Φήμες αντί πληροφορίων και μυστική πολιτική αντί διπλωματίας, έστω και μυστικής, αποτελούν πλέον το πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσεται η λανθάνουσα διαπραγμάτευση για την περίφημη διαφορά της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ, ως προς την τελική ονομασία της δεύτερης.
Η υπόθεση πλέο.....ν έχει καταντήσει φαρσοκωμωδία. Από ζήτημα αλυτρωτισμού και εθνικής ταυτότητας για τους γείτονες, έχει μετεξελιχθεί σε μια δήθεν μικροδιαφορά ως προς τον επιθετικό προσδιορισμό του «Μακεδονία», η οποία οφείλει να διακρίνει το κράτος της ΠΓΔΜ από όμορες περιοχές που εντάσσονται ιστορικά ή/και γεωγραφικά, στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Βεβαίως για την πολιτική ηγεσία της χώρας μας και για τους συμμάχους μας το ιστορικό στοιχείο υποβιβάζεται και σχεδόν εξαφανίζεται ενώπιον του γεωγραφικού και ας μην υπάρχει «γεωγραφία» δίχως ιστορία!
Η «γεωγραφία» μιας περιοχής, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι ασφαλώς η αποτύπωση των επιμέρους κρατών στον χάρτη, αλλά όλα εκείνα τα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν ιστορικά, πολιτισμικά, ανθρωπολογικά, εθνολογικά, πολιτικά κλπ. Συνεπώς η ονομασία μιας χώρας έχει τεράστια σημασία για την διαμόρφωση της ταυτότητας των εθνικών κρατών και την ανάπτυξη και άσκηση του εθνικού συμφέροντος αυτών, εντός ενός δια-υποκειμενικού πλαισίου, όπου τα κράτη λειτουργούν ανθρωπομορφιστικά. Δηλαδή, τα κράτη συμπεριφέρονται στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας όπως τα άτομα μέσα στην κοινωνία. Η ονομασία και σε ότι αυτή παραπέμπει δεν αποτελεί απλώς αντανάκλαση της ιστορίας, αλλά διαμορφώνει ιστορία.
Αυτά για να γίνει αντιληπτό ότι η υπόθεση του επιθετικού προσδιορισμού στο «Μακεδονία», όταν ορίζει εθνική ταυτότητα, δεν αποτελεί απλώς «χωροταξική» διευθέτηση, αλλά κρίσιμη πολιτική διευθέτηση με τεράστιες συνέπειες για το μέλλον της περιοχής.
Η υποβάθμιση του ιστορικού, πολιτισμικού και πολιτικού παράγοντα σε «γεωγραφικό» οδηγεί σε μία απολύτως αφαιρετική προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Αυτό στις Διεθνείς σχέσεις αποκαλείται «υποπολλαπλασιασμός του προβλήματος μιας διένεξης» και ως discursive practice αναπτύχτηκε από τον ΟΗΕ, ενώ υπηρετήθηκε απόλυτα από την ελληνική πλευρά και σχετικά από την πλευρά της ηγεσίας της γείτονος.
Έτσι, αντί να εξετάζονται πλέον τα πιθανά αποτελέσματα μιας συμφωνίας για την τελική ονομασία της ΠΓΔΜ, για την περιοχή σε πολιτικό επίπεδο, η συζήτηση περιορίζεται σε μια φόρμουλα που θα ικανοποιούσε τον «εθνικό εγωισμό», Ελλήνων και σλαβόφωνων Μακεδόνων.
Ασφαλώς το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι απείρως πιο σύνθετο, άλλα βλέπετε, για να καταλήξει και αυτό σε δίλλημα θα έπρεπε να εκχυδαϊστεί Να χάσει δηλαδή την εξουσιαστική του διάσταση. Τώρα η υπόθεση κρίνεται από μια παρένθεση!
Οι γείτονες δέχονται μετά το «Δημοκρατία της Μακεδονίας» να μπει ένας γεωγραφικός προσδιορισμός σε παρένθεση, ώστε να υπάρξει προοπτική για διεθνή χρήση της «νέας» ονομασίας ή να αφαιρεθεί η παρένθεση και να περιοριστεί η χρήση της «νέας ονομασίας» στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ.
Προφανώς όλα τα άλλα ζητήματα που αφορούν στην μακεδονική ταυτότητα του όμορου της ελληνικής Μακεδονίας κράτους έχουν… εξαφανιστεί από το προσκήνιο λες και δεν είναι αυτά που εμποδίζουν την επίλυση τόσα χρόνια!
Μα, το σημαντικό δεν ήταν ποτέ το όνομα, αυτό καθ’ αυτό αλλά όλα εκείνα που θα μπορούσαν στη συγκυρία να τροφοδοτήσουν τον αλυτρωτισμό των γειτόνων, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ένα δυναμικό αστάθειας στην περιοχή! Τούτα τα σημαντικά μετετράπησαν σε ασήμαντα και ως κρίσιμο ζήτημα αναδεικνύεται πλέον η… παρένθεση.
Η λογική πίσω από την διαλεκτική απομείωση του «σκοπιανού», βρίσκεται στην ανάπτυξη της διάστασης του Νεο-Ευρωπαϊσμού, σύμφωνα με τον οποίον οι χώρες της ΕΕ, μετατρέπονται σε περιοχές όπου το εθνικό συμφέρον υποχωρεί μπροστά στο συλλογικό συμφέρον της Ένωσης. Αν η ΠΓΔΜ ενταχθεί στην ΕΕ, δηλαδή, αυτόματα θα μετατραπεί, σύμφωνα με αυτή την θεώρηση σε μια χώρα, η οποία δεν θα διακατέχεται από το εθνικιστικό κίνητρο του αλυτρωτισμού. Άρα, ας μην δίνουμε και εμείς σημασία στις «λεπτομέρειες» και ας συμφωνήσουμε επιτέλους σε ένα προσδιορισμό να τελειώνουμε! Το κρίσιμο, σύμφωνα με αυτή την λογική, είναι να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στην ΕΕ και όχι η συγκεκριμένη διάρθρωση της εθνικής της ταυτότητας.
Η λογική αυτή είναι βάσιμη στο βαθμό που θεωρήσει κανείς ότι τουλάχιστον η Ευρώπη συγκροτείται σήμερα ως ένα «post-Westphalian system», το οποίο ξεπερνά τους επιμέρους εθνικισμούς, δομώντας μια ισχυρή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Άρα τι το ψάχνουμε με το όνομα!
Πέραν του ότι, όπως ιστορικά αποδεικνύεται, τα υπερεθνικά συστήματα διάρθρωσης της εξουσίας δεν πετυχαίνουν την εξαφάνιση των εθνικισμών και των αλυτρωτικών τάσεων, αλλά απλώς την πολιτική υποβάθμιση τους, το ζήτημα για την Ελλάδα καταμαρτυρεί μια σημαντική στρατηγική ήττα της μεταπολίτευσης.
Η ισχυρή Ελλάδα του τέλους του 1980 και του 1990, μέχρι, τυπικά τουλάχιστον, του τέλος της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετηρίδας, δεν μπόρεσε να επιβάλλει το εθνικό της συμφέρον στην περιοχή, παρότι μάλιστα ζήσαμε την έξαρση των εθνικισμών μετά την πτώση των παλαιών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και στην Βαλκανική.
Ο ελληνικός πολιτικός μαξιμαλισμός, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια λαϊκιστική ρητορεία και ο πατριδοκάπηλος εθνικισμός ηττήθηκαν και τώρα ο Γιώργος Παπανδρέου ανέλαβε να διαχειριστεί την ήττα. Αντί λοιπόν να βγει και να πει στο λαό με ειλικρίνεια την αλήθεια, επιδίδεται σε μυστική πολιτική για να φτάσουμε σε τετελεσμένα που θα καταλήξουν σε ένα δίλλημα του τύπου… ΔΝΤ ή πτώχευση.
Η ένστασή μου είναι τριπλού χαρακτήρα:
1. Θεωρώ την μυστική πολιτική μία άκρως αντιδημοκρατική πρακτική.
2. Θεωρώ την διλημματική προσέγγιση του εθνικού συμφέροντος ως ελεεινό λαϊκισμό.
