Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Όταν το lifestyle γίνεται μέσο άσκησης πολιτικής


Tης Αλίκης Κοσυφολόγου

Και τι δε κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος*
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το κορμί και το Σαράκι...


Σε κάποιες περιπτώσεις το αποτέλεσμα μετράει περισσότερο από μια «καλή», ενδεχομένως, αρχική πρόθεση. Αυτή είναι η περίπτωση του εξωφύλλου freepress εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας, δέκα μέρες μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, που απεικονίζει δύο παιδιά να παίζουν μπάλα παγιδευμένα ανάμεσα σε μια σβάστικα και ένα σφυροδρέπανο. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι το σχέδιο αντλεί έμπνευση από την αισθητική του social design, ενός καλλιτεχνικού κινήματος εγγενώς προοδευτικού.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η ηθική, εξομοίωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό, έχει αποκτήσει μια ιδιότυπη «νομιμοποίηση» στη δημόσια σφαίρα, μιας και το προηγούμενο διάστημα υπήρξε βασικός πυλώνας της προεκλογικής καμπάνιας των κομμάτων του «ανασυντασσόμενου» κέντρου (ΔΗΣΥ, ΔΡΑΣΗ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ). Τα κόμματα αυτά, προφασιζόμενα πολιτική συγγένεια με τον πολιτικό φιλελευθερισμό, επιχειρούν μέσα από το δημόσιο λόγο τους να παρουσιάσουν τις βαθύτατα συντηρητικές έως και αντιδραστικές πολιτικές τους θέσεις –όπως για παράδειγμα σε σχέση με μεταναστευτικό– ως τις μοναδικές «ορθολογικές» διεξόδους σ την κοινωνική και πολιτική κρίση. Όμως, ο «διμέτωπος» αγώνας τους απέναντι στην δεξιά και στην αριστερά αποδείχθηκε κάπως ετεροβαρής, και τελικά «ολομέτωπος» προς την αριστερά. Η επιμονή της Δράσης στην «επιτακτική» ανάγκη «αποσοβιετοποίησης» της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η προσχώρηση-επιστροφή της ΔΗΣΥ στην Νέα Δημοκρατία, που είναι πλέον μία «αναγεννημένη» δεξιά παράταξη, αποτελούν ορισμένους μόνο δείκτες της πολιτικής τους συσπείρωσης απέναντι στην αριστερά.
Γιατί, όμως, ένα έντυπο που από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της ύλης του στην παρουσίαση των πιο προωθημένων εκφάνσεων του σημερινού υλικού πολιτισμού –μουσική, καλλιτεχνικές τάσεις κ.α. –, διαλέγει ως εξώφυλλο κάτι που θα μπορούσε με άνεση να συμπεριληφθεί στη «μαύρη βίβλο» της αντικομμουνιστικής πολιτικής επικοινωνίας; Το editorial του εν λόγω τεύχους, επικεντρωμένο στην έκφραση ανησυχίας για την υπερπροβολή της ακροδεξιάς από τα κυρίαρχα μέσα, ελάχιστα κατάφερνε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την ισχυρή συνδήλωση του εξωφύλλου.
Αντίστοιχα παραδείγματα, σε πανομοιότυπα έντυπα «αναβαθμισμένου lifestyle», μας δίνει η συστηματική «πύρινη» αρθρογραφία συγγραφέων στρατευμένων εναντίον του χαρακτηριζόμενου αριστερού «καθεστωτισμού», που σήμερα εμπλουτίζεται με ανησυχία για την άνοδο της ακροδεξιάς, ένα φαινόμενο που για τους εν λόγω αρθρογράφους αποδίδεται σχεδόν αυτόματα στην ενίσχυση γενικά των άκρων – δεξιών και αριστερών. Το παζλ συμπληρώνουν «φιλελεύθεροι» διανοούμενοι και «διανοουμενίσκοι», που στα προσωπικά τους μπλογκ φτάνουν να κάνουν λόγο για «αριστερό φασισμό» ή πολώνονται μόνο μπροστά στο ενδεχόμενο συγκρότησης μιας αριστερής κυβέρνησης. Αναπόφευκτα μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο προσχηματικός φιλελευθερισμός τελικά «εγκλωβίζει» όλους τους «φορείς» του σε έναν σχήμα πιο ευπρόσωπου, αλλά οπωσδήποτε αναβαπτισμένου κοινωνικού συντηρητισμού.
Βεβαιότατα υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες το κατά κανόνα «μη πολιτικό» και κατά τι «λαϊκότερο» lifestyle, σε κρίσιμες συγκυρίες αναλαμβάνει ρόλο πολιτικού δρώντα και γίνεται εργαλείο υπεράσπισης του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Εκεί βέβαια δε χωρούν τα προσχήματα της φιλελεύθερης ορθότητας - αντίθετα, αναβιώνουν πανηγυρικά οι παραδόσεις του εθνοπατριωτισμού και της πατριαρχίας. Οι ανησυχίες τηλεπαρουσιάστριας εκπομπής στη μεσημεριανή ζώνη για τον διακινδυνεύοντα ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου, η διαπόμπευση των θυμάτων της εξαναγκαστικής πορνείας από τον κίτρινο τύπο, μέχρι και το ξεκάθαρων προθέσεων «ξέπλυμα» ενός νεοφασίστα σε βραδινή τηλεοπτική εκπομπή κατ’ επίφαση ψυχαγωγικού χαρακτήρα, αποτελούν ορισμένα μόνο τέτοια αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.
Είναι αλήθεια ότι η εισαγωγή και καθιέρωση της νεοφιλελεύθερης εκσυγχρονιστικής πολιτικής στην Ελλάδα συμπορεύτηκε με την σταδιακή «παλινόρθωση» ιδεολογημάτων που το μεταδικτατορικό κοινωνικό συμβόλαιο είχε επιχειρήσει να αποκλείσει οριστικά. Τα εκδοτικά συγκροτήματα αποτέλεσαν μία από τις ολιγαρχικές ομάδες-καταλύτες πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, αφού η κατασκευή της συναίνεσης γύρω από αυτές, καθώς η υποστήριξη λοιπών επιχειρηματικών συμφερόντων υπήρξαν κεντρικοί στόχοι της κυρίαρχης πολιτικής τάξης. Η μεταδημοκρατική συνθήκη στην Ελλάδα, όπως ακριβώς την περιγράφει και ο Colin Crouch στο βιβλίο «Μεταδημοκρατία», κατέληξε στην πλήρη αυτονόμηση του πολιτικού από το κοινωνικό. Εδραιώθηκε μέσα από τη συγκρότηση στενών δεσμών των κομμάτων με τα ποίκιλα επιχειρηματικά συμφέροντα και, την ίδια στιγμή, μέσα από την εξουδετέρωση και του ενδεχομένου ακόμα εφαρμογής πολιτικών προγραμμάτων προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Η μετάλλαξη λοιπόν του πολιτικού παιχνιδιού σε παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σε ομάδες, σε βάρος των εργαζόμενων και της νεολαίας –συνθήκη που θυμίζει, εν μέρει, την προδικτατορική περίοδο-, συνδυάστηκε με την επαναφορά ενός αντιδραστικού πολιτικού λόγου, συγκαλυμμένου με προσχήματα πολιτικής ορθότητας. Ο αντικομμουνισμός, ο ρατσισμός και ο σεξισμός, μετονομασμένοι σε ορθολογισμό και υπευθυνότητα αντίστοιχα, επιστρατεύονται για την ανάσχεση της επίθεσης της «κόκκινης αρκούδας», ήτοι για την υπεράσπιση του πραγματικά απειλούμενου status quo.
Η εμβάθυνση, έτσι, της οικονομικής και πολιτικής κρίσης αποκάλυψε τις, υποτιθέμενα «θολωμένες» στα νερά της ευμάρειας, ιδεολογικές διαφορές. Η εξουσία των ελίτ, παγιωμένη στο μέχρι πρότινος ρευστό πολιτικό σκηνικό, σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση. Στον αγώνα για την ανάκτηση της πολιτικής τους ηγεμονίας, οι ομάδες αυτές επικαλούνται τα πιο παραδοσιακά σύμβολα και επιχειρούν να ανανεώσουν τις συμμαχίες τους με μερίδα των επιχειρηματιών/εκδοτών. Φαίνεται, ωστόσο, ότι σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, οπότε και «επωφελήθηκαν από την πολιτική κρίση για να χειριστούν την ιδιωτικοποίηση », τα εκδοτικά συγκροτήματα αποτυγχάνουν σήμερα να «αξιοποιήσουν» προς όφελός τους την κρίση του πολιτικού συστήματος. Αυτό συμβαίνει, αφενός γιατί στη διάχυτη αντίληψη ορισμένα ΜΜΕ είναι ταυτισμένα με ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα, που επηρεάζουν άμεσα και καθοδηγούν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, και αφετέρου, επειδή η συμβολή τους στην πρόοδο του σύγχρονου εγχώριου πολιτισμού υπήρξε τελικά αμελητέα.
Σε κάθε περίπτωση, η εντεινόμενη απαξίωση των κυρίαρχων μέσων ως πηγών πληροφόρησης από μεγάλο μέρος των πολιτών, αποτελεί έναν ακόμη δείκτη της αποσταθεροποίησης των ρόλων και της αναδιανομής τους μεταξύ των δρώντων στο εγχώριο πολιτικό σύστημα. Την ίδια στιγμή, προεικονίζει το τέλος της παντοδυναμίας και της αμετροέπειάς τους.
rednotebook
πηγη