λαϊκών συνελεύσεων. Σε κάθε περίπτωση, είναι η ασταθής ενότητα και διαπάλη αυτών των κοινωνικών ρευμάτων που διαμορφώνει εμβρυακές προϋποθέσεις «εθνικής κρίσης», απονομιμοποίησης κα ανατροπής όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, διαμόρφωσης ενός νέου ηγεμονικού μπλοκ, που θα μπορέσει να σηκώσει στους ώμους του την ιστορική πρόκληση μιας ριζικής, κοινωνικής αναδιοργάνωσης.
Το επερχόμενο πολιτικό κραχ
Γιατί όμως τώρα; Ασφαλώς όχι επειδή προϋπήρξε η πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο (τα μεγάλης κλίμακας κοινωνικά κινήματα δεν διαδίδονται σαν ενδυματολογικές μόδες). Η ριζοσπαστικοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος αποτελεί συνισταμένη διαφορετικών παραγόντων, τρεις από τους οποίους φαίνεται να είναι οι κυριότεροι.
Πρώτον, η «μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα» αναφορικά με τη συσσώρευση κοινωνικής δυσφορίας, απόγνωσης και οργής. Δεύτερον, η σταδιακή ωρίμανση των μαζών μέσα από τις ίδιες τις εξάρσεις και τις αποτυχίες του μαζικού κινήματος, η συνειδητοποίηση ότι απέναντι σε μια κατάσταση πραγματικά εκτάκτου ανάγκης, τα συνήθη μέσα του συνδικαλιστικού, διεκδικητικού αγώνα (επαναλαβανόμενες, σποραδικές απεργίες και πορείες) είναι ατελέσφορα και ότι μόνη ελπίδα βρίσκεται στον πανκοινωνικό, πολιτικό αγώνα με αποφασιστικότητα και δυναμισμό. Παρά τον ειρηνικό της χαρακτήρα και τις ενίοτε καρναβαλικές μορφές της (ο όρος δεν έχει τίποτα το υποτιμητικό, το αντίθετο), η κατάληψη της κεντρικής πλατείας της Αθήνας, απέναντι από τη Βουλή ενέχει σπερματικά στοιχεία αμφισβήτησης της κεντρικής εξουσίας, μετατροπής της πολιτικής διαμαρτυρίας σε καθεστωτική ρήξη.
Ο τρίτος και πιθανόν ο κυριότερος καταλύτης της κοινωνικής ανάφλεξης είναι η ταχύτατη απονομιμοποίηση του συμπλέγματος εξουσίας (πολιτικού συστήματος, μέσων ενημέρωσης και οικονομικής ολιγαρχίας) ενόψει της βέβαιης πλέον, ελεγχόμενης ή ανεξέλεγκης, χρεοκοπίας στην οποία οδηγείται η χώρα. Τώρα πια ουδείς έχει την αυταπάτη ότι μπορεί και να πρόκειται για ένα προσωρινό τούνελ από το οποίο κάποια στιγμή, σε ένα ή δύο χρόνια, θα βγούμε και αργά ή γρήγορα θα ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος. Τώρα όλοι συνειδητοποιούν ότι έχουμε μπροστά μας ένα, δύο, τρία, πολλά Μνημόνια χωρίς ελπίδα ανάκαμψης κι ότι η «ισχυρή Ελλάδα» του ευρώ γίνεται το Μεξικό της Γερμανίας στη Μεσόγειο, με μια κυβέρνηση τόσο ασπόνδυλη και τόσο δουλική, που να γίνεται περίγελως των ισχυρών, σε σημείο που οι Financial Times να γράφουν, στο κύριο άρθρο τους, ότι «η Ελλάδα βγαίνει στο σφυρί».