3. Πιστεύω ότι σε κρίσιμα ζητήματα εθνικού συμφέροντος ο λαός θα πρέπει να έχει ειλικρινή ενημέρωση από όλους τους πολιτικούς παράγοντες και εντέλει να επικυρώνει αυτός και όχι η βουλή τις αποφάσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποφασίσουμε εμείς πώς θα ονομάζονται οι γείτονες. Θα μπορούσαμε, όμως και θα έπρεπε να αποφασίζουμε για την δική μας στάση απέναντι σε κρίσιμα για την εθνική μας υπόσταση ζητήματα. Εκτός πλέον αν θεωρήσουμε ότι τέτοια ζητήματα έχουν εξαφανιστεί. Σε αυτήν την περίπτωση οι κυβερνήσεις μας και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του χάνουν προφανώς κάθε ίχνος νομιμοποίησης. Δεν μπορεί για παράδειγμα ο Γιώργος Παπανδρέου να επικαλείται το εθνικό συμφέρον εντάσσοντας την χώρα στο ΔΝΤ και ταυτόχρονα να θεωρεί ότι το εθνικό συμφέρον υποχωρεί ενώπιον κάποιου αόριστου ευρωπαϊκού συμφέροντος.
Αν σήμερα όλη η συζήτηση για το «σκοπιανό» αφορά στην ύπαρξη ή όχι μιας παρένθεσης, καλύτερα να σταματήσει αμέσως αυτή η φαρσοκωμωδία και ο εξευτελισμός μας και ας αποδεχθούμε όπως έχει το όνομα των γειτόνων. Άλλο πράγμα είναι να προηγηθεί προσδιορισμός στο Δημοκρατία της Μακεδονίας και εντελώς διαφορετικό να ακολουθήσει και μάλιστα μέσα σε μια παρένθεση. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω στο σημείο αυτό να προσέξετε τι γράφω και να φροντίσετε να μη με παρεξηγήσετε, καθώς ανήκω στην μερίδα των ελαχίστων ελλήνων που υποστήριξαν ευθύς εξ αρχής την «λύση» που εμπεριείχε το πακέτο των Βανς και Όουεν στις αρχές του ’90. Αν τότε είχαμε σοβαρή πολιτική ηγεσία το ζήτημα θα είχε επιλυθεί υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Ακόμα και ο Κίρο Γκλιγκόρωφ ήταν τότε έτοιμος να αποδεχθεί το «Σλαβομακεδονία» ή το «Novamacedonia».
Όταν υφίστασαι μία στρατηγική ήττα εξαιτίας τραγικών σφαλμάτων της πολιτικής ηγεσίας της χώρας σου, δεν κοιτάς πώς θα διασκεδάσεις την ήττα, αλλά πώς θα περιγράψεις και θα αντιμετωπίσεις την συγκυριακή διάστασή της και την προοπτική που υπάρχει μετά από αυτήν. Αντί λοιπόν να εγκλωβίζεσαι στην… παρένθεση καλό είναι να αναπτύξεις πολιτικές που θα εμποδίσουν την εκμετάλλευση της χρήσης του επιθέτου «μακεδονικός, μακεδονική, μακεδονικό» από την άλλη πλευρά. Αυτός που θα επιτύχει να ταυτοποιήσει τα συμφέροντά του με το «επίθετο» είναι εκείνος που θα διαμορφώσει τους παράγοντες εκείνους που θα κινήσουν την ιστορία στην περιοχή, όχι ασφαλώς τα αμέσως επόμενα χρόνια, αλλά σίγουρα τις επόμενες δεκαετίες. Λάβετε υπόψιν ότι ακόμη κι αν προχωρήσουμε στην ευρωπαϊκή ενοποίηση με πολιτικούς όρους, οι εθνικισμοί δεν πρόκειται να εξαφανιστούν, όπως δεν εξαφανίστηκαν στην ΕΣΣΔ. Το ζήτημα σήμερα για εμάς είναι η ιστορική αλλοίωση της imagined community που αποτελεί τον πυρήνα της εθνικής μας ταυτότητας. Το «Μακεδονικός» και όχι η «Μακεδονία» είναι το στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας και αυτό δεν πρέπει επ’ ουδενί να αφεθεί στην τύχη του.
Η υπόθεση πλέο.....ν έχει καταντήσει φαρσοκωμωδία. Από ζήτημα αλυτρωτισμού και εθνικής ταυτότητας για τους γείτονες, έχει μετεξελιχθεί σε μια δήθεν μικροδιαφορά ως προς τον επιθετικό προσδιορισμό του «Μακεδονία», η οποία οφείλει να διακρίνει το κράτος της ΠΓΔΜ από όμορες περιοχές που εντάσσονται ιστορικά ή/και γεωγραφικά, στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Βεβαίως για την πολιτική ηγεσία της χώρας μας και για τους συμμάχους μας το ιστορικό στοιχείο υποβιβάζεται και σχεδόν εξαφανίζεται ενώπιον του γεωγραφικού και ας μην υπάρχει «γεωγραφία» δίχως ιστορία!
Η «γεωγραφία» μιας περιοχής, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι ασφαλώς η αποτύπωση των επιμέρους κρατών στον χάρτη, αλλά όλα εκείνα τα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν ιστορικά, πολιτισμικά, ανθρωπολογικά, εθνολογικά, πολιτικά κλπ. Συνεπώς η ονομασία μιας χώρας έχει τεράστια σημασία για την διαμόρφωση της ταυτότητας των εθνικών κρατών και την ανάπτυξη και άσκηση του εθνικού συμφέροντος αυτών, εντός ενός δια-υποκειμενικού πλαισίου, όπου τα κράτη λειτουργούν ανθρωπομορφιστικά. Δηλαδή, τα κράτη συμπεριφέρονται στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας όπως τα άτομα μέσα στην κοινωνία. Η ονομασία και σε ότι αυτή παραπέμπει δεν αποτελεί απλώς αντανάκλαση της ιστορίας, αλλά διαμορφώνει ιστορία.
Αυτά για να γίνει αντιληπτό ότι η υπόθεση του επιθετικού προσδιορισμού στο «Μακεδονία», όταν ορίζει εθνική ταυτότητα, δεν αποτελεί απλώς «χωροταξική» διευθέτηση, αλλά κρίσιμη πολιτική διευθέτηση με τεράστιες συνέπειες για το μέλλον της περιοχής.
Η υποβάθμιση του ιστορικού, πολιτισμικού και πολιτικού παράγοντα σε «γεωγραφικό» οδηγεί σε μία απολύτως αφαιρετική προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Αυτό στις Διεθνείς σχέσεις αποκαλείται «υποπολλαπλασιασμός του προβλήματος μιας διένεξης» και ως discursive practice αναπτύχτηκε από τον ΟΗΕ, ενώ υπηρετήθηκε απόλυτα από την ελληνική πλευρά και σχετικά από την πλευρά της ηγεσίας της γείτονος.
Έτσι, αντί να εξετάζονται πλέον τα πιθανά αποτελέσματα μιας συμφωνίας για την τελική ονομασία της ΠΓΔΜ, για την περιοχή σε πολιτικό επίπεδο, η συζήτηση περιορίζεται σε μια φόρμουλα που θα ικανοποιούσε τον «εθνικό εγωισμό», Ελλήνων και σλαβόφωνων Μακεδόνων.
Ασφαλώς το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι απείρως πιο σύνθετο, άλλα βλέπετε, για να καταλήξει και αυτό σε δίλλημα θα έπρεπε να εκχυδαϊστεί Να χάσει δηλαδή την εξουσιαστική του διάσταση. Τώρα η υπόθεση κρίνεται από μια παρένθεση!
Οι γείτονες δέχονται μετά το «Δημοκρατία της Μακεδονίας» να μπει ένας γεωγραφικός προσδιορισμός σε παρένθεση, ώστε να υπάρξει προοπτική για διεθνή χρήση της «νέας» ονομασίας ή να αφαιρεθεί η παρένθεση και να περιοριστεί η χρήση της «νέας ονομασίας» στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΠΓΔΜ.
Προφανώς όλα τα άλλα ζητήματα που αφορούν στην μακεδονική ταυτότητα του όμορου της ελληνικής Μακεδονίας κράτους έχουν… εξαφανιστεί από το προσκήνιο λες και δεν είναι αυτά που εμποδίζουν την επίλυση τόσα χρόνια!
Μα, το σημαντικό δεν ήταν ποτέ το όνομα, αυτό καθ’ αυτό αλλά όλα εκείνα που θα μπορούσαν στη συγκυρία να τροφοδοτήσουν τον αλυτρωτισμό των γειτόνων, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ένα δυναμικό αστάθειας στην περιοχή! Τούτα τα σημαντικά μετετράπησαν σε ασήμαντα και ως κρίσιμο ζήτημα αναδεικνύεται πλέον η… παρένθεση.
Η λογική πίσω από την διαλεκτική απομείωση του «σκοπιανού», βρίσκεται στην ανάπτυξη της διάστασης του Νεο-Ευρωπαϊσμού, σύμφωνα με τον οποίον οι χώρες της ΕΕ, μετατρέπονται σε περιοχές όπου το εθνικό συμφέρον υποχωρεί μπροστά στο συλλογικό συμφέρον της Ένωσης. Αν η ΠΓΔΜ ενταχθεί στην ΕΕ, δηλαδή, αυτόματα θα μετατραπεί, σύμφωνα με αυτή την θεώρηση σε μια χώρα, η οποία δεν θα διακατέχεται από το εθνικιστικό κίνητρο του αλυτρωτισμού. Άρα, ας μην δίνουμε και εμείς σημασία στις «λεπτομέρειες» και ας συμφωνήσουμε επιτέλους σε ένα προσδιορισμό να τελειώνουμε! Το κρίσιμο, σύμφωνα με αυτή την λογική, είναι να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στην ΕΕ και όχι η συγκεκριμένη διάρθρωση της εθνικής της ταυτότητας.
Η λογική αυτή είναι βάσιμη στο βαθμό που θεωρήσει κανείς ότι τουλάχιστον η Ευρώπη συγκροτείται σήμερα ως ένα «post-Westphalian system», το οποίο ξεπερνά τους επιμέρους εθνικισμούς, δομώντας μια ισχυρή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Άρα τι το ψάχνουμε με το όνομα!
Πέραν του ότι, όπως ιστορικά αποδεικνύεται, τα υπερεθνικά συστήματα διάρθρωσης της εξουσίας δεν πετυχαίνουν την εξαφάνιση των εθνικισμών και των αλυτρωτικών τάσεων, αλλά απλώς την πολιτική υποβάθμιση τους, το ζήτημα για την Ελλάδα καταμαρτυρεί μια σημαντική στρατηγική ήττα της μεταπολίτευσης.
Η ισχυρή Ελλάδα του τέλους του 1980 και του 1990, μέχρι, τυπικά τουλάχιστον, του τέλος της πρώτης δεκαετίας της νέας χιλιετηρίδας, δεν μπόρεσε να επιβάλλει το εθνικό της συμφέρον στην περιοχή, παρότι μάλιστα ζήσαμε την έξαρση των εθνικισμών μετά την πτώση των παλαιών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και στην Βαλκανική.
Ο ελληνικός πολιτικός μαξιμαλισμός, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια λαϊκιστική ρητορεία και ο πατριδοκάπηλος εθνικισμός ηττήθηκαν και τώρα ο Γιώργος Παπανδρέου ανέλαβε να διαχειριστεί την ήττα. Αντί λοιπόν να βγει και να πει στο λαό με ειλικρίνεια την αλήθεια, επιδίδεται σε μυστική πολιτική για να φτάσουμε σε τετελεσμένα που θα καταλήξουν σε ένα δίλλημα του τύπου… ΔΝΤ ή πτώχευση.
Η ένστασή μου είναι τριπλού χαρακτήρα:
1. Θεωρώ την μυστική πολιτική μία άκρως αντιδημοκρατική πρακτική.
2. Θεωρώ την διλημματική προσέγγιση του εθνικού συμφέροντος ως ελεεινό λαϊκισμό.
3. Πιστεύω ότι σε κρίσιμα ζητήματα εθνικού συμφέροντος ο λαός θα πρέπει να έχει ειλικρινή ενημέρωση από όλους τους πολιτικούς παράγοντες και εντέλει να επικυρώνει αυτός και όχι η βουλή τις αποφάσεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αποφασίσουμε εμείς πώς θα ονομάζονται οι γείτονες. Θα μπορούσαμε, όμως και θα έπρεπε να αποφασίζουμε για την δική μας στάση απέναντι σε κρίσιμα για την εθνική μας υπόσταση ζητήματα. Εκτός πλέον αν θεωρήσουμε ότι τέτοια ζητήματα έχουν εξαφανιστεί. Σε αυτήν την περίπτωση οι κυβερνήσεις μας και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του χάνουν προφανώς κάθε ίχνος νομιμοποίησης. Δεν μπορεί για παράδειγμα ο Γιώργος Παπανδρέου να επικαλείται το εθνικό συμφέρον εντάσσοντας την χώρα στο ΔΝΤ και ταυτόχρονα να θεωρεί ότι το εθνικό συμφέρον υποχωρεί ενώπιον κάποιου αόριστου ευρωπαϊκού συμφέροντος.
Αν σήμερα όλη η συζήτηση για το «σκοπιανό» αφορά στην ύπαρξη ή όχι μιας παρένθεσης, καλύτερα να σταματήσει αμέσως αυτή η φαρσοκωμωδία και ο εξευτελισμός μας και ας αποδεχθούμε όπως έχει το όνομα των γειτόνων. Άλλο πράγμα είναι να προηγηθεί προσδιορισμός στο Δημοκρατία της Μακεδονίας και εντελώς διαφορετικό να ακολουθήσει και μάλιστα μέσα σε μια παρένθεση. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω στο σημείο αυτό να προσέξετε τι γράφω και να φροντίσετε να μη με παρεξηγήσετε, καθώς ανήκω στην μερίδα των ελαχίστων ελλήνων που υποστήριξαν ευθύς εξ αρχής την «λύση» που εμπεριείχε το πακέτο των Βανς και Όουεν στις αρχές του ’90. Αν τότε είχαμε σοβαρή πολιτική ηγεσία το ζήτημα θα είχε επιλυθεί υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Ακόμα και ο Κίρο Γκλιγκόρωφ ήταν τότε έτοιμος να αποδεχθεί το «Σλαβομακεδονία» ή το «Novamacedonia».
Όταν υφίστασαι μία στρατηγική ήττα εξαιτίας τραγικών σφαλμάτων της πολιτικής ηγεσίας της χώρας σου, δεν κοιτάς πώς θα διασκεδάσεις την ήττα, αλλά πώς θα περιγράψεις και θα αντιμετωπίσεις την συγκυριακή διάστασή της και την προοπτική που υπάρχει μετά από αυτήν. Αντί λοιπόν να εγκλωβίζεσαι στην… παρένθεση καλό είναι να αναπτύξεις πολιτικές που θα εμποδίσουν την εκμετάλλευση της χρήσης του επιθέτου «μακεδονικός, μακεδονική, μακεδονικό» από την άλλη πλευρά. Αυτός που θα επιτύχει να ταυτοποιήσει τα συμφέροντά του με το «επίθετο» είναι εκείνος που θα διαμορφώσει τους παράγοντες εκείνους που θα κινήσουν την ιστορία στην περιοχή, όχι ασφαλώς τα αμέσως επόμενα χρόνια, αλλά σίγουρα τις επόμενες δεκαετίες. Λάβετε υπόψιν ότι ακόμη κι αν προχωρήσουμε στην ευρωπαϊκή ενοποίηση με πολιτικούς όρους, οι εθνικισμοί δεν πρόκειται να εξαφανιστούν, όπως δεν εξαφανίστηκαν στην ΕΣΣΔ. Το ζήτημα σήμερα για εμάς είναι η ιστορική αλλοίωση της imagined community που αποτελεί τον πυρήνα της εθνικής μας ταυτότητας. Το «Μακεδονικός» και όχι η «Μακεδονία» είναι το στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας και αυτό δεν πρέπει επ’ ουδενί να αφεθεί στην τύχη του.
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου
http://activistis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου