Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Τουρκία και Αραβική Άνοιξη


Γράφει ο Βασίλης Γιαννακόπουλος

Παρότι οι Άραβες θεωρούν ότι η Οθωµανική Αυτοκρατορία τους στέρησε τη δυνατότητα να προοδεύσουν και να αναπτυχθούν σε ανάλογο βαθµό µε τη ∆ύση, εντούτοις κατά κάποιο τρόπο η Τουρκία «γοητεύει» τον...

αραβικό λαό, καθότι πέρα από το ότι είναι µια µουσουλµανική χώρα, θεωρείται πιο δηµοκρατική από τα αραβικά καθεστώτα, φλερτάρει µε την ΕΕ, είναι χώρα-µέλος του ΝΑΤΟ και τα τελευταία χρόνια η οικονοµία της παρουσιάζεται βελτιωµένη.

Μάλιστα, αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι µετά την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης κάποια ισλαµιστικά κινήµατα κυρίως της Βόρειας Αφρικής προσπάθησαν να µιµηθούν το AKP και να το καταστήσουν ως µοντέλο για το δικό τους πολιτικό σύστηµα. Αρκετοί Άραβες «θαυµάζουν» την οικονοµική ανάπτυξη της Τουρκίας, το ρόλο της ως περιφερειακής δύναµης και την ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα επί των ηµερών του Erdogan.

Όπως είναι φυσικό η Άγκυρα ανησυχεί για την αλλαγή ισορροπιών που σηµειώνεται στο γειτονικό αραβικό κόσµο, διότι η εν λόγω αλλαγή είναι ανεξέλεγκτη και συνεπώς είναι πολύ πιθανόν να καταστεί επιζήµια για τα τουρκικά συµφέροντα, αλλά να προκαλέσει και την ανάδυση νέων συµβατικών ή ασύµµετρων απειλών για την Τουρκία. Για παράδειγµα, η Άγκυρα ανησυχεί ιδιαίτερα για τα όσα συµβαίνουν στα νότια σύνορά της. Τόσο εντός της Συρίας όπου το καθεστώς του Assad οδήγησε τη χώρα σε έναν εµφύλιο, όσο και εντός της ιρακινής επικράτειας όπου µετά την απόσυρση των αµερικανικών δυνάµεων συνεχίζεται η εθνο-θρησκευτική βία και η χώρα οδηγείται προς τριχοτόµηση. Επίσης, η Άγκυρα γνωρίζει πολύ καλά ότι στα βόρεια σύνορα της Συρίας και του Ιράκ «εκκολάπτεται» η κουρδική οντότητα, που συνιστά µείζονα απειλή για την ακεραιότητα της Τουρκίας. Το σενάριο που ανησυχεί ιδιαίτερα την Άγκυρα είναι η ένωση των Κούρδων της ευρύτερης περιοχής (βόρειας Συρίας, βορείου Ιράκ, βορειοδυτικού Ιράν και νοτιοανατολικής Τουρκίας) και µεσο-µακροπρόθεσµα η δηµιουργία µιας κουρδικής κρατικής οντότητας. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη γειτονική Συρία εκλαµβάνονται από την Άγκυρα ως εν δυνάµει απειλή κατά της περιφερειακής ασφάλειας και ενδεχοµένως δηµιουργούν κινδύνους για τη συνέχιση της τουρκικής πολιτικής, πολιτιστικής και οικονοµικής διείσδυσης στην περιοχή. Αυτό είναι λογικό, αφού είναι σχεδόν απίθανο να προβλεφθεί και να ελεγχθεί το τελικό status στα νότια σύνορά της. 

Για να περιορίσει το κόστος της επερχόµενης γεωπολιτικής αλλαγής στον αραβικό κόσµο, ο Τούρκος πρωθυπουργός αρχικά τάχθηκε κατά οποιασδήποτε πολιτικής αλλαγής σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση ήταν µη αναστρέψιµη, επένδυσε στη βελτίωση των σχέσεων µε τους πολιτικούς ηγέτες που αναδείχθηκαν µετά την ανατροπή των αυταρχικών καθεστώτων του αραβικού κόσµου. Στη συνέχεια, υιοθετώντας ένα λαϊκίστικο προφίλ επισκέφθηκε τις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής, που πρόσφατα είχαν ανατρέψει τα καθεστώτα τους και επιδίωξε να προωθήσει τα τουρκικά συµφέροντα. Ταυτόχρονα, αναθεώρησε τη στάση του έναντι της Ουάσιγκτον και προσπάθησε να βελτιώσει τις αµερικανο-τουρκικές σχέσεις κυρίως στον αµυντικό τοµέα, καθότι ανησυχούσε ιδιαίτερα για την αυξανόµενη απειλή του «σιιτικού άξονα Ιράν-Συρίας». Έτσι, το Σεπτέµβριο του 2011 συµφώνησε να εγκαταστήσει το αντιβαλλιστικό Radar στη βάση Kürecik δυτικά της Malatya (Μελέτη) και πέτυχε τη µεταστάθµευση στην αεροπορική βάση του Incirlik των τεσσάρων αµερικανικών µη επανδρωµένων µαχητικών αεροσκαφών (UCAVs) τύπου Predator, µετά την απόσυρση των αµερικανικών δυνάµεων από το Ιράκ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Άγκυρα εξασφάλιζε την υποστήριξη της Ουάσιγκτον, έµπαινε στο παιχνίδι της αναπτυσσόµενης αντιβαλλιστικής ασπίδας, αποκτούσε ένα στρατηγικό όπλο κατά του βαλλιστικού και πιθανόν µελλοντικά του πυρηνικού οπλοστασίου του Ιράν, ενώ µε τα UCAVs αποκτούσε ένα σηµαντικό τακτικό πλεονέκτηµα παρακολούθησης και αντιµετώπισης των ανταρτών του PKK. H Τουρκία, προσπαθώντας να επιφορτισθεί έναν περιφερειακό και εν µέρει διεθνή ρόλο, προκειµένου να έχει λόγο στο σχεδιασµό του νέου διεθνούς σκηνικού, ενσωµάτωσε στον ήδη βεβαρυµµένο τοµέα εθνικής ασφαλείας της κινδύνους και απειλές που αντιµετωπίζουν τρίτες χώρες, ειδικά µετά τις εξελίξεις που ακολούθησαν την Αραβική Άνοιξη. Το γεγονός αυτό οδήγησε την Άγκυρα στην προσαρµογή της εξωτερικής της πολιτικής και στην αναθέρµανση των σχέσεών της µε την Ουάσιγκτον. Έκτοτε, διατηρεί µια φιλο-σουνιτική στάση έναντι του αραβικού κόσµου, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να καλλιεργεί µια αντι-ισραηλινή στάση, απαιτώντας την απολογία του Τελ Αβίβ, την άρση του αποκλεισµού της Λωρίδας της Γάζας και την αποζηµίωση για τα θύµατα της επιχείρησης στο Mavi Marmara. Η στάση της Άγκυρας απέναντι στο Τελ Αβίβ έχει προβληµατίσει και έχει διχάσει τους Αµερικανούς. Από την πλευρά του το πεντάγωνο υποστηρίζει ότι «πάση θυσία» θα πρέπει να εξοµαλυνθούν οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, ενώ αντίθετα κάποιες άλλες φωνές από το Κογκρέσο εµµένουν υπέρ του ψηφίσµατος για την αρµενική γενοκτονία.

Συρο-τουρκικές σχέσεις 

Πριν την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης στη Συρία, η Άγκυρα είχε καταφέρει να βελτιώσει σε σηµαντικό βαθµό τις σχέσεις της µε τη ∆αµασκό. Σε σύντοµο χρονικό διάστηµα οι δύο χώρες πέτυχαν να µετατρέψουν τη συνεργασία τους σε «στρατηγική συνεργασία υψηλού επιπέδου», προβάλλοντας παράλληλα και τόσο τις ικανότητες του υπουργού Εξωτερικών Davutoglu όσο και τις απόψεις του για το «στρατηγικό βάθος». Συγκεκριµένα: Ο Τούρκος πρωθυπουργός µε το Σύριο πρόεδρο ανέπτυξαν στενές προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Για παράδειγµα, οι σύζυγοί τους επικοινωνούσαν τακτικά µε e-mail.

∆ιευρύνθηκε η διµερής συνεργασία στους τοµείς της άµυνας και της ασφάλειας, η οποία περιελάµβανε την εκπαίδευση Σύριων στρατιωτικών στην Τουρκία, διεξαγωγή κοινών ασκήσεων στα τουρκο-συριακά σύνορα, από κοινού κατασκευή πυροµαχικών και συγκρότηση τριών επιτροπών για την παρακολούθηση θεµάτων που αφορούσαν στις επιχειρήσεις εναντίον του ΡΚΚ, τη στρατιωτική εκπαίδευση και τη λογιστική υποστήριξη των ενόπλων δυνάµεων. Ειδικότερα για το ΡΚΚ, επισηµαίνεται ότι οι συριακές αρχές συνέλαβαν δεκάδες Κούρδους αντάρτες, τους οποίους στη συνέχεια παρέδωσαν στην Τουρκία.

Υπογράφηκαν συµφωνίες για την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και την εφαρµογή της “visa-free neighborhood policy”. Η Τουρκία διαµεσολαβούσε για τη συρο-ισραηλινή συµφωνία ειρήνης. Οι σχέσεις συνεργασίας των δύο χωρών κορυφώθηκαν µε την ίδρυση του Στρατηγικού Συµβουλίου Συνεργασίας.

Από το Μάρτιο του 2011 οι σχέσεις των δύο χωρών παρουσίασαν σταδιακή επιδείνωση, µε την πολιτική µηδενικών προβληµάτων του Davutoglu να µετατρέπεται σε «πολιτική πολλαπλών προβληµάτων», ενώ στα µέσα του 2011 Τούρκοι αξιωµατούχοι δήλωναν ότι έπρεπε να δηµιουργηθεί µια ζώνη ασφαλείας στα σύνορα των δύο χωρών, διότι η κατάσταση στη Συρία έθετε σε κίνδυνο την εσωτερική ασφάλεια της Τουρκίας. Ήταν τόσο άµεση η ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών, που ανάγκασε την Άγκυρα να προσφύγει στα αιγυπτιακά λιµάνια για να εξάγουν τα προϊόντα τους στις χώρες του Κόλπου. Στη συνέχεια, αρκετές χιλιάδες Σύριοι πρόσφυγες, ηγετικά στελέχη του Συριακού Εθνικού Συµβουλίου και του Ελεύθερου Συριακού Στρατού κατέφυγαν στη γειτονική Τουρκία. Το Νοέµβριο του 2011, όταν σηµειώθηκαν επιθέσεις κατά των τουρκικών διπλωµατικών εγκαταστάσεων από Σύριους φιλοκαθεστωτικούς και κατά των λεωφορείων που µετέφεραν Τούρκους προσκυνητές από τη Μέκκα, ο Erdogan ζήτησε από τον Assad να παραιτηθεί, ενώ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Davutoglu ανακοίνωσε µια σειρά στρατιωτικών, οικονοµικών και διπλωµατικών κυρώσεων κατά του συριακού καθεστώτος.

Τρίγωνο Τουρκίας-Ιράν-Ιράκ 

Για κάποιους Αµερικανούς αξιωµατούχους, πιθανόν η εγκατάσταση του αντιβαλλιστικού Radar στη Malatya που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 2012, να συνιστά τη σηµαντικότερη αµυντική συµφωνία µεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας, στη διάρκεια των τελευταίων 15-20 χρόνων. Το γεγονός αυτό και µόνον αποδεικνύει την αναθέρµανση των τουρκο-αµερικανικών σχέσεων που επετεύχθη εντός του 2011. Επρόκειτο για µια στρατηγική αµυντική συµφωνία, η οποία προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τεχεράνης. Συγκεκριµένα, κάποιοι Ιρανοί αξιωµατούχοι δήλωσαν ότι «θα στοχοποιήσουν το Radar, εάν οι Αµερικανοί ή οι Ισραηλινοί διεξάγουν αεροπορικές επιθέσεις κατά του Ιράν»[1].

Η ρήξη πλέον στις τουρκο-ιρανικές σχέσεις άρχισε να βαθαίνει, καθώς η Άγκυρα υποστήριζε τα σχέδια της Ουάσιγκτον για διεθνή αποµόνωση του Ιράν και επιπλέον επηρέαζε τις εξελίξεις στη Συρία µε τρόπο αντίθετο προς τα ιρανικά συµφέροντα. Η αλλαγή των δεδοµένων, κυρίως λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων στον αραβικό κόσµο (Αραβική Άνοιξη), ανάγκασαν την Άγκυρα να αναθεωρήσει τη στάση της και να γυρίσει την πλάτη στο σιιτικό άξονα. Η τουρκική εξωτερική πολιτική άρχισε να παραλληλίζεται µε την παραδοσιακά φιλο-σουνιτική αµερικανική πολιτική.

Η Άγκυρα εκτιµούσε ότι βραχυ-µεσοπρόθεσµα οι Σύριοι σουνίτες θα αναλάβουν την εξουσία και ότι το Ιράν θα έχανε το στρατηγικό του εταίρο. Ίσως, το επόµενο χρονικό διάστηµα να διεξαγόταν και µια αµερικανο-ισραηλινή επιχείρηση κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Εποµένως, για ποιο λόγο να συνέχιζε να παίζει το παιχνίδι της Τεχεράνης, όταν µάλιστα ενδόµυχα ανησυχούσε για τις πυρηνικές φιλοδοξίες της;

Η σταθερότητα στο βόρειο Ιράκ είναι υψίστης σηµασίας για την Τουρκία, διότι οι αντάρτες του PKK έχουν δηµιουργήσει ασφαλή καταφύγια στην περιοχή, αλλά και διότι η Τουρκία θα µπορούσε να εισάγει τα πλούσια κοιτάσµατα υδρογονανθράκων του Κιρκούκ, µε αποτέλεσµα να απεξαρτηθεί από την ιρανική και ρωσική εισαγωγή ενέργειας. Επιπρόσθετα, θα µπορούσε να βελτιώσει τις ήδη σηµαντικές εµπορικές σχέσεις µε την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (Kurdish Regional Government – KRG). Γενικά, παρά τις συχνές διαµαρτυρίες της ιρακινής κεντρικής κυβέρνησης του Nouri al-Maliki για τη διεξαγωγή των συχνών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των τουρκικών ενόπλων δυνάµεων κατά του PKK στο βόρειο Ιράκ, ο ρόλος της Τουρκίας στο Ιράκ αναβαθµίζεται σηµαντικά λόγω της απόσυρσης των αµερικανικών δυνάµεων (∆εκέµβριος 2011). Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που η Ουάσιγκτον φρόντισε να αναθερµάνει τις σχέσεις της µε την Άγκυρα, λίγους µήνες πριν αναχωρήσουν από την περιοχή οι Αµερικανοί στρατιώτες.

Τουρκική εµπλοκή στην κρίση της Λιβύης 

Ενώ ο Erdogan ήταν από τους πρώτους ηγέτες που ζήτησε την παραίτηση του Mubarak σε τηλεοπτική του οµιλία στο Al-Jazeera (Φεβρουάριος 2011), εντούτοις στην περίπτωση της Λιβύης τήρησε µια επαµφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική. Στην Αίγυπτο και την Τυνησία, η Τουρκία ήταν ξεκάθαρα υπέρ της δηµοκρατίας. ∆εν υποστήριξε όµως τον αγώνα των Λίβυων αντικαθεστωτικών. Μήπως ο Τούρκος πρωθυπουργός θεωρούσε ότι ο Qaddafi κυβερνούσε δηµοκρατικά; Όχι βέβαια. Απλά, στη Λιβύη είχαν επενδυθεί τουρκικά κεφάλαια ύψους 15 δισ. δολαρίων, τα οποία κινδύνευαν να χαθούν αν έπεφτε το κανταφικό καθεστώς. Επίσης, κινδύνευε η ασφάλεια των περίπου 25.000 Τούρκων οικονοµικών µεταναστών, οι οποίοι εργάζονταν στη Λιβύη και έπρεπε να επαναπατρισθούν.

Με την έναρξη των ταραχών στη Λιβύη, ο Τούρκος πρωθυπουργός επέκρινε τη βία που ασκούσαν οι κανταφικές δυνάµεις κατά του λιβυκού λαού. Ωστόσο, αντέδρασε δηµόσια µε την υιοθέτηση της απόφασης 1973 του ΣΑ του ΟΗΕ και µε τη στρατιωτική επέµβαση του ΝΑΤΟ. Μετά την υιοθέτηση της εν λόγω απόφασης, η Τουρκία άλλαξε στάση και αποφάσισε να υποστηρίξει ενεργά την εφαρµογή της απόφασης του ΟΗΕ, ενώ στη συνέχεια πρότεινε τη διαµεσολάβηση της Άγκυρας, προκειµένου να επιτευχθεί συµφωνία µεταξύ του Λίβυου µονάρχη και των αντικαθεστωτικών της Βεγγάζης. Η αλλαγή στη στάση της Άγκυρας προήλθε µετά από επανεκτίµηση της κατάστασης και συγκεκριµένα µετά την απόρριψη των Λίβυων αντικαθεστωτικών για διαπραγµατεύσεις µε το καθεστώς της Τρίπολης. Η πιθανή ανάδυση νέων συµφερόντων και απειλών για την Τουρκία, που θα προέκυπταν από το µελλοντικό status της ευρύτερης περιοχής του αραβικού κόσµου, ήταν πλέον ορατή.

Οι προθέσεις τη Άγκυρας ήταν περισσότερο από προφανείς. Αποφάσισε να συµµετάσχει στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων προκειµένου να µην αποµονωθεί από τις υπόλοιπες χώρες-µέλη της Συµµαχίας. Παράλληλα, διατηρούσε διαύλους επικοινωνίας µε το κανταφικό καθεστώς, ενώ κατέβαλε προσπάθειες προκειµένου να δηµιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, οι οποίες θα της επέτρεπαν να συνάψει σχέσεις συνεργασίας µε τις δυνάµεις των αντικαθεστωτικών. Εξάλλου, οι αντικαθεστωτικοί ήσαν οι πιθανότεροι ηγέτες της χώρας στη µετά-Qaddafi εποχή. Με άλλα λόγια, επιθυµούσε «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο».

Μετά τη κατάρρευση του Qaddafi, η Άγκυρα προώθησε τη στρατιωτική συνεργασία της µε τη Λιβύη, βάσει της οποίας οι τουρκικές ένοπλες δυνάµεις ανέλαβαν την ανασυγκρότηση του στόλου και την εκπαίδευση του λιβυκού στρατού ξηράς και του πολεµικού ναυτικού. Επιπρόσθετα, η Άγκυρα, ανέλαβε την εκπαίδευση στην Τουρκία 1.500 Λίβυων αστυνοµικών σε θέµατα ασφάλειας και καθηκόντων σε σωφρονιστικά καταστήµατα, ενώ µέσω του Τουρκικού Οργανισµού Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΤΙΚΑ), χορήγησε στο υπουργείο Εσωτερικών της Λιβύης στολές και εξοπλισµό για 6.000 αστυνοµικούς, καθώς και 30 αστυνοµικά οχήµατα [2].

Περαιτέρω βελτίωση των αµερικανο-τουρκικών σχέσεων 

Σύµφωνα µε Αµερικανούς αναλυτές «στην παρούσα φάση, η Τουρκία θεωρείται πιο σηµαντική σύµµαχος για τις Ηνωµένες Πολιτείες, σε σχέση µε την ψυχροπολεµική περίοδο»[3], λόγω των νέων προκλήσεων που προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας πλησίον διαφόρων «θερµών σηµείων» (Ιράν, Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Κεντρική Ασία, Καύκασος, Μαύρη Θάλασσα, κτλ) την καθιστά πολύτιµο εταίρο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Μάλιστα, η στρατηγική της σηµασία αναµένεται να αναβαθµιστεί, καθώς το ΝΑΤΟ σχεδιάζει να µετατρέψει το Κέντρο ∆ιοίκησης Αεροπορικών ∆υνάµεων της Σµύρνης σε Κέντρο ∆ιοίκησης Χερσαίων ∆υνάµεων, ενώ ταυτόχρονα θα τερµατισθεί η λειτουργία των χερσαίων βάσεων της Γερµανίας και της Ισπανίας. Παρόλα αυτά, η αµερικανική κυβέρνηση προβληµατίζεται για την υποβάθµιση του ρόλου των τουρκικών ενόπλων δυνάµεων στη πολιτικο-στρατιωτική ζωή της χώρας, καθώς και για την πολιτική, στρατιωτική και οικονοµική αυτοδυναµία της Τουρκίας, κατά την τελευταία δεκαετία.

Η Τουρκία είναι πιθανόν να παίξει ένα σηµαντικό ρόλο και να επηρεάσει ως ένα βαθµό το αποτέλεσµα των εν εξελίξει πολιτικο-κοινωνικών αλλαγών της Αραβικής Άνοιξης, καθώς και να εµπλακεί στις µελλοντικές εξελίξεις στο Ιράκ, το Ιράν και το Αφγανιστάν. Η εκτίµηση αυτή λαµβάνεται σοβαρά υπόψη από την Ουάσιγκτον, και ως εκ τούτου αναµένεται η περαιτέρω αναθέρµανση των αµερικανο-τουρκικών σχέσεων, προκειµένου να ελεγχθεί στο βαθµό του δυνατού η συµπεριφορά και ο ρόλος της Άγκυρας στο επιθυµητό για την Ουάσιγκτον αποτέλεσµα. Μάλιστα, η αµερικανική πλευρά αναµένεται να καταλήξει σε µια σειρά πολιτικών επιλογών, οι οποίες θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην επίτευξη της αναθέρµανσης των αµερικανο-τουρκικών σχέσεων, µε φόντο την Αραβική Άνοιξη και την προώθηση των αµερικανικών συµφερόντων στην περιοχή. Συγκεκριµένα, είναι πιθανό να επιδιώξει ή και να εντείνει τις προσπάθειές της για:

- Την οµαλοποίηση των σχέσεων Άγκυρας-Τελ Αβίβ.
- Την περαιτέρω αναβάθµιση της αµερικανο-τουρκικής συνεργασίας ανταλλαγής
στρατιωτικών πληροφοριών, καθώς και της αντίστοιχης συνεργασίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
- Την υπογραφή συµφωνιών για τη µεγιστοποίηση της χρήσης του τουρκικού εδάφους και των τουρκικών στρατιωτικών βάσεων, από αµερικανικές και ΝΑΤΟϊκές δυνάµεις.
- Την παροχή οικονοµικής βοήθειας προς την Τουρκία καθώς και την από κοινού
εκπόνηση σχεδίων, για το ρόλο που θα µπορούσε να διαδραµατίσει η Τουρκία στις αραβικές χώρες, όπου συνεχίζεται η Αραβική Άνοιξη.
- Την αναθέρµανση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ, αν και η Άγκυρα έχει «εκτροχιασθεί» προ πολλού από την ευρωπαϊκή τροχιά.
- Την πίεση προς την Άγκυρα, προκειµένου να ακολουθήσει µια πιο σκληρή πολιτική προς την Τεχεράνη, εφαρµόζοντας τις κυρώσεις που επέβαλαν οι χώρες της ∆ύσης. Στο άµεσο µέλλον, δεν θα ήταν καθόλου απίθανο η Άγκυρα να υιοθετήσει µια διαφορετική συµπεριφορά απέναντι στην Τεχεράνη, αµφιβάλλοντας για το σκοπό της ανάπτυξης του πυρηνικού της προγράµµατος. Παράλληλα, το γεγονός αυτό θα αποτελέσει και άλλοθι ώστε η Τουρκία να αναπτύξει πυρηνικά όπλα.
- Τη διαπραγµάτευση της παροχής αµερικανικής τεχνολογίας στον τοµέα της τουρκικής αµυντικής βιοµηχανίας ή και σε άλλους τοµείς για τους οποίους ενδιαφέρεται η Άγκυρα. Ως γνωστόν, η Τουρκία επιδιώκει να αποκτήσει τεχνολογικά προηγµένο αµερικανικό στρατιωτικό εξοπλισµό, ενώ η αµυντική της βιοµηχανία συµµετέχει σε κοινά προγράµµατα µε τις ΗΠΑ, όπως για παράδειγµα µε το πρόγραµµα του F-35.
- Την ενίσχυση και διεύρυνση των διµερών εµπορικών σχέσεων και ιδιαίτερα των
αµερικανικών επενδύσεων στην Τουρκία, καθώς θεωρείται δεδοµένη η εκατέρωθεν επιθυµία. Μάλιστα, Αµερικανοί επενδυτές ενδιαφέρονται για τουρκικές ενεργειακές εταιρίες που εδρεύουν στη Σµύρνη, ενώ η αµερικανική κυβέρνηση έχει υποδείξει την Τουρκία ως µια αγορά πρώτης προτεραιότητας και έχει αναπτύξει µια στρατηγική ενίσχυσης των εξαγωγών προς αυτή (Export Enhancement Strategy for Turkey).

[1] USA TODAY, “Biden urges Turkey to impose new Iran sanctions”, February 12, 2012
[2] Χρήστος Μηνάγιας, Περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, «Εκβιασµοί, απειλές
και αυθαιρεσίες από την Άγκυρα στην Ανατολική Μεσόγειο», τεύχος 23, 2010
[3] Jim Zanotti (Specialist in Middle Eastern Affairs), CRS Report for Congress, “Turkey: Background
and U.S. Relations”, February 2, 2012