Ο καχύποπτος παρατηρητής θα μπορούσε να θέσει το ερώτημα: Κι αν η πίεση των Ευρωπαίων είναι τόσο ασφυκτική που ακόμη κι αυτή η παραπαίουσα ολιγαρχία, ακόμη κι αυτή η ασπόνδυλη κυβέρνηση αισθάνεται υποχρεωμένη κάπου να σταθεί, κουτσά- στραβά στα πόδια της, κάτι να μηχανευτεί, κάτι τι να ψελίσει, λιγουλάκι να διαπραγματευθεί; Κι αν αυτά τα δημοσιεύματα του Spiegel, κι αυτές οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων περί πιθανής εξόδου από το ευρώ δεν είναι μόνο μέσα ψυχολογικού εκβιασμού προς τα μέσα, αλλά και διαπραγμάτευσης προς τα έξω (κατά το «μην πλησιάζετε άλλο, γιατί έχω λούσει με βενζίνη τα ρούχα μου και κρατάω αναπτήρα»); Μήπως κάτι τέτοιο πληροφορήθηκε ή οσμίσθηκε η Αλέκα Παπαρήγα, εξ ου και το αστροπελέκι της συνέντευξής της στον Παπαδάκη του ΑΝΤ1, όπου είπε ξαφνικά ότι η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή υπό τις παρούσες συνθήκες θα είναι καταστροφή για τη χώρα; (Μια δήλωση η οποία, ακόμη κι αν είναι έτσι τα πράγματα, δεν παύει να αποτελεί ολίσθημα για τη γ.γ. του ΚΚΕ). Μήπως, τέλος, είναι γι αυτό που μέσα ενημέρωσης τα οποία έδρασαν ως κατ’εξοχήν πολιορκητικοί κριοί του Μνημονίου εμφανίζονται να «αγκαλιάζουν» τώρα το κίνημα των «Αγανακτισμένων»;
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς αυτό το ενδεχόμενο. Ωστόσο, το να περιμένει κανείς από αυτή την άθλια κυβέρνηση να αποκτήσει ξαφνικά τσαγανό και να ορθώσει έστω και υποτυπώδη αντίσταση στους πιστωτές της μοιάζει σαν να περιμένει τον Άγιο Βασίλη. Στην «καλύτερη» των περιπτώσεων ο ΓΑΠ θα «αντισταθεί» στη Μέρκελ όπως ο Γούντι Άλεν στον δεσμοφύλακά του, στο «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία», όπου τον απειλεί με ένα πιστόλι από σαπούνι, που διαλύεται κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Το πιθανότερο είναι ότι οι κυρίαρχοι κύκλοι θα ήθελαν να δουν τους «Αγανακτισμένους» να εξελίσσονται σε βαλβίδα ελεγχόμενης, ανώδυνης εκτόνωσης της συσσωρευόμενης κοινωνικής πίεσης. Κολακεύοντας το νέο και αδιαμόρφωτο κίνημα, είναι σαν να καίνε οι ίδιοι μια λωρίδα δάσους για να δημιουργήσουν αντιπυρική ζώνη γύρω τους και να αποφύγουν τα χειρότερα. Αλλά εδώ το λιοπύρι είναι αφόρητο, η ξερή γη προσκαλεί την πυρκαγιά και οι άνεμοι λυσσομανάνε, έτσι που παρόμοια παιχνίδια με τη φωτιά είναι πιθανό να φέρουν μια ώρα αρχίτερα αυτό ακριβώς που προσπαθούν να αποτρέψουν.
Ορίζοντες και εμπόδια
Σε μια τόσο ρευστή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, οι προβλέψεις για την εξέλιξη αυτού του κινήματος είναι παρακινδυνευμένες. Θα μπορούσε να κουραστεί και να εκτονωθεί σύντομα, αφήνοντας πίσω του απογοητεύσεις εξίσου μεγάλες με τις προσδοκίες που γέννησε; Δεν αποκλείεται, αλλά το ενδεχόμενο αυτό μας φαίνεται περισσότερο πιθανό για την Ισπανία παρά για την Ελλάδα, όπου η εκρηκτική κρίση χρέους και το δεύτερο Μνημόνιο συναυλίζουν διαρκώς την κοινωνική ανάφλεξη. Θα μπορέσουν οι κυρίαρχοι κύκλοι να κρατήσουν σε απόσταση τον «αγνό κόσμο της πλατείας» από τις «συντεχνίες» των συνδικαλισμένων εργατών και υπαλλήλων; Ούτε αυτό φαίνεται πιθανό- αντίθετα, οι δύο αυτοί κόσμοι οδηγούνται σε μια εκρηκτική συνάντηση από την ίδια τη διαδικασία των σκανδαλωδών ιδιωτικοποιήσεων που προωθούν κυβέρνηση και τρόικα. Η βαθμιαία όσμωση συνδικάτων (ιδιαίτερα του συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων) και “Αγανακτισμένων”, η απελευθέρωση δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ χάρη στο ρήγμα της ΠΑΣΚΕ που βαθαίνει και η σταδιακή πολιτικοποίηση- ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών συνελεύσεων αποτελούν τα πρώτα δείγματα.
Για όλους αυτούς τους λόγους εκτιμάμε ότι πολύ γρήγορα θα τελειώσει η παρά φύσιν αγαπησιάρικη σχέση των κυρίαρχων ΜΜΕ με τους «Αγανακτισμένους»- ένας υποκριτικός έρωτας χωρίς ανταπόκριση, όπως δείχνουν τα βιτριολικά συνθήματα, τα συμβολικά λέιζερ και τα επιθετικότατα μηνύματα των διαδηλωτών εναντίον των μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου και κυρίως των ιδιωτικών καναλιών. Αύριο- μεθαύριο θα αρχίσουμε να ακούμε και να διαβάζουμε για «κομματικές παρεμβάσεις» που μολύνουν με πολιτικά μικρόβια το αγνό και αμόλυντο πλήθος, ενστάσεις για «αντιδημοκρατικές διαδικασίες» αναφορικά με τα ψηφίσματα και τις πρωτοβουλίες της «κάτω πλατείας» και πάει λέγοντας.
Αν παρόλα αυτά δεν ανακοπεί η δυναμική του κινήματος, η παράταση των καταλήψεων των δημοσίων χώρων, με αυξανόμενους πληθυσμούς διαδηλωτών και αρχετυπικές μορφές άμεσης δημοκρατίας (οι Γάλλοι διαδηλωτές, απέναντι από τη Βαστίλη, έθεσαν μάλιστα ζήτημα νέας Συντακτικής Συνέλευσης) θα θέσει εκ των πραγμάτων ζήτημα διακυβέρνησης, το οποίο το συντεταγμένο κράτος δεν θα ανεχτεί για πολύ. Βέβαια, είναι αδύνατο να εισβάλουν ξαφνικά, χωρίς κανένα πρόσχημα τα ΜΑΤ, ενώ μια δεύτερη «Μαρφίν» υπό τις σημερινές συνθήκες θα μυρίζει τόσο έντονα προβοκάτσια που μπορεί να καταλήξει στα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Το πιθανότερο είναι να επιδιωχθεί, από τους ειδικευμένους μηχανισμούς του συστήματος, να προκληθούν επεισόδια «μεταξύ διαδηλωτών», με αιχμή τους ακραίους, εθνικιστικούς κύκλους και τις παρακρατικές παραφυάδες τους- μια τακτική που θα διευκολυνθεί αν οι μέχρι στιγμής αμέτοχοι κύκλοι του πιο θερμόαιμου και πολιτικά μυωπικού αναρχισμού μπουν στο παιχνίδι.
Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα δεν μπορεί, τη στιγμή που αντιμετωπίζει τόσο σφοδρή κρίση και τόσο πιεστικά διλήμματα, να αφήσει να κακοφορμίζει για μεγάλο διάστημα μια ανοιχτή πληγή τέτοιων διαστάσεων. Η επιβολή των ακραίων μέτρων που έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση ότι θα υλοποιήσει έναντι των πιστωτών της δεν είναι δυνατή χωρίς κάποιου είδους απολυταρχική εκτροπή. Ήδη το «δημοκρατικό» ΒΗΜΑ θέτει το ερώτημα, σε δημοσκόπησή του, κατά πόσο οι πολίτες είναι έτοιμοι να δεχθούν μια ισχυρή προσωπικότητα με έκτακτες εξουσίες, υπεράνω κομμάτων και Βουλής- αυτό που στα καφενεία ακούγεται πιο απλά, κατά το «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται» (απάντησε θετικά το 22%).
Σύστημα εκτός ισορροπίας
Εν ολίγοις, βαδίζουμε προς ένα «σημείο διακλάδωσης», κατά το πρότυπο της θεωρίας του χάους για συστήματα μακριά από την ισορροπία: Το σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγεται όπως πριν και οδηγούμαστε σε μία καμπή, από την οποία μπορεί να προκύψουν δύο ή περισσότερα πολύ διαφορετικά σενάρια εξέλιξης. Σε τέτοιες συνθήκες, η δράση των πολιτικών υποκειμένων μπορεί να αποβεί αποφασιστική.
Ο κλασικός ορισμός της επαναστατικής κατάστασης απαιτεί οι πάνω να μην μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, οι κάτω να μην το θέλουν, οι όροι ζωής της εργαζόμενης πλειονότητας να έχουν υποστεί απότομη επιδείνωση (προϋποθέσεις που ήδη εκπληρώνονται στην Ελλάδα), αλλά και να εμφανίζεται απότομη είσοδος στον πολιτικό αγώνα μεγάλων, μέχρι χθες αδρανών λαϊκών μαζών. Ο τελευταίος, αποφασιστικός όρος απέχει ακόμη πάρα πολύ από το να έχει εκπληρωθεί, αντίθετα μόλις βλέπουμε τα πρώτα, ασθενή σημάδια μιας τέτοιας εξέλιξης.
Και πάλι, όμως, η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης καθόλου δεν σημαίνει ότι θα εκδηλωθεί όντως επανάσταση- και πολύ περισσότερο δεν μας λέει τι χαρακτήρα θα έχει και με τι αποτέλεσμα θα στεφθεί. Εδώ τίθεται, με πιεστικούς πλέον όρους, το πρόβλημα του πολιτικού μετώπου (πολιτικό πρόγραμμα+ κρίσιμη μάζα κομμάτων, οργανώσεων και αγωνιστών + «οδικός χάρτης» προς την υλοποίηση των κρίσιμων στόχων) που θα μπορέσει να δώσει νικηφόρα προοπτική στην επερχόμενη σύγκρουση. Η κρισιμότητα των περιστάσεων είναι τέτοια που καθιστά την προσωπική γνώμη κάθε μεμονωμένου δημοσιογράφου και σχολιαστή εντελώς δευτερεύουσα, αν όχι και περιττή. Εκείνο που μετράει είναι η γνώμη και η δράση των υπαρκτών πολιτικών συλλογικοτήτων.
Πηγη
Στο χρόνο που μεσολάβησε από την κήρυξη της Ελλάδας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης γνωρίσαμε και άλλες κινηματικές εξάρσεις. Δύο είναι τα στοιχεία που κάνουν τη διαφορά: Πρώτον, η διάρκεια και αποφασιστικότητα του πλήθους, που αυτή τη φορά δεν κατέβηκε σε μια εικοσιτετράωρη απεργία ή μια πορεία χωρίς συνέχεια, αλλά ήρθε, όπως μπορούμε να προσδοκούμε, για να μείνει. Και δεύτερον, ότι αυτή τη φορά δεν πρόκειται τόσο για όλες τις φυλές των «συνήθων υπόπτων», όσο για τη μέχρι πρότινος σιωπηρή πλειοψηφία, για τους κοψοχέρηδες και των δύο μεγάλων κομμάτων. Στο συνδυασμό τους, τα δύο αυτά στοιχεία δημιουργούν την απόσταση ανάμεσα στα μεμονωμένα γεγονότα αντίστασης και στη γενική κρίση, έστω και εμβρυακού, ακόμη, χαρακτήρα.
Αυτή η καινούργια ποιοτικά κατάσταση είναι φυσικό να προκαλεί μια ορισμένη αμηχανία σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς. Αμηχανία όχι λόγω γραφειοκρατικής επιφύλαξης απέναντι σε οποιαδήποτε αυθόρμητη, πρωτόλεια, αντιφατική μορφή διαμαρτυρίας, αλλά λόγω της συναίσθησης του μεγέθους των προκλήσεων, λόγω της σοβαρότητας με την οποία κάθε αξιόμαχο πολιτικό ρεύμα οφείλει να προσεγγίζει το κοινωνικά καινούργιο. Με διάθεση να ακούσει προτού σκεφτεί, να σκεφτεί προτού μιλήσει, να αφομοιώσει κριτικά ό,τι καινούργιο δημιουργεί το πραγματικό κίνημα προτού επιχειρήσει να το επηρεάσει όπως ασφαλώς οφείλει, αν παίρνει σοβαρά τον εαυτό του και τους στόχους του.
Η πρόκληση ενός νέου ηγεμονικού μπλοκ
Κατά γενική εκτίμηση, την εμπροσθοφυλακή αυτού του νέου ρεύματος διαμαρτυρίας αποτελεί η μορφωμένη νεολαία επισφαλούς εργασίας (αυτό που οι θεωρητικοί του «πλήθους» αποκαλούν πρεκαριάτο- κογκνιταριάτο) 20- 35 ετών. Πρόκειται για μάζες ανθρώπων που είναι δύσκολο να ενοποιηθούν με τους παραδοσιακούς τρόπους. Οι άνεργοι, οι μερικά απασχολούμενοι, οι συμβασιούχοι, οι κούριερ και οι ντελιβεράδες δεν είναι εύκολο να συσπειρωθούν στα συνδικάτα, ακόμη κι αν αυτά δεν χαρακτηρίζονται από τα ακραία φαινόμενα γραφειοκρατικού εκφυλισμού που σημαδεύουν τις περισσότερες μεγάλες ομοσπονδίες. Όπως δεν είναι εύκολο να συγκινηθούν από τα κόμματα της Αριστεράς, τα οποία δεν έχουν βρει προγραμματικές απαντήσεις στα οξύτατα προβλήματα της νεολαίας της εργασιακής περιπλάνησης και της πνιγηρής (για παιδιά και γονείς) καθήλωσης στην οικογενειακή εστία (π.χ. ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα από την Πολιτεία) και τα οποία καταφέρνουν να ενωθούν για τον Κοσκωτά και τους δικαστικούς κώδικες, αλλά όχι για την επιβίωση της λαϊκής οικογένειας.
Παρόλη τη ρευστή του ταυτότητα, ίσως και εξαιτίας της, αυτός ο νεανικός πληθυσμός λειτουργεί ως το «κενό σημαίνον», ο αρχικός πυρήνας συμπύκνωσης της γενικευμένης κοινωνικής οργής, η οποία τροφοδοτείται από δύο βασικά ρεύματα: Τη μισθωτή εργασία και τα μεσαία στρώματα, τους “νοικοκυραίους” (για την ώρα, κυρίως των πόλεων και πολύ λιγότερο της υπαίθρου) τα οποία τους τελευταίους μήνες συνθλίβονται με επιταχυνόμενους ρυθμούς από το πάγωμα της αγοράς. Η συνάντηση των δύο ρευμάτων δίνει στην κοινωνική διαμαρτυρία την ορμή πραγματικού χείμαρρου, όπως έγινε στην Αργεντινή όταν οι καταλήψεις των εργοστασίων συναντήθηκαν με τους αγανακτισμένους καταθέτες των τραπεζών που έβλεπαν τις αποταμιεύσεις τους να εξανεμίζονται από το corralito.
Ασφαλώς, η διαπάλη για την ηγεμονία, έστω και όταν γίνεται στοιχειακά, αδιαμεσολάβητα από τα κόμματα, είναι αισθητή και δεν έχει ακόμη κριθεί- στο Σύνταγμα, εκφράστηκε, ιδίως τις πρώτες μέρες, με τη διάκριση μεταξύ της «πάνω πλατείας», με τις μούτζες και τους Ελληναράδες και της «κάτω πλατείας» της κατασκήνωσης και των λαϊκών συνελεύσεων. Σε κάθε περίπτωση, είναι η ασταθής ενότητα και διαπάλη αυτών των κοινωνικών ρευμάτων που διαμορφώνει εμβρυακές προϋποθέσεις «εθνικής κρίσης», απονομιμοποίησης κα ανατροπής όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και ολόκληρου του πολιτικού συστήματος, διαμόρφωσης ενός νέου ηγεμονικού μπλοκ, που θα μπορέσει να σηκώσει στους ώμους του την ιστορική πρόκληση μιας ριζικής, κοινωνικής αναδιοργάνωσης.
Το επερχόμενο πολιτικό κραχ
Γιατί όμως τώρα; Ασφαλώς όχι επειδή προϋπήρξε η πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο (τα μεγάλης κλίμακας κοινωνικά κινήματα δεν διαδίδονται σαν ενδυματολογικές μόδες). Η ριζοσπαστικοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος αποτελεί συνισταμένη διαφορετικών παραγόντων, τρεις από τους οποίους φαίνεται να είναι οι κυριότεροι.
Πρώτον, η «μετατροπή της ποσότητας σε ποιότητα» αναφορικά με τη συσσώρευση κοινωνικής δυσφορίας, απόγνωσης και οργής. Δεύτερον, η σταδιακή ωρίμανση των μαζών μέσα από τις ίδιες τις εξάρσεις και τις αποτυχίες του μαζικού κινήματος, η συνειδητοποίηση ότι απέναντι σε μια κατάσταση πραγματικά εκτάκτου ανάγκης, τα συνήθη μέσα του συνδικαλιστικού, διεκδικητικού αγώνα (επαναλαβανόμενες, σποραδικές απεργίες και πορείες) είναι ατελέσφορα και ότι μόνη ελπίδα βρίσκεται στον πανκοινωνικό, πολιτικό αγώνα με αποφασιστικότητα και δυναμισμό. Παρά τον ειρηνικό της χαρακτήρα και τις ενίοτε καρναβαλικές μορφές της (ο όρος δεν έχει τίποτα το υποτιμητικό, το αντίθετο), η κατάληψη της κεντρικής πλατείας της Αθήνας, απέναντι από τη Βουλή ενέχει σπερματικά στοιχεία αμφισβήτησης της κεντρικής εξουσίας, μετατροπής της πολιτικής διαμαρτυρίας σε καθεστωτική ρήξη.
Ο τρίτος και πιθανόν ο κυριότερος καταλύτης της κοινωνικής ανάφλεξης είναι η ταχύτατη απονομιμοποίηση του συμπλέγματος εξουσίας (πολιτικού συστήματος, μέσων ενημέρωσης και οικονομικής ολιγαρχίας) ενόψει της βέβαιης πλέον, ελεγχόμενης ή ανεξέλεγκης, χρεοκοπίας στην οποία οδηγείται η χώρα. Τώρα πια ουδείς έχει την αυταπάτη ότι μπορεί και να πρόκειται για ένα προσωρινό τούνελ από το οποίο κάποια στιγμή, σε ένα ή δύο χρόνια, θα βγούμε και αργά ή γρήγορα θα ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος. Τώρα όλοι συνειδητοποιούν ότι έχουμε μπροστά μας ένα, δύο, τρία, πολλά Μνημόνια χωρίς ελπίδα ανάκαμψης κι ότι η «ισχυρή Ελλάδα» του ευρώ γίνεται το Μεξικό της Γερμανίας στη Μεσόγειο, με μια κυβέρνηση τόσο ασπόνδυλη και τόσο δουλική, που να γίνεται περίγελως των ισχυρών, σε σημείο που οι Financial Times να γράφουν, στο κύριο άρθρο τους, ότι «η Ελλάδα βγαίνει στο σφυρί».
Ο καχύποπτος παρατηρητής θα μπορούσε να θέσει το ερώτημα: Κι αν η πίεση των Ευρωπαίων είναι τόσο ασφυκτική που ακόμη κι αυτή η παραπαίουσα ολιγαρχία, ακόμη κι αυτή η ασπόνδυλη κυβέρνηση αισθάνεται υποχρεωμένη κάπου να σταθεί, κουτσά- στραβά στα πόδια της, κάτι να μηχανευτεί, κάτι τι να ψελίσει, λιγουλάκι να διαπραγματευθεί; Κι αν αυτά τα δημοσιεύματα του Spiegel, κι αυτές οι δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων περί πιθανής εξόδου από το ευρώ δεν είναι μόνο μέσα ψυχολογικού εκβιασμού προς τα μέσα, αλλά και διαπραγμάτευσης προς τα έξω (κατά το «μην πλησιάζετε άλλο, γιατί έχω λούσει με βενζίνη τα ρούχα μου και κρατάω αναπτήρα»); Μήπως κάτι τέτοιο πληροφορήθηκε ή οσμίσθηκε η Αλέκα Παπαρήγα, εξ ου και το αστροπελέκι της συνέντευξής της στον Παπαδάκη του ΑΝΤ1, όπου είπε ξαφνικά ότι η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή υπό τις παρούσες συνθήκες θα είναι καταστροφή για τη χώρα; (Μια δήλωση η οποία, ακόμη κι αν είναι έτσι τα πράγματα, δεν παύει να αποτελεί ολίσθημα για τη γ.γ. του ΚΚΕ). Μήπως, τέλος, είναι γι αυτό που μέσα ενημέρωσης τα οποία έδρασαν ως κατ’εξοχήν πολιορκητικοί κριοί του Μνημονίου εμφανίζονται να «αγκαλιάζουν» τώρα το κίνημα των «Αγανακτισμένων»;
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε εντελώς αυτό το ενδεχόμενο. Ωστόσο, το να περιμένει κανείς από αυτή την άθλια κυβέρνηση να αποκτήσει ξαφνικά τσαγανό και να ορθώσει έστω και υποτυπώδη αντίσταση στους πιστωτές της μοιάζει σαν να περιμένει τον Άγιο Βασίλη. Στην «καλύτερη» των περιπτώσεων ο ΓΑΠ θα «αντισταθεί» στη Μέρκελ όπως ο Γούντι Άλεν στον δεσμοφύλακά του, στο «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία», όπου τον απειλεί με ένα πιστόλι από σαπούνι, που διαλύεται κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Το πιθανότερο είναι ότι οι κυρίαρχοι κύκλοι θα ήθελαν να δουν τους «Αγανακτισμένους» να εξελίσσονται σε βαλβίδα ελεγχόμενης, ανώδυνης εκτόνωσης της συσσωρευόμενης κοινωνικής πίεσης. Κολακεύοντας το νέο και αδιαμόρφωτο κίνημα, είναι σαν να καίνε οι ίδιοι μια λωρίδα δάσους για να δημιουργήσουν αντιπυρική ζώνη γύρω τους και να αποφύγουν τα χειρότερα. Αλλά εδώ το λιοπύρι είναι αφόρητο, η ξερή γη προσκαλεί την πυρκαγιά και οι άνεμοι λυσσομανάνε, έτσι που παρόμοια παιχνίδια με τη φωτιά είναι πιθανό να φέρουν μια ώρα αρχίτερα αυτό ακριβώς που προσπαθούν να αποτρέψουν.
Ορίζοντες και εμπόδια
Σε μια τόσο ρευστή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, οι προβλέψεις για την εξέλιξη αυτού του κινήματος είναι παρακινδυνευμένες. Θα μπορούσε να κουραστεί και να εκτονωθεί σύντομα, αφήνοντας πίσω του απογοητεύσεις εξίσου μεγάλες με τις προσδοκίες που γέννησε; Δεν αποκλείεται, αλλά το ενδεχόμενο αυτό μας φαίνεται περισσότερο πιθανό για την Ισπανία παρά για την Ελλάδα, όπου η εκρηκτική κρίση χρέους και το δεύτερο Μνημόνιο συναυλίζουν διαρκώς την κοινωνική ανάφλεξη. Θα μπορέσουν οι κυρίαρχοι κύκλοι να κρατήσουν σε απόσταση τον «αγνό κόσμο της πλατείας» από τις «συντεχνίες» των συνδικαλισμένων εργατών και υπαλλήλων; Ούτε αυτό φαίνεται πιθανό- αντίθετα, οι δύο αυτοί κόσμοι οδηγούνται σε μια εκρηκτική συνάντηση από την ίδια τη διαδικασία των σκανδαλωδών ιδιωτικοποιήσεων που προωθούν κυβέρνηση και τρόικα. Η βαθμιαία όσμωση συνδικάτων (ιδιαίτερα του συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων) και “Αγανακτισμένων”, η απελευθέρωση δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ χάρη στο ρήγμα της ΠΑΣΚΕ που βαθαίνει και η σταδιακή πολιτικοποίηση- ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών συνελεύσεων αποτελούν τα πρώτα δείγματα.
Για όλους αυτούς τους λόγους εκτιμάμε ότι πολύ γρήγορα θα τελειώσει η παρά φύσιν αγαπησιάρικη σχέση των κυρίαρχων ΜΜΕ με τους «Αγανακτισμένους»- ένας υποκριτικός έρωτας χωρίς ανταπόκριση, όπως δείχνουν τα βιτριολικά συνθήματα, τα συμβολικά λέιζερ και τα επιθετικότατα μηνύματα των διαδηλωτών εναντίον των μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου και κυρίως των ιδιωτικών καναλιών. Αύριο- μεθαύριο θα αρχίσουμε να ακούμε και να διαβάζουμε για «κομματικές παρεμβάσεις» που μολύνουν με πολιτικά μικρόβια το αγνό και αμόλυντο πλήθος, ενστάσεις για «αντιδημοκρατικές διαδικασίες» αναφορικά με τα ψηφίσματα και τις πρωτοβουλίες της «κάτω πλατείας» και πάει λέγοντας.
Αν παρόλα αυτά δεν ανακοπεί η δυναμική του κινήματος, η παράταση των καταλήψεων των δημοσίων χώρων, με αυξανόμενους πληθυσμούς διαδηλωτών και αρχετυπικές μορφές άμεσης δημοκρατίας (οι Γάλλοι διαδηλωτές, απέναντι από τη Βαστίλη, έθεσαν μάλιστα ζήτημα νέας Συντακτικής Συνέλευσης) θα θέσει εκ των πραγμάτων ζήτημα διακυβέρνησης, το οποίο το συντεταγμένο κράτος δεν θα ανεχτεί για πολύ. Βέβαια, είναι αδύνατο να εισβάλουν ξαφνικά, χωρίς κανένα πρόσχημα τα ΜΑΤ, ενώ μια δεύτερη «Μαρφίν» υπό τις σημερινές συνθήκες θα μυρίζει τόσο έντονα προβοκάτσια που μπορεί να καταλήξει στα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Το πιθανότερο είναι να επιδιωχθεί, από τους ειδικευμένους μηχανισμούς του συστήματος, να προκληθούν επεισόδια «μεταξύ διαδηλωτών», με αιχμή τους ακραίους, εθνικιστικούς κύκλους και τις παρακρατικές παραφυάδες τους- μια τακτική που θα διευκολυνθεί αν οι μέχρι στιγμής αμέτοχοι κύκλοι του πιο θερμόαιμου και πολιτικά μυωπικού αναρχισμού μπουν στο παιχνίδι.
Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα δεν μπορεί, τη στιγμή που αντιμετωπίζει τόσο σφοδρή κρίση και τόσο πιεστικά διλήμματα, να αφήσει να κακοφορμίζει για μεγάλο διάστημα μια ανοιχτή πληγή τέτοιων διαστάσεων. Η επιβολή των ακραίων μέτρων που έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση ότι θα υλοποιήσει έναντι των πιστωτών της δεν είναι δυνατή χωρίς κάποιου είδους απολυταρχική εκτροπή. Ήδη το «δημοκρατικό» ΒΗΜΑ θέτει το ερώτημα, σε δημοσκόπησή του, κατά πόσο οι πολίτες είναι έτοιμοι να δεχθούν μια ισχυρή προσωπικότητα με έκτακτες εξουσίες, υπεράνω κομμάτων και Βουλής- αυτό που στα καφενεία ακούγεται πιο απλά, κατά το «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται» (απάντησε θετικά το 22%).
Σύστημα εκτός ισορροπίας
Εν ολίγοις, βαδίζουμε προς ένα «σημείο διακλάδωσης», κατά το πρότυπο της θεωρίας του χάους για συστήματα μακριά από την ισορροπία: Το σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγεται όπως πριν και οδηγούμαστε σε μία καμπή, από την οποία μπορεί να προκύψουν δύο ή περισσότερα πολύ διαφορετικά σενάρια εξέλιξης. Σε τέτοιες συνθήκες, η δράση των πολιτικών υποκειμένων μπορεί να αποβεί αποφασιστική.
Ο κλασικός ορισμός της επαναστατικής κατάστασης απαιτεί οι πάνω να μην μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν, οι κάτω να μην το θέλουν, οι όροι ζωής της εργαζόμενης πλειονότητας να έχουν υποστεί απότομη επιδείνωση (προϋποθέσεις που ήδη εκπληρώνονται στην Ελλάδα), αλλά και να εμφανίζεται απότομη είσοδος στον πολιτικό αγώνα μεγάλων, μέχρι χθες αδρανών λαϊκών μαζών. Ο τελευταίος, αποφασιστικός όρος απέχει ακόμη πάρα πολύ από το να έχει εκπληρωθεί, αντίθετα μόλις βλέπουμε τα πρώτα, ασθενή σημάδια μιας τέτοιας εξέλιξης.
Και πάλι, όμως, η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης καθόλου δεν σημαίνει ότι θα εκδηλωθεί όντως επανάσταση- και πολύ περισσότερο δεν μας λέει τι χαρακτήρα θα έχει και με τι αποτέλεσμα θα στεφθεί. Εδώ τίθεται, με πιεστικούς πλέον όρους, το πρόβλημα του πολιτικού μετώπου (πολιτικό πρόγραμμα+ κρίσιμη μάζα κομμάτων, οργανώσεων και αγωνιστών + «οδικός χάρτης» προς την υλοποίηση των κρίσιμων στόχων) που θα μπορέσει να δώσει νικηφόρα προοπτική στην επερχόμενη σύγκρουση. Η κρισιμότητα των περιστάσεων είναι τέτοια που καθιστά την προσωπική γνώμη κάθε μεμονωμένου δημοσιογράφου και σχολιαστή εντελώς δευτερεύουσα, αν όχι και περιττή. Εκείνο που μετράει είναι η γνώμη και η δράση των υπαρκτών πολιτικών συλλογικοτήτων.
Πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